Θέατρο: Στην κόψη της πρόκλησης…

Μαγδεβούργο

Τα Επιδαύρεια ολοκλήρωσαν τη φετινή τους διαδρομή και στη σκηνή του Αργολικού Θεάτρου, το διήμερο (12-13/8), την προτελευταία λέξη είχε η «Ελένη» του Ευριπίδη, παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία του ευφυούς Βασίλη Παπαβασιλείου, με την Εμιλυ Κολιανδρή στον ομώνυμο ρόλο. Μια παράσταση, η οποία ακυρώθηκε λόγω των εκτεταμένων πυρκαγιών, που στοίχειωσαν το περασμένο καλοκαίρι, μέλλει όμως να αποτελέσει σημείο αναφοράς και αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο της φετινής γιορτής του αρχαίου δράματος.

«Η πιο αναίμακτη και αδάκρυτη» απ’ όλες τις διασωθείσες τραγωδίες, κατά τον Αλέξη Σολομό, η «Ελένη» γράφτηκε από τον Ευριπίδη μετά την αθηναϊκή τραγωδία στη Σικελία (412 π.Χ.), με τον εσαεί ανατρεπτικό και καινοτόμο ποιητή να μην ακολουθεί την πεπατημένη παράδοση του μύθου από τον Ομηρο, που θέλει την Ελένη της Σπάρτης απαχθείσα από τον Πάρη και επομένως αφορμή του Τρωικού πολέμου αλλά τη μεταγενέστερη εκδοχή του λυρικού ποιητή Στησίχορου.

Σύμφωνα με αυτήν, η όμορφη μυθική ηρωίδα δεν έφτασε ποτέ στην Τροία παρά μόνο το είδωλό της, σταλμένο από τους θεούς («Στην Τροία δεν πήγα εγώ. Μόνο το όνομά μου»), ενώ η ίδια περίμενε στην Αίγυπτο δέκα χρόνια μέχρι να επιστρέψει ο Μενέλαος από τον πόλεμο και να την πάρει. Εκδοχή, που για τον Ευριπίδη θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για την επαναδιαπραγμάτευση του μύθου με γυναικεία οπτική και διάθεση υπερασπιστική του προσώπου της.

Προφανώς η πρόθεση του ποιητή, με την υιοθέτησή της, είναι να αναδείξει με ευρηματικότητα και ειρωνεία, σε μια κρίσιμη καμπή της αθηναϊκής δημοκρατίας, τον παραλογισμό και τη ματαιότητα του πολέμου, που θεμελιώνεται συνήθως σε προφάσεις και εξωραϊσμένα ψέματα. Δέκα λοιπόν χρόνια αλληλοσφάζονταν Αχαιοί και Τρώες για ένα φάντασμα και μια νεφέλη, για ένα είδωλο, για «ένα πουκάμισο αδειανό», για μια «ανύπαρκτη» Ελένη;

Ολοι οι πόλεμοι χρειάζονται ένα πρόσχημα για να πυροδοτηθούν, ένα άλλοθι για να υπάρξουν. Και η Ελένη της Αιγύπτου και όχι της Τροίας, η Ελένη του Ευριπίδη δε φαίνεται διαθέσιμη να το προσφέρει. Αντίθετα εμφανίζεται από τον ποιητή απαλλαγμένη απ’ όσα για αιώνες κατηγορήθηκε, ως μοιχαλίδα, προδότρια και αιτία του πολέμου. Αποκαθαρμένη από προσδοκίες και ταμπέλες που της χρεώθηκαν.

Αν και πρόσωπο και άλλων τραγωδιών του Ευριπίδη – τη συναντάμε στις «Τρωάδες», την «Εκάβη» και τον «Ορέστη» – πουθενά η Ελένη δεν έχει τόσο άπλετο χρόνο για να προασπίσει τη ρητορική του ρόλου της, όσο στην ομώνυμη τραγωδία. Πουθενά ως ηρωίδα δεν κινείται τόσο κυρίαρχα ανάμεσα στην ασάφεια και την αλήθεια, τόσο στο πεδίο των θνητών όσο και στο πεδίο των θεών. Ως πρόξενος ολέθρου στο πρώτο, ως εκλεκτό σκεύος προορισμένο να θεοποιηθεί στο δεύτερο, σύμφωνα με την προφητεία των Διόσκουρων, που οδηγούν ως «από μηχανής θεοί» στο ευτυχισμένο φινάλε της τραγωδίας. Πουθενά η διαλεκτική του ποιητή δε λειτουργεί τόσο καθαρά ως μέσο ανατροπής της κατεστημένης τάξης των πραγμάτων.

Η «Ελένη» παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο ως ιλαροτραγωδία, διανθισμένη με γκροτέσκα και μπουρλέσκ στοιχεία, με την εύστοχα ειρωνική, σκόπιμα υπαινικτική και λοξή ματιά του Βασίλη Παπαβασιλείου. Σκηνοθετικό πρόταγμα η ανάδειξη του αντιπολεμικού πνεύματος του κειμένου και της αντίθεσης ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι» αλλά και της ατυχούς σύζευξης του «να είσαι γυναίκα και όμορφη», μέσα από αναφορές στο κίνημα #metoo, που συντάραξε πρόσφατα και τον χώρο του θεάτρου. Στο τελικό παραστασιακό αποτέλεσμα συνέβαλαν όλες οι σκηνικές λειτουργίες, αρμονικά συντονισμένες στη σκηνοθετική γραμμή.

Τον ρυθμό της παράστασης έδωσε η ευέλικτη στον λόγο και την κίνηση Ελένη της Εμιλυ Κολιανδρή, έχοντας στο πλευρό της τον Θέμη Πάνου ως Μενέλαο, φορέα μιας ναυαγισμένης αλαζονικής εξουσίας. Καλοδουλεμένοι και οι άλλοι ρόλοι, εμψυχώθηκαν με εξαιρετική ενέργεια από τους ηθοποιούς. Με τον Γιώργο Καύκα ως Θεοκλύμενο και την Αγορίτσα Οικονόμου ως αλλοπαρμένη μάντισσα Θεονόη, τους Δημήτρη Κολοβό και Άγγελο Μπούρα ως συνεπείς Αγγελιαφόρους, τους Νικόλαο Μαραγκόπουλο και Ορέστη Παλιαδέλη στο καταληκτικό δίδυμο των Διόσκουρων, την απολαυστική Γερόντισσα της Εφης Σταμούλη και τον ανατρεπτικό Τεύκρο του Δημήτρη Μορφακίδη.

Ο υπερδεκαμελής γυναικείος Χορός κινήθηκε έξοχα χορογραφημένος από τον Δημήτρη Σωτηρίου, υπό τους ήχους της ζωντανά εκτελεσμένης μουσικής του Αγγελου Τριανταφύλλου. Με αιγυπτιακές αναφορές η απαστράπτουσα ενδυματολογία και η παίζουσα σκηνογραφία του Αγγελου Μέντη και τη ρέουσα νέα μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα – με τις ευθύβολες διαχρονικές παρεμβάσεις της – να συμβάλει καθοριστικά στο τελικό παραστασιακό αποτέλεσμα.

Μία πολύχρωμη, εξωστρεφής και ευφρόσυνη παράσταση, πλασμένη «για κάθε Ελένη», που έκλεισε με νόημα το μάτι στο κοινό, μεταξύ σοβαρού και αστείου, στο μεταίχμιο της πρόκλησης και του ρίσκου.