Το παιδί του λαού, ο λαός του παιδιού

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Θα λέγαμε ότι είναι παράδοξο να πηγαίνεις στο σινεμά με σκοπό να στενοχωρηθείς, αλλά η ροπή αυτή είναι πανάρχαιη. Ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής έβαζαν τους ήρωές τους και τους θεατές τους σε μεγάλες δοκιμασίες, με σκοπό την τέρψη και την διδαχή. Η τέρψη μέσα από τη θλίψη; Α, δεν επιτρέπεται να σου διαφεύγει η θεραπευτική διεργασία της κάθαρσης, που ήταν και ο τελικός σκοπός όλου αυτού του μπελά, όπως μεγαλοφυώς το επισήμανε με τον επικό, ορισμό του ο Αριστοτέλης, έναν ορισμό που αποτελεί επιτομή της πληρότητας. Η κάθαρση έρχεται με την αποκατάσταση. Όχι απαραίτητα με ωραίο τέλος, αφού συνήθως ο ήρωας βγάζει τα μάτια του ή τον σκοτώνει η κόρη του ή κάποιος από το σόι, αν δεν σκοτώσει ο ίδιος μερικά από τα παιδιά του. Αλλά και αυτό το τέλος θεωρείται ωραίο, διότι η κορύφωση του τραγικού έχει χαρακτήρα απόδοσης θείας δίκης και θεραπείας της ύβρεως του ήρωα. Συνεπώς, κάτι οι Ερινύες, κάτι το σπαθί του καβαλάρη
που αστράφτει σαν τη φωτιά, επέρχεται η ισορροπία.

Στα δράματα του ελληνικού σινεμά, όλο και κάποιος θα πέθαινε προς το τέλος, μια φθισική μαμά ή ένας ισχαιμικός πατέρας, αλλά ο Νίκος Ξανθόπουλος θα έπαιρνε τη ζωή του πίσω, και μαζί και το κορίτσι, από τα χέρια του πλουσίου. Ζούμε έναν μετασχηματισμό, ο αγάς και ο πασάς έφυγαν για να έρθει ο τσιφλικάς, και ύστερα ο βιομήχανος και ο εφοπλιστής, η πλούσια μεγαλοαστή πεθερά, που το σφιγμένο της χείλος προσωποποιεί το πνεύμα της ταξικής σκληρότητας και υπεροψίας. Η σύγκρουση έχει απαγορευτικό χαρακτήρα. Ο ταπεινός, κατά κανόνα τίμιος, τίμιος επειδή είναι ταπεινός και ταπεινός επειδή είναι τίμιος, δεν επιτρέπεται να ποθήσει κοινωνική αναβάθμιση, κάτι που αποτυπώνεται όχι μόνο με εργασιακό διωγμό, αλλά και με έναν απαγορευμένο έρωτα. Ο διωγμός δεν είναι ποτέ πολιτικός, το στοιχείο αυτό απουσιάζει ασφαλώς από τις ταινίες της μετεμφυλιακής περιόδου γιατί το κράτος δεν παραδέχεται ότι διώκει αριστερούς, αλλά και το σινεμά δεν θα υπαινιχθεί καν τέτοιους όρους διαπάλης: Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ταινίες τύπου Ξανθόπουλου να είναι πολιτικές μέσα από την απόλυτη έλλειψη πολιτικής, για τον απλό λόγο ότι ο κόσμος συλλαμβάνει το μη συμφραζόμενο ως εμμέσως εννοούμενο: Ο ταπεινός, λογικά, θα είναι και αριστερός, επειδή είναι ταπεινός, και ως τίμιος, απονέμει στην αριστερά ως σύμφυτο, το ηθικό πλεονέκτημα της αυτονόητης τιμιότητας.

Δεν θα υπάρξει επανάσταση, αλλά θα υπάρξει συνειδητοποίηση, η οποία εκδηλώνεται μέσα από τα κηρύγματα του πρωταγωνιστή, που στήνει στον τοίχο τους υπερόπτες, τους κίβδηλους, τους εκμεταλλευτές, τις ηθικές λινάτσες του αστικού κόσμου, προσφέροντας στο ακροατήριο, μέσω της ταύτισης, την άγρια ηδονή της θεωρητικής δικαίωσης, που δεν θα μετουσιωθεί σε συλλογικές αντιστάσεις και εξεγέρσεις, αλλά θα περιοριστεί αυστηρά στην ατομική σφαίρα του ενός. Υπό το πρίσμα αυτό, ο λαϊκός κινηματογράφος ήταν ασφαλής και καταπραϋντικός: Μας αρκούσε ότι δικαιωνόταν ο Ξανθόπουλος. Ηταν μια
μορφή εκδίκησης: Δεν μπορώ να ξεπεράσω την τάξη μου, αλλά σας τα λέω στα μούτρα για να νιώσετε άσχημα. Εστω αυτό.

Υμνείται ο καλλιτέχνης στην εκδημία του. Όχι μόνο για όσους και όσα ενσάρκωσε, τα πάθη του, την αξιοπρέπεια και το διδακτικό ύφος αλλά και επειδή γενικά ήταν ωραίος τύπος. Μπορεί και να εγκαταστάθηκε δια βίου στα σενάρια των ταινιών του και να μην θέλησε να προδώσει τον χαρακτήρα που έβλεπε στο πρόσωπό του ο κόσμος που τον λάτρεψε και τον μετέτρεψε σε μια εκδοχή λαϊκής θεότητας. Διερωτάσαι βέβαια αν ο μεταθανάτιος ύμνος αποσκοπεί σε μια εκμετάλλευση του ειδώλου: Την περασμένη εβδομάδα θέλαμε Τέως, τώρα θέλουμε παλιό σινεμά, μ’ αγιόκλημα και δάκρυ κορόμηλο. Οι ταινίες των εποχών εκείνων σήμερα δεν αντέχονται, τα κλάματα, τα πονεμένα πιτσιρίκια, ο τσιριχτός φωνόγραφος, τα δαγκωμένα χείλη, οι μουτρωμένες φάτσες, οι λιγοθυμίες, τα κρεβάτια του
πόνου, οι βαριές κούρσες, το αγιάζι της φτωχογειτονιάς, να βλέπεις την ταινία και να πουντιάζεις παρέα με την ορφανή εργάτρια και την καταδυστυχισμένη χήρα μάνα της, με τους αγίους να κρέμονται από τους τοίχους , βλοσυροί και αδυνατισμένοι κι εκείνοι, φαϊ δεν είχαμε για μας, στους αγίους θα δίναμε;

Τι έβλεπε τότε ο Ελληνας; Τι βλέπει σήμερα; Μεταβλήθηκε το βιοτικό μας επίπεδο, οι ταξικές διαφορές δεν έχουν τη σημασία που είχαν, τα όρια μπορούν να παραβιαστούν ευκολότερα, η Μύκονος δεν έχει τα άβατα του παλαιού Ψυχικού και της Κηφισιάς του ’50. Ζούμε μια προσομοίωση θεραπείας των αποστάσεων, κούρσα ο πλούσιος, κούρσα κι εγώ, κινητό αυτός, κινητό κι εγώ, σόσιαλ μίντια κι εγώ, διακοπές κι εγώ, και η τηλεόραση στα διαμερίσματα να παίζει ιστορίες για οικογένειες σε διαμερίσματα, να φωνάζουν, να αλληλο-λοιδωρούνται, να περιφέρονται μέσα στο άγχος και την αλάλα. Μας λείπει ο Ξανθόπουλος και το αγιάζι του, όχι για το κρύο του, αλλά για την καθαρότητά του. Φθισικές
μανούλες δεν έχουμε, αλλά μερικές φορές φερόμαστε σαν να είμαστε ασθενείς ολημερίς.