Το πάθημα του λιονταρή

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Eίναι ένα προαύλιο και είναι μια μπασκέτα και είναι ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Μάθημα γυμναστικής για παιδιά γυμνασίου, χαλαρή άσκηση με μπάλες. Αλλοι παίζουν βόλεϊ από εδώ, άλλοι μπάσκετ πιο οργανωμένα και πιο λεβέντικα στη μπασκέτα που βλέπει στον νότο και η τριάδα της μικρής μας ιστορίας έχει μια μπάλα μπάσκετ και την ταλαιπωρεί με σουτάκια στην αντικριστή μπασκέτα. Το αγόρι επιχειρεί σουτ από το ύψος της ρακέτας. Η μπάλα πάει για βρούβες και χτυπάει το στεφάνι όπως ο κωδωνοκρούστης την καμπάνα του Αγίου Ανδρέα. Παίρνει ο ίδιος το ριμπάουντ- οι κοπέλες ψιλοαδιαφορούν- και σουτάρει πλέον κάτω από το καλάθι. Αλλά η μπάλα βρίσκει στεφάνι και πάλι. Πέφτει ξανά στη μεριά του. Το αγόρι πεισμώνει και σουτάρει ξανά, από την ίδια θέση, σε στιλ Γκάλης- καμία σχέση. Η μπάλα βρίσκει στεφάνι και φεύγει. Πάει στα χέρια ενός από τα κορίτσια, εκείνη σουτάρει και η μπάλα πάει ασάλιωτη μέσα. Τότε εμείς θυμηθήκαμε ένα κόμικ, δεκαετίας ’80, όπου ο ήρωας, ένας εξανθρωπισμένος λιονταρής, παίζει μπέιζ μπολ, και είναι στη θέση του κάτσερ, του πιάστη, και υποτίθεται ότι περιμένει το χτύπημα για να πιάσει τη μπάλα και να την πετάξει μακριά, και έχει το νου του στην κερκίδα, εκεί κάθεται το κορίτσι με το οποίο έχει καψούρα, αλλά δεν κοιτάει, τι θα γίνει, θα κοιτάξει;, όχι δεν κοιτάει, πού θα πάει, θα κοιτάξει, όχι δεν κοιτάει, κι όσο ο λιονταρής κοιτάζει στην κερκίδα με αγωνία, γίνεται η ρίψη της μπάλας προς τη μεριά του, είναι η βολή που υποτίθεται πως έπρεπε να χειριστεί μαγκιόρικα, αλλά καθώς εκείνος κοιτάζει προς το κορίτσι, δεν βλέπει τη μπάλα, η οποία περνάει από δίπλα του χωρίς αυτός να έχει καν κουνηθεί. Και τότε ο ήρωας λέει: «Τώρα κοιτάει».

Ποιος είναι εκείνος που μας στοιχειώνει με το αφήγημα ότι ο νέος πρέπει να διαπρέπει στον δρόμο, στο πάλεμα και στο λιθάρι; Ούτε ο Παλαμάς το ξέρει, έτσι ήξερε, έτσι έγραψε. Είναι  ένας ακόμα εφιαλτικός κανονισμός της φύσης και της ζωής. Σχετίζεται με τη ρουφιάνα την αυτοεπιβεβαίωση, αφενός, αλλά και με την επιβολή, αφετέρου. Αρχέγονο πράγμα. Οφείλεις να πιστοποιείς- άρα και να επιδεικνύεις- την πολεμική σου αρετή στη φυλή, και ταυτόχρονα στον εαυτό σου τον ίδιο. Συνήθως η αρετή είναι φούμαρο και σκέτο μύθευμα. Ξεκινάμε με εκείνο το περίφημο «κοίτα, μπαμπά, μπαμπά κοίτα, κοίτα αυτό μπαμπά, και τώρα κοίτα κι εκείνο», με το οποίο τρώμε τα αυτιά του κόσμου στην παραλία ενώ κάνουμε μια περφόρμανς άτσαλων μακροβουτιών των δεκαπέντε πόντων. Το πρόβλημα είναι πως συνεχίζουμε να κάνουμε περίπου το ίδιο στα δέκα μας, τα δεκαπέντε μας, τα εικοσιπέντε και τα πενήντα, ενώ ενδιάμεσα περνάμε ένα εφηβικό στάδιο αυτοαπαξίωσης και περιφρόνησης κάθε δοκιμασίας και καμάτου: Ξέρεις ότι δεν μπορείς να περάσεις κανέναν πήχη σε ύψος της προκοπής, και τότε αποφασίζεις να μην κάνεις απόπειρα για κανέναν πήχη.

Μιλώντας από τη σκοπιά των ανδρών- αν και οι γυναίκες είναι μια χαρά ανταγωνιστικίνες ακόμα και στα αθλήματα της ρώμης- το φύλο μεγαλώνει με την ιδέα ότι ο δυνατός και επιβλητικός είναι εκείνος που θα πάρει στο τέλος το κορίτσι, και όχι μόνο το ένα κορίτσι αλλά όσα περισσότερα προφτάσει. Και αυτό, φευ, είναι ακριβές (μπου, χου, χου). Αλλά με την πάροδο των χρόνων διαπιστώνεις ότι υπάρχουν και άλλες αρετές που μπορούν να συγκινήσουν μια κοπέλα, άλλο αν υποπτεύεσαι (ψιλοβασίμως) ότι και εκείνη θα προτιμούσε να είσαι το αγόρι που λέγαμε, άλλο αν μαθαίνει να κάθεται στα αυγά της. Σε όλη αυτή τη διαδρομή όμως, από την πρώτη κοινωνικοποίηση του νηπιαγωγείου, των παιδικών πάρτι, της αλάνας και του φροντιστηρίου, μέχρι τα στάδια της προσγείωσης- μακάρια και της ωρίμασης- σου αναπτύσσονται του κόσμου τα συμπλέγματα, όπως η οδοντοφυΐα, σε σχέση με το άλλο φύλο, τον εαυτό σου, τους φίλους σου, το περιβάλλον, τον κόσμο, τους άλλους αρσενικούς. Κοινός τόπος και αφετηρία, η διαπίστωση, η επαναληπτικά επιβεβαιωμένη διαίσθηση, ο εφιάλτης πως δεν αρέσεις, πως δεν αρέσεις όσο θέλεις, πως δεν αρέσεις όσο σου αξίζει, όσο πιστεύεις ότι σου αξίζει, η θανάσιμη υποψία ότι δεν αξίζεις όσο πιστεύεις και όσο θα ήθελες, και η οργή για όσους πιστεύεις πως επέδρασαν στην υστέρησή σου. Ο μειονεκτικός (φτωχός, λειψός, απόμακρος, παθητικός) γονιός, ο ανταγωνιστικός και απορριπτικός αδελφός, η αδελφή που έφερνε κοπέλες σαν θυέλλα στο σπίτι. Σε λυτρώνει, αλλά και σε αιχμαλωτίζει ταυτόχρονα, μια τυφλή διάθεση ενοχοποίησης, και κάπου εκεί θα την πληρώσει ένα εξιλαστήριο θύμα: Ισως εκεί βρίσκεται ο μηχανισμός που οδηγεί στις πολυσυζητημένες γυναικοκτονίες. Η απόρριψη δεν είναι κάτι  που μπορεί να περάσει έτσι.

Ξεκινήσαμε με χιούμορ και καταλήξαμε με αίμα. Αλλά είναι αναρίθμητοι οι φαντασιακοί φόνοι που διαπράττει καθένας μας μέχρι να έρθει η στιγμή της προσωπικής συνθηκολόγησης με τον εαυτό του και τις αδυναμίες του. Μια φάση που απολαυστικά μας χάρισε η ταινία «Ανδρες με τα όλα τους». Αυτός είμαι, κι αν ας κάνω. Μια απλή κουβέντα. Αλλά πώς να σου μπει στο κεφάλι εγκαίρως;  Βλέπεις, κι αυτή είναι επικίνδυνη. Το «αυτός είμαι» δεν πρέπει να γίνεται άλλοθι για αποφυγή της αυτοβελτίωσης μέσω παθητικής μακαριότητας, που μόνο μακαριότητα δεν είναι. Ιδανικό θα ήταν να γουστάρεις την προσπάθεια και να γελάς με την ήττα. Το αγόρι της μπασκέτας, πάντως, δεν ξέρουμε πως αισθάνθηκε απέναντι στα κορίτσια. Προσπαθούσε να το βάλει ωστόσο, ο καψερός. Προσπαθούσε αλλά δεν έμπαινε, η κουφάλα.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ