Το τελευταίο δεκαχίλιαρο

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ληξιαρχείο. Η γραφειοκρατία έχει μαγικά απλουστευθεί. Εμφανίζεσαι και ζητάς να σου βεβαιώσουν ότι η γιαγιά έχει πεθάνει και ούτε καν αίτηση σoυ ζητούν ούτε ταυτότητα ούτε χαρτόσημο. Ούτε τεφτέρια κιτρινισμένα δεν θα ανοίξουν, αλλά θα γλιστρήσουν το ποντίκι απαλά, θα κάνουν το κλικ, και να την κύριε η μακαρίτισσα, με το όνομά της, το επώνυμό της, με τα όλα της. Ρε συ, μπαααα, πέρασαν σαράντα χρόνια ακριβώς από τότε που αποχαιρέτησε, στρογγυλή επέτειος, θα μπορούσες να είχες πάει στο Ληξιαρχείο με γλυκά, αλλά σου είχε διαφύγει και πήγες με άδεια χέρια. Αγνώμονες απόγονοι.

Σιωπηρό μνημόσυνο: Αναλογίζεσαι πότε γεννήθηκε αυτή η γυναίκα, ναι, πρέπει να ήταν το 1900. Εκατό είκοσι χρόνια από σήμερα. Αν ήταν ακόμα ζωντανή, πέρα από δύο πολέμους, μια Μικρασιατική Καταστροφή, μια δικτατορία, θα είχε προλάβει και μια χρεοκοπία. Όχι, καλύτερα που την απέφυγε. Αλλά μάλλον θα την άντεχε και αυτή, όταν το μυαλό σου εκφυλίζεται, μειώνει η επίδραση του περιβάλλοντος πάνω σου. Η πιο αποτελεσματική άμυνα, η άγνοια, η αμεριμνησία, η αφασία. Μπορείς να το πετύχεις επίσης ως σοφός, σαν τον Διογένη, να έχεις γύρω σου ένα πιθάρι και τον ήλιο να σε ζεσταίνει και να μη στον κρύβει ο Μέγας Αλέξανδρος. Μια φορά πέρασε από μπροστά σου αυτοκράτορας, και όλο κι όλο είχες να πεις πως σου έκρυψε τον ήλιο με τις ασπίδες του, τις περικεφαλαίες του, τις πανοπλίες του, τα σπαθιά του, κάνε πιο εκεί ρε μεγάλε. Συνεπώς, όταν είσαι είτε σοφός είτε ανοϊκός, η ζωή δεν σε τρυπάει σαν αχινός αέρος.

Μνημόσυνο δικό σου: Αναλογίζεσαι τι χώρεσαν όλα αυτά τα σαράντα χρόνια, για σένα και για όλους. Θεωρητικά δεν θα έπρεπε να προλαβαίνεις τον αναλογισμό μέχρι να πέσει η τζίφρα του ληξίαρχου, αλλά εν τέλει προλαβαίνεις. Σαράντα χρόνια είναι πολλά, αλλά η ζωή μας είναι λίγη.  Σηκώνει το χέρι ο ληξίαρχος για τη τζίφρα, τζιφρ, τζιφρ, τζιφρ, κανένας δεν πεθαίνει μόνο μια φορά, η γραφειοκρατία ζητάει συνέχεια πράξεις θανάτου.

Ληξιαρχείο. Κάνεις να βγεις, αλλά εισβάλλει στην αίθουσα μια χαρούμενη παρέα. Πατέρας, μητέρα και δύο άγια πνεύματα. Σε καροτσάκια. Ο ένας μικρότερος από τον άλλον.  Διασταυρώνεσαι με το βλέμμα του ενός μπόμπιρα. Σε κοιτάζει με το βλέμμα του να σχηματίζει το ερώτημα: τις ει; Να φοβηθώ, ρωτάει νοερά, ή να συνεχίσω; Παραμερίζεις, περνάει δεμένος στο καρότσι, η εμπιστοσύνη δεν είναι στο χέρι του. Τα μητρώα του κατέγραψαν τη φάτσα σου, την αποθήκευσαν ακατάτακτη, όπως κάθε εκδοχή εμπειρίας που του προκύπτει στην επαφή του με αυτό το ακαθόριστο πράγμα που λέγεται περιβάλλων κόσμος.

Γυρίζεις τον εαυτό σου πίσω στις απαρχές του χρόνου, στη γένεση του κόσμου (σου). Πόσα πρόσωπα, πόσοι δρόμοι, σπίτια, γωνιές, φωνές, μυρωδιές, παρέλασαν από μπροστά σου τον καιρό της άπηκτης συνείδησης; Σπαράγματα αναμνήσεων κατά καιρούς ξεπηδούν από το πηγάδι της μνήμης με αφορμή φωτογραφίες, αφηγήσεις, αποκόμματα, ρεκλάμες, μια εκδοχή ονείρου.  Να, τώρα κι εσύ, καταχωρίζεσαι στο στράτευμα των εικόνων και των ερεθισμάτων που συγκροτούν το Εγώ και το Εμένα ενός νέου πλάσματος. Μια μεγάλη γραμμή απλώνεται ανάμεσα σε έναν βεβαιωμένο θάνατο και μια δηλωμένη γέννηση, μια γραμμή που ενώνει τέως γεννημένους, τέως ζωντανούς, και όλους τους υπόλοιπους σε μια προσπάθεια άλλοτε μάταιη και αστεία, άλλοτε ουσιώδη και αποδοτική, να παραγάγουν σημασία ή να ξεφύγουν από μοίρες και βάσανα.

Ληξιαρχείο. Ο μπόμπιρας μπαίνει, εσύ βγαίνεις, με μια ληξιαρχική πράξη θανάτου, και με ένα δεκαχίλιαρο στην τσέπη, το μόνο που απέμεινε από μια Μονόπολι παιδική, πήρε ο αέρας τις μετοχές, τις εντολές, τις αποφάσεις, τα σπίτια, τα πιόνια, τις διευθύνσεις, και όλα τα υπόλοιπα λεφτά. Πόσο αξίζει το δεκαχίλιαρο αυτό; Οσο και τότε. Πολύ και λίγο. Όπως όλοι και όπως όλα. Όπως ο αιώνας και όπως ο άνθρωπος.

Κάνε πιο εκεί, ρε μεγάλε, σου φωνάζει ο Διογένης. Δίκιο έχει. Συγνώμη.  

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ