Βαβυλώνα (Babylon)

Η υπερβολή είναι μια αλήθεια που έχασε τον προσανατολισμό της και οφείλει να ανασυνταχτεί για να βρει την κατεύθυνση και τον σκοπό της. Μην ξεχνάμε ότι η δόση μπορεί να κάνει το φάρμακο, δηλητήριο.

Βαβυλώνα

Στη μνήμη του Ανδρέα Αθανασόπουλου *

Το αληθινό μπορεί να αναπνεύσει καλύτερα μέσα στην έλλειψη, στην ανάγκη και τον περιορισμό, παρά στην υπερβολή στον στόμφο και την έμφαση. Στην αρχαία τραγωδία, εκεί που το μέτρο και η ακρίβεια είναι δομικά στοιχεία του ολοκληρωμένου έργου, ο άνθρωπος που υπερβάλει, ξεφεύγει, τιμωρείται και μάλιστα σκληρά από τις Ερινύες αλλά και από την χλεύη των συμπολιτών του. Η υπερβολή είναι μια αλήθεια που έχασε τον προσανατολισμό της και οφείλει να ανασυνταχτεί για να βρει την κατεύθυνση και τον σκοπό της. Μην ξεχνάμε ότι η δόση μπορεί να κάνει το φάρμακο, δηλητήριο.

Λος Άντζελες 1920, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει ή μάλλον έχει κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα μέχρι τον Β’ Πόλεμο και η πανδημία που τον συνόδευσε στο τέλος του η Ισπανική γρίπη ολοκλήρωσε το καταστροφικό και ολέθριο έργο του πολέμου. Η Αμερική αντιλαμβάνεται πως με το τέλος του πολέμου αναδεικνύεται σε παγκόσμια δύναμη. Οι Ευρωπαίοι θύτες και θύματα έχουν τόσο καταπονηθεί από τα δεινά της εποχής, που δεν έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν ή να συντηρήσουν αυτοκρατορίες, να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν τα σκήπτρα της νέας εποχής. Η ΗΠΑ σφριγηλή, ακμάζουσα, πανίσχυρη, καταφτάνει ασθμαίνουσα να παραλάβει τα σύμβολα της παγκόσμιας εξουσίας αλλά κυρίως να ηγηθεί στον καινούργιο κόσμο που αναδύεται ύστερα από έναν πόλεμο που άφησε τον πλανήτη χωρίς ηγέτιδα δύναμη.

Εκτιμάται ότι το 1908, στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχαν περίπου 10.000 κινηματογράφοι. Οι ταινίες της εποχής είχαν διάρκεια δέκα έως δεκαπέντε λεπτών, αλλά σταδιακά η διάρκειά τους αυξήθηκε. Σημαντική συμβολή σε αυτό είχε πέρα από τους ευρωπαίους πρωτοπόρους, ο Αμερικανός σκηνοθέτης D. W. Griffith, στον οποίο ανήκουν μερικά από τα πρώτα ιστορικά έπη του κινηματογράφου.

Βαβυλώνα

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο κινηματογράφος παρέμενε χωρίς ήχο (βουβός κινηματογράφος) και συχνά οι προβολές ταινιών συνοδεύονταν από ζωντανή μουσική. Η ιστορία του ηχογραφημένου κινηματογραφικού ήχου ξεκίνησε το 1926, όταν η Warner Brothers παρουσίασε μία συσκευή (Vitaphone), η οποία έδινε τη δυνατότητα αναπαραγωγής μουσικής, μέσω ενός δίσκου που συγχρονιζόταν με την μηχανή προβολής της ταινίας.

Η «Βαβυλώνα» διαδραματίζεται σε αυτήν την κρίσιμη για τον κινηματογράφο δεκαετία και ψηλαφεί την σύνδεση και την προσαρμογή του Χόλιγουντ στον κινηματογράφο και θυμίζει την ατμόσφαιρα και το ύφος των ταινιών «The Great Gatsby» του Μπαζ Λούρμαν και «Once Upon a Time in Hollywood» του Κουέντιν Ταραντίνο αφού αξιοποιεί κάθε Χολογουντιανή υπερβολή και δίνει έμφαση στο απαστράπτον, το εκκωφαντικό και το φωτοβόλο.

«Ήθελα να βάλω κάτω από το μικροσκόπιο τα πρώτα χρόνια μιας μορφής τέχνης και μιας βιομηχανίας, την εποχή που έψαχναν τα πατήματά τους» λέει ο Ντάμιεν Σαζέλ «Whiplash», «La La Land» και «First Man» ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας «και μου άρεσε η ιδέα της παρατήρησης μιας κοινωνίας που αλλάζει. Το Χόλυγουντ πέρασε μια σειρά γρήγορων και κατακλυσμιαίων αλλαγών στη δεκαετία του ’20, και κάποιοι επιβίωσαν, πολλοί όμως, όχι. Υπάρχει και μια πιο σκοτεινή πλευρά στην ιστορία αυτής της μετάβασης».

Η Βαβυλώνα του Ντάμιεν Σαζέλ είναι μία υψηλών τόνων, επική, θορυβώδης και κάποιες φορές δαιδαλώδης ταινία, τοποθετημένη στο Λος Άντζελες του 1920, με πρωταγωνιστές τους Μπραντ Πιτ, Μάργκοτ Ρόμπι και Ντιέγκο Κάλβα, και συμπρωταγωνιστές τους Τζιν Σμαρτ, Γιόναν Αντέπο και Λιν Τζουν Λι, μεταξύ άλλων. Οι αχαλίνωτες ακρότητες, η άνευ ορίων επίδειξη, η υπέρμετρη φιλοδοξία και η ατέρμονη διασκέδαση είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο αναπτύσσονται χαρακτήρες για να λάμψουν, να αφυδατωθούν ή να κατακρημνιστούν. Το παράδοξο είναι ότι η ταινία μιλά για μια υφέρπουσα παρακμή σε μια κατάσταση και που ακόμα δεν έχει φτάσει στην ακμή της. Μόνο επειδή γνωρίζει ο σεναριογράφος την εξέλιξη των πραγμάτων μιλά με τόση σιγουριά για την παρακμή που ακόμα δεν έχει φανεί στον ορίζοντα και όταν θα φτάσει στο κατώφλι του Χόλυγουντ καινούργιες ιδέες, νέες τεχνικές και μεγάλες προσωπικότητες του κινηματογράφου θα οδηγήσουν την 7η τέχνη σε άλλες ενδιαφέρουσες διαδρομές.

Ο Τζακ Κόνραντ του Μπραντ Πιτ είναι ένας συνδυασμός του Κλαρκ Γκέιμπλ, του Ντάγκλας Φέρμπανκς και κυρίως του Τζον Γκίλμπερτ, μεγάλου σταρ του βωβού που δεν άντεξε το πέρασμα στον ομιλούντα κινηματογράφο. Ο Μπραντ Πιτ παίζει στο όριο που συναντιέται η μοναδική του γοητεία, με τη νωθρότητα, την επιτηδευμένη χαύνωση και την θλιμμένη του αδιαφορία, αλλά όπου παρουσιάζεται κυριαρχεί στο χώρο.

Ο Μεξικανός Μανουέλ Τόρες ο ευπροσήγορος, πρόθυμος, επίμονος και υπομονετικός βοηθός παραγωγής διασταυρώνεται με τη Νέλι Λερόι μια στάρλετ στην οποία ξεχειλίζει το ταλέντο, η ομορφιά και κυρίως η ανάγκη να διακριθεί και να μεσουρανήσει. Είναι διατεθειμένη να συμπαρασύρει στο διάβα της τα πάντα με το κέφι, το μπρίο και τον ερωτισμό της αρκεί να πετύχει το στόχο της να πάρει τον ρόλο που θα λειτουργήσει ως αναβατόριο στην ονειρική της καριέρα.

Η αστραφτερή Margot Robbie, η οποία υποδύεται τη Nellie LaRoy, ο χαρακτήρας της οποίας είναι εμπνευσμένος από την Clara Bow, σταρ της βωβής εποχής ξεδιπλώνει το ταλέντο της στο ρόλο μιας επίδοξης ηθοποιού από το New Jersey που συμμετέχει ανελλιπώς σε κάθε πάρτι. «Την αγαπώ τόσο πολύ, αλλά είναι τόσο εξαντλητική. Μου πήρε τα πάντα. Απαιτούσε τα πάντα από μένα» υπογράμμισε η πρωταγωνίστρια.

Ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης Justin Hurwitz συνοδεύει την εικόνα με ένταση και δύναμη όπως και η ίδια απαιτεί. Το σκηνικά ζωντανεύουν την εποχή με πιστότητα και ακρίβεια, η ομάδα του μακιγιάζ φέρνει σε πρώτο πλάνο με πιστότητα τα πάθη και τα παθήματα των ηρώων και γενικά φαίνεται ότι σε όλες αυτές οι κατηγορίες η «Βαβυλώνα» θα έχει τον πρώτο λόγο στη διαδικασία των Όσκαρ.

Στο μοντάζ και την φωτογραφία βρίσκουμε τους Chazelle, Tom Cross και Linus Sandgren, οι οποίοι είναι και οι προηγούμενοι νικητές των Όσκαρ, να υποστηρίζουν το υψηλών τόνων, φιλμ του Ντάμιεν Σαζέλ.

Η «Βαβυλώνα» προσπαθώντας να αναδείξει την υπερβολή, την κατάπτωση και τον πανζουρλισμό που επικρατούσε στα πλατό της εποχής, στα ανελέητα πάρτι και στις έξαλλες συγκεντρώσεις με τα ανερχόμενα αστέρια, τους αφελείς κομπάρσους και τους βυθισμένους πρωταγωνιστές, χάνει το μέτρο στην 3ωρη διάρκειά της και πνίγεται στη μεγαλορρημοσύνη και την αμετροέπεια.

Αλλά έτσι συμβαίνει πάντα όταν κάποιος θέλει να δείξει την υπερβολή πρέπει να είναι μετρημένος, όταν θέλει να καυτηριάσει το βαρύγδουπο πρέπει να είναι ελαφρύς και ρευστός και όταν θέλει να καταγγείλει, πρέπει να ψιθυρίζει μελωδικά, για να γίνει πειστικός και αληθινός. Γιατί η έπαρση τρίβει την αξία και την κάνει πριονίδι στα ακροδάχτυλα του μέτρου και της αρμονίας.

* Η κριτική είναι αφιερωμένη στη μνήμη του συμπολίτη Α. Αθανασόπουλου που έφυγε από τη ζωή χθες, αύριο θα γίνει η κηδεία του.