Βλαντίμιρ Πούτιν: Οι σχέσεις με την Κίνα σε μια άκρως κομβικής σημασίας οικονομική ύφεση

Καθώς η Ρωσία αντιμετωπίζει μια ραγδαία επιδεινούμενη οικονομία ως αποτέλεσμα των κυρώσεων και του επερχόμενου ευρωπαϊκού εμπάργκο πετρελαίου, η Κίνα είναι ο προφανής ευεργέτης στον οποίο θα μπορούσε ακόμη να απευθυνθεί ο Πούτιν.

Κίνα

Καθώς η Ρωσία αντιμετωπίζει μια ραγδαία επιδεινούμενη οικονομία ως αποτέλεσμα των κυρώσεων και του επερχόμενου ευρωπαϊκού εμπάργκο πετρελαίου, η Κίνα είναι ο προφανής ευεργέτης στον οποίο θα μπορούσε ακόμη να απευθυνθεί ο Πούτιν.

Αντιστράφηκαν οι ρόλοι, παρατηρεί το Politico, από όταν ο Μάο Τσε Τουνγκ είχε επισκεφθεί τον Ιωσήφ Στάλιν, τον χειμώνα του 1949, ταπεινωμένος και αδύναμος για να ζητήσει τη βοήθειά του. Τότε, ο Στάλιν πέτυχε μια εξαιρετικά ευνοϊκή συμφωνία που ανάγκαζε τον Μάο να αγοράσει ρωσικούς εξοπλισμούς και βαριά μηχανήματα, λαμβάνοντας ένα δάνειο το οποίο θα αποπλήρωνε με τόκο.

Επτά δεκαετίες αργότερα, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο. Λίγο πριν την εισβολή στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ταξίδεψε στο Πεκίνο, για να τονίσει στο περιθώριο των Ολυμπιακών Αγώνων την «άνευ όρων» φιλία του με τον Σι Τζινπίνγκ της Κίνας.

Όμως το ποια είναι η πραγματική υπερδύναμη ανάμεσα στις δυο, είναι παραπάνω από εμφανές. Η οικονομία της Κίνας, των $18 τρισεκατομμυρίων, πλέον είναι 10 φορές πιο ισχυρή από εκείνη της Ρωσίας. Το Πεκίνο έχει στα χέρια του σχεδόν ολόκληρη την τράπουλα και είναι σε θέση να θέσει τους δικούς του όρους σε περίπτωση που προσφέρει την οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια.

Ο Σι μοιράζεται την εχθρότητα του Πούτιν για τη Δύση και το ΝΑΤΟ, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα φανεί και φιλάνθρωπος άνευ όρων. Η μεγαλύτερη στρατηγική του ανησυχία αφορά την ευημερία και την ασφάλεια της Κίνας, όχι τη σωτηρία της Ρωσίας.

Το Πεκίνο είναι πιθανό να αγοράσει τουλάχιστον ένα μέρος του πετρελαίου που απαρνήθηκε η Ευρώπη, όμως μόνο αν λάβει σημαντική έκπτωση σε σχέση με τις τιμές της παγκόσμιας αγοράς. Η Κίνα, υποστηρίζει το Politico, θα βοηθήσει τη Ρωσία μόνο στο βαθμό που κάτι τέτοιο δεν θα προσελκύσει κυρώσεις και για εκείνη και δεν θα θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά της να πωλεί προϊόντα σε πλούσια κράτη στη Βόρειο Αμερική και την ΕΕ.

Μια εξαιρετικά προβεβλημένη συμφωνία

Δημοσίως, η Κίνα επιδεικνύει διαρκώς την πολιτική της αλληλεγγύη προς τη Μόσχα. Έχει αυξήσει το συνολικό εμπόριο με τη Ρωσία, εγκαταλείποντας ουσιαστικά την Ουκρανία, έχει διευρύνει τις οικονομικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε νομίσματα πέραν του δολαρίου και του ευρώ και έχει ανακοινώσει μελλοντική συνεργασία για την ανάπτυξη στρατιωτικής τεχνολογίας, ενώ παράλληλα πραγματοποιεί κοινές ασκήσεις στην περιοχή του Ειρηνικού.

Ο Σεργκέι Λαβρόφ, ο ρώσος ΥΠΕΞ, έχει αναγνωρίσει ότι το μέλλον της χώρας του εξαρτάται από την Κίνα, αναφέροντας: «Τώρα που η Δύση έχει λάβει τη θέση ενός δικτάτορα, οι οικονομικοί μας δεσμοί με την Κίνα θα αναπτυχθούν ταχύτερα».

Ο ίδιος ο Σι εμφανίζεται να θαυμάζει πολύ τον Πούτιν σε προσωπικό επίπεδο. Ο Γιουν Σουν, διευθυντής του Κινεζικού Προγράμματος του Stinson Center, αποκαλεί αυτή τη σχέση «ρωσικό σύμπλεγμα». Από την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος, ο Σι έχει συνομιλήσει τηλεφωνικά αποκλειστικά με τον Πούτιν και όχι με τον ουκρανό ομόλογό του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Ωστόσο, το Politico παρατηρεί ότι αυτή η «άνευ όρων» σχέση έχει πολύ σαφή όρια. Προς το παρόν, η Κίνα τονίζει απευθυνόμενη στη Δύση ότι δεν πουλά όπλα ή τμήματα αεροσκαφών στη Ρωσία. Το Πεκίνο δεν θέλει να υποστεί και το ίδιο κυρώσεις, για αυτό και έχει οριοθετήσει αυτή τη σχέση.

Το πιο ανησυχητικό για τον Πούτιν, όμως, είναι ότι η Κίνα έχει απαιτήσει και ένα υψηλό τίμημα για την υποστήριξη που προσφέρει. Για παράδειγμα, επιθυμεί να περιορίσει το εξαιρετικά επικερδές εμπόριο ρωσικών όπλων στην Ινδία, τον μεγαλύτερο εχθρό της Κίνας στην άλλη πλευρά των Ιμαλαΐων.

«Σε μια αντιστροφή του μοτίβου του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία θα είναι ο αδύναμος συνεργάτης μιας πιο ισχυρής Κίνας. Αυτό θα εκνευρίσει τον Πούτιν», λέει στο Politico ο Μάθιου Κρένιγκ, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Scowcroft του Atlantic Council για τη Στρατηγική και την Ασφάλεια.

Ο ρόλος του δεύτερου βιολιού, δεν είναι το σενάριο που οραματιζόταν ο Πούτιν όταν αποφάσιζε να εισβάλει στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, ωθούμενος από την επιθυμία να αποκαταστήσει τη χαμένη δόξα του έθνους του.

Όμως εντέλει, σημειώνει το Poltiico, θα έπρεπε να το είχε φανταστεί. Η Κίνα είναι μια χώρα που έχει αναπτύξει εμμονή με την επούλωση του ιστορικού της εξευτελισμού και την ανάκτηση της θέσης της στην παγκόσμια ηγεσία. Ταυτόχρονα, η Ρωσία υποφέρει υπό το βάρος των κυρώσεων όχι μόνο της Δύσης, αλλά και της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Σιγκαπούρης.

Ο Αντρέι Κορτούνοφ, γενικός διευθυντής του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων που λειτουργεί με την υποστήριξη του Κρεμλίνου, αμφιβάλλει για το κατά πόσον οι ρωσικές ελίτε έχουν τη διάθεση να λειτουργήσουν ως φτωχοί συγγενείς της Κίνας. Όμως δεν βλέπει και ποιες εναλλακτικές έχει στη διάθεσή της η Μόσχα.

«Από την έναρξη της σύγκρουσης, η Ρωσία έχει μεγαλύτερη ανάγκη την Κίνα σε σχέση με πριν, επειδή από πολλές απόψεις είναι η μόνη της επιλογή, μετά τον περιορισμό των οικονομικών της δεσμών με τη Δύση και τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν».

Υπολογισμοί για το αργό

Ίσως ο σημαντικότερος υπολογισμός της Κίνας μέχρι στιγμής, αφορά το πόσα είναι διατεθειμένη να κάνει για να βοηθήσει τον Πούτιν να αντιμετωπίσει το επερχόμενο ευρωπαϊκό εμπάργκο στο πετρέλαιο, το οποίο απειλεί τον ρωσικό προϋπολογισμό.

Μέχρι να αποφασίσει πόσο να αγοράσει, το Πεκίνο μπορεί να το χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης προς τη Μόσχα.

Ρωσία και Σοβιετική Αραβία είναι ήδη οι δυο μεγαλύτεροι προμηθευτές πετρελαίου της Κίνας. Το Μάιο, οι θαλάσσιες εισαγωγές ρωσικού αργού στην Κίνα έσπασαν ρεκόρ διετίας, αγγίζοντας τα 1,14 εκατ. βαρέλια την ημέρα, σε σχέση με τα 800.000 βαρέλια την ημέρα του 2021, σύμφωνα με στοιχεία της Vortexa Analytics που δημοσιοποιεί το Politico.

Το γεγονός αυτό εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες της κινεζικής οικονομίας, και όχι από την πολιτική αλληλεγγύη του Πεκίνου προς τη Ρωσία. Οι διεθνείς κυρώσεις συνεπάγονται ότι οι έμποροι διστάζουν να προμηθευτούν ρωσικό αργό, δημιουργώντας ένα μικρό περίσσευμα που έχει ως αποτέλεσμα την πώληση του ρωσικού πετρελαίου στα 20$ ή και 30$ κάτω από τις διεθνείς τιμές.

Δεδομένου ότι η Κίνα εισάγει περισσότερα από 10 εκατ. βαρέλια καθημερινά, είναι βέβαιο ότι μπορεί να αγοράσει περισσότερο, ιδίως όταν η οικονομία ανοίξει εκ νέου και τα μέτρα των lockdown αρχίσουν να αίρονται σε σημαντικές πόλεις όπως η Σαγκάη.

Όμως οι ρωσικές πωλήσεις στην ΕΕ κυμαίνονταν στα 2,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Δεδομένων των ανησυχιών της Κίνας για την εξάρτηση από συγκεκριμένους προμηθευτές, είναι εξαιρετικά απίθανο να απορροφήσει ξαφνικά όλο το πλεονάζον ρωσικό πετρέλαιο.

Αντιστοίχως, η Κίνα παίρνει τις αποφάσεις και για το φυσικό αέριο. Αμέσως πριν την εισβολή στην Ουκρανία, ο Πούτιν υπέγραψε συμφωνία με τον Σι που συμφωνούσε να αυξήσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου στα 48 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο σε σχέση με την ταπεινή ποσότητα των 4,1 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων του 2020.

Η Ρωσία σχεδιάζει επίσης και έναν νέο αγωγό, τη «Δύναμη της Σιβηρίας 2» που θα μπορούσε να διευκολύνει τη μετατόπιση των ρωσικών εξαγωγών αερίου από την Ευρώπη προς την Κίνα.

«Όμως το πρόβλημα είναι ότι η Κίνα έχει όλα τα χαρτιά στα χέρια της στις διαπραγματεύσεις», έγραψε πρόσφατα ο Νίκος Τσάφος, ανώτατος σύμβουλος ενέργειας του έλληνα πρωθυπουργού, σε έκθεση δεξαμενής σκέψης τον Μάιο. «Και όπως συνέβη με τον πρώτο αγωγό, η Κίνα θα είναι σκληρή στις διαπραγματεύσεις.

Αυτό που δεν είναι σαφές αυτή τη στιγμή, είναι αν είναι έτοιμη να συνάψει συμφωνία. Η Ρωσία είναι πιθανό να προσφέρει πολύ ελκυστικούς όρους – αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, εξαιτίας της απελπισίας της. Θα τους δεχτεί όμως η Κίνα; Θα δελεαστεί από την τιμή ή θα το σκεφτεί διπλά πριν αυξήσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία;»

Με το βλέμμα στα όπλα

Η ανάγκη της Ρωσίας για ένα σύμμαχο συμπίπτει με την αύξηση της κινεζικής αποφασιστικότητας. Όσο περισσότερο απομονώνεται η Ρωσία, τόσο θα μπορούσε να αναγκάζεται να βοηθήσει την Κίνα να διευρύνει τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες.

Επί σειρά ετών, οι κινέζοι αξιωματούχοι πίεζαν τους ρώσους ομολόγους τους να περιορίσουν τις πωλήσεις όπλων στην Ινδία, η οποία έχει εμπλακεί κατά καιρούς σε αιματηρά θερμά επεισόδια με το Πεκίνο εξαιτίας των αμφισβητούμενων συνόρων στα Ιμαλάια.

Από το 2017 έως το 2022, η Ινδία ήταν η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά εξοπλισμών για τη Ρωσία, με την Κίνα να έρχεται σε δεύτερη θέση, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ερευνητικού Κέντρου για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη. Η Κίνα μπορεί να μην χαίρεται όταν αναγκάζεται να πολεμήσει ινδούς στρατιώτες εξοπλισμένους με ρωσικά όπλα, όμως πρόκειται για μια ιδιαιτέρως επικερδή σχέση για τη Ρωσία.

Πριν τον πόλεμο «η Ρωσία ήταν αμετακίνητη και έλεγε στην Κίνα ότι δεν είναι σε θέση να ορίζει σε ποιον θα πουλά όπλα. Όμως πιστεύω ότι σε πιθανότατα σε πέντε χρόνια, η Κίνα θα είναι πράγματι σε θέση να το κάνει αυτό», σημειώνει στο Politico ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, ειδικός στις σχέσεις Κίνας-Ρωσίας στο Κληροδότημα Carnegie για τη Διεθνή Ειρήνη, μια δεξαμενή σκέψης.

Η Ινδία από την πλευρά της επιχειρεί να διατηρήσει τις σχέσεις της με τον Πούτιν. Το Νέο Δελχί, όπως και το Πεκίνο, διψά για φθηνό πετρέλαιο, αν και ταυτόχρονα επιθυμεί να κρατήσει τους ισχυρούς δεσμούς του με την Ουάσινγκτον.

«Μια Ρωσία αποδυναμωμένη από τον πόλεμο και τις κυρώσεις, αλλά όχι χαώδης και ασταθής, μακροπρόθεσμα ταιριάζει στα συμφέροντα της Κίνας», σημειώνει ο Μπόμπο Λο, πρώην αναπληρωτής επικεφαλής της αυστραλιανής διπλωματικής αποστολής στη Μόσχα και νυν εργαζόμενος στο Ινστιτούτο Lowy.

«Η απομόνωση της Ρωσίας θα την ωθήσει περαιτέρω στη θέση του κατώτερου εταίρου σε αυτή τη σχέση, ενώ ταυτόχρονα θα αυξήσει την οικονομική και στρατηγική της εξάρτηση από την Κίνα».

Θέση ισχύος

Η σημερινή αντιστροφή δυνάμεων θα έμοιαζε παράξενη στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, δεδομένης και της δύσκολης σχέσης μεταξύ των τότε κομμουνιστικών κρατών.

«Στη δεκαετία του ’50, είναι απολύτως βέβαιο ότι ήταν πολύ ενοχλητικό για την Κίνα να είναι ο κατώτερος εταίρος, επειδή υπήρχε η άποψη στο Πεκίνο ότι η Μόσχα, ως υπερδύναμη ενταγμένη στο status quo ενδιαφερόταν υπερβολικά για τις σχέσεις της με τη Δύση εις βάρος των σχέσεών της με την Κίνα», σχολιάζει ο Τζόζεφ Τόριγκιαν, συγγραφέας του βιβλίου Prestige, Manipulation and Coercion, που αφορά τις σχέσεις του Στάλιν με τον Μάο.

«Όταν ηγέτες ήταν ο Στάλιν και ο Μάο, ο Στάλιν ήταν ο δάσκαλος, ήταν ο τιτάνας του κομμουνιστικού κινήματος. Όταν ο Στάλιν πέθανε, π Μάο υποτίμησε τον Χρουστσόφ, θεωρώντας ότι δεν αντιλαμβάνεται την ιδεολογία. Όταν ο Τενγκ Σαοπίνγκ συναντήθηκε με τον Γκορμπατσόφ, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες θεώρησε ότι ο Γκορμπατσόφ ήταν ηλίθιος».

Αν και ο Σι και ο Πούτιν έχουν καλύτερη άποψη ο ένας για τον άλλο σε σχέση με τους προκατόχους τους, έχουν και εντελώς διαφορετικές σκέψεις για τον μελλοντικό ρόλο της χώρας τους στην παγκόσμια σκηνή, παρατηρεί το Politico.

Κεντρική έννοια του Σι είναι να εξασφαλίσει την επανεκλογή του για τρίτη φορά, οπλισμένος με την υπόσχεση ότι θα καταστήσει την Κίνα – μια αγορά εξαιρετικά συνδεδεμένη με τη Δύση – πιο ευημερούσα, μέχρι εντέλει να καταφέρει να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, και να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Οι κυρώσεις θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα σχέδιά του.

Από την άλλη πλευρά, ο Πούτιν βρίσκεται σε πιο δύσκολη θέση. Θα λάβει με χαρά οτιδήποτε του προσφέρει η Κίνα δεδομένης της πίεσης που αντιμετωπίζει η χώρα του – ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία θα αντιμετωπίζεται ως δεύτερο βιολί της Κίνας.

«Το πρόβλημα είναι ότι αντιμετωπίζει τη σύγκρουση στην Ουκρανία ως πραγματικά κεντρική στην προσπάθειά του να κρατήσει όρθιο το καθεστώς του», αναφέρει ο Γκαμπουέφ. «Είναι τέτοια η εμμονή του στη σημασία του πολέμου στην Ουκρανία και στην εκδίκηση εις βάρος των Αμερικανών, ιδίως μετά και την αμερικανική αποστολή στρατιωτικής βοήθειας με τη μορφή χρημάτων, όπλων και πληροφοριών, που συμβάλλουν στους θανάτους ρώσων στρατιωτών».

«Φοβάται λιγότερο το ενδεχόμενο να βρεθεί υπό τον έλεγχο της Κίνας, επειδή στην πραγματικότητα δίνει έμφαση στη μάχη με τις ΗΠΑ», καταλήγει. «Αν η Κίνα του προσφέρει τους αναγκαίους πόρους – και ταυτόχρονα δεν εμπλακεί σε εσωτερικά ζητήματα της Ρωσίας – αυτό είναι ένα τίμημα που είναι πρόθυμος να πληρώσει για να συνεχίσει να μάχεται κατά της Κίνας».