Υπέρ αδυνάτου

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διεθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Ου πολλώ δέω χάριν έχειν τω κατηγόρω… Τον αγαπούσαμε τον Λυσία. Για τεμπέλικο λόγο. Η γλώσσα του ήταν στρωτή, αρκούσαν μια γενικά καλούτσικη γνώση της καθαρεύουσας και μια στοιχειώδης προπαίδεια στα λεγόμενα αρχαία ελληνικά, για να καταλαβαίνεις τι λέει, και να μη χρειάζεσαι τη μάχη που απαιτούσε ο Πλάτωνας για να τα βγάλεις πέρα με τη μετάφραση. Οι πιο ψημένοι μαθητές, τα έβγαζαν πέρα και με αδίδακτο κείμενο του Πλάτωνα, αρκεί να αποκωδικοποιούσαν τη δομή. Το ρήμα, το υποκείμενο, το υποκείμενο του απαρεμφάτου, το κατηγόρημα και το κατηγορούμενο. Ποιος κάνει τι, σε ποιόν, σε ποια κατάσταση είναι ο δράστης, τι φορτώνει στον φορέα της δράσης η δράση του, βρες και τα νοήματα των μορίων, εκείνων των «γε», καμία σχέση με το αμερικάνικο, αν και η σημασία
είναι παραπλήσια (λες να το πήραν από μας;- όλα ελληνικά, πια;), των δη, και πάει
λέγοντας. Ο Ισοκράτης, απλός σαν τον Λυσία. Ο Θουκυδίδης δύστροπος αλλά
συναρπαστικός, ενώ ο Πλάτωνας σε πλάκωνε στην αμπελοφιλοσοφία. Οσο για τους
ποιητές, μην το συζητάς. Χωρίς μετάφραση, ο Σοφοκλής δεν πιανόταν. Ενώ ο Ομηρος ήταν σαν ξένη γλώσσα. Όπως και οι μεταφράσεις του δηλαδή. Διαβάζεις την απόδοση Καζαντζάκη και Κακριδή, και θες μεταφραστή της μετάφρασης. Ας πούμε, καλά η ροδοδαχτυλάτη αυγή. Αλλά ο θεοδιωματάρης, τι σόι πράμα είναι; Εχετε γνωρίσει εσείς θεοδιωματάρη στη ζωή σας;

Τον Λυσία τον κατέβασε στη Βουλή ο Γιώργος Γεραπετρίτης, όπως ο Μίτσελ τον
Βαλμπουενά στο Χαριλάου. Στα δύσκολα, βάζεις έναν παλιό, να κρατήσει λίγο μπάλα. Οι νεότεροι- όσοι παρακολουθούν- μάλλον χρειάζονται ξεναγό σ’ αυτά τα κείμενα, και δικαιολογημένα. Οι παλιότεροι δεν θα έπρεπε: Τον λόγο Υπέρ Αδυνάτου, το μνημείο εκείνο της ρητορικής, όπου ο λογογράφος, ένα είδος δικηγόρου που συντάσσει προτάσεις υπέρ του πελάτη, μετατρέπει την κατηγορία σε ευκαιρία να πει τα δίκια του που τον πνίγουν ενώπιον της δικαιοσύνης και της αγοράς των πολιτών, και άρα να τα κατοχυρώσει, τον διδαχθήκαμε στο σχολείο, στη μέση εκπαίδευση, όπως και τον Επιτάφιο λόγο που σκάρωσε ο Θουκυδίδης στον Περικλή, από τον οποίο λόγο διασώζουμε το «φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», παραβλέποντας ότι οι μεταγενέστεροι
παραβήκαμε και τους δύο κανόνες, που λες και ξέρουμε τι εννοούν;

Καθώς ο Λυσίας ή ο λόγος του Ευαγγελίου μας δυσκολεύουν στην κατανόηση, όπως βέβαια και ο Παπαδιαμάντης, ο Ροϊδης, ο Βιζυηνός, ο Μητσάκης, η περίφημη συνέχεια του ελληνισμού αποδεικνύεται υπονομευμένη καίρια στο πιο κρίσιμο στοιχείο, που είναι το γλωσσικό. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν πέτυχε- σταμάτησε άλλωστε να το προσπαθεί, είτε με αυταρχικά είτε με παιδαγωγικώς θεμιτά μέσα- να μυήσει τον νεότερο Ελληνα στις διακυμάνσεις του γλωσσικού ιδιώματος παλαιών και φρέσκων προγόνων. Οι εθνικές περιπέτειες, για λόγους που δεν είναι της παρούσης και βέβαια εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνολόγων και ιστορικών, επέδρασαν δραματικά στη γλώσσα μας, κάτι βέβαια που ισχύει και για άλλους λαούς.

Το διλημματικό ερώτημα, αν πρέπει ή δεν πρέπει να επικοινωνούμε αδιαμεσολάβητα με την αρχαία ή τη λόγια γλώσσα, χωρίς τη μετάφραση που πρότεινε περιπαικτικά στους αδαείς ο Πρόεδρος της Βουλής για τον Λυσία, έχει
τυραννήσει γενιές και φράξεις ειδικών, φιλολόγων, φιλοσόφων, παιδαγωγών, αναλυτών. Σε κάθε περίπτωση, είναι κρίμα αφενός να αφήνεις λέξεις να πεθαίνουν, ρήματα, απαρέμφατα, συνδέσμους, περιφράσεις, και να μηδενίζονται οι Ελληνες που γνωρίζουν ποια είναι η έννοια του «μολών» και από πού έρχεται, και την ίδια στιγμή να κόπτεσαι, και ορθώς, για τους αργυροπελεκάνους που λιγοστεύουν και τις μονάχους- μονάχους που ξεμοναχιάζονται.

Ο περιορισμός των δυνατοτήτων και των εργαλείων της διανοίας, είναι μια μορφή πενίας. Ο άνθρωπος που υποστηρίζεται εγκυκλοπαιδικά από τη γκουγκλ ακόμα
και για τα στοιχειώδη, παραδίδεται στις τεχνητές νοημοσύνες, μεταλλασσόμενος σε μια νέα εκδοχή θηλαστικού, με νέες ικανότητες αλλά και με γνωστικές- πνευματικές απώλειες. Ο εγκέφαλος τρέφεται με όλο και καινούργια υλικά, προσαρμοζόμενος στην εποχή του. Ούτω και κάποτε ο άνθρωπος έχασε μείζον μέρος του τριχωτού και την ουρά του, όταν έπαψε να χρειάζεται, κάτι που ο κόκκυγας δεν μας συγχωρεί, εξ ου και μας εκδικείται με φλεγμονές και οξύ πόνο κατά τις πτώσεις, τις οποίες θα αποφεύγαμε εάν είχαμε την ουρά μας να μας κατευθύνει καλύτερα. Αλλά ο αιώνας μας παρασκεύασε τον αγώνα τουτονί, που θα έλεγε ο Λυσίας, και πρέπει να ανταποκριθούμε και άσε τον αρχαίο παλιόκοσμο να λέει. Θεοδιωματάρης. Για γκούγκλαρε.