Αχιλλέας Υφαντίδης: «Να περάσουμε την αθλητική κουλτούρα στο παιδί»

Ο Αχιλλέας Υφαντίδης είναι πτυχιούχος Ψυχολογίας του ΑΠΘ με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία πάνω στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων από το University of Kent at Canterbury

Υφαντίδης

Γονείς – λειτουργία ακαδημιών – προπονητές – επαγγελματικός αθλητισμός. Επίκαιρο όσο ποτέ το θέμα, ειδικά στην εποχή μας, που όλο και περισσότερα παιδιά ξεκινούν σε μικρή ηλικία να ασχολούνται με ένα άθλημα. Ελάχιστα φτάνουν να αγωνιστούν σε υψηλό επίπεδο, τα περισσότερα εγκαταλείπουν τελείως τον αθλητισμό σε ηλικία 16-17 ετών.
Με τον γνωστό ψυχολόγο υψηλής απόδοσης-επικοινωνιολόγο, Αχιλλέα Υφαντίδη, αναλύουμε το ζήτημα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, καθώς επίσης και τους ρόλους που παίζουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός παιδιού, οι γονείς και ο προπονητής.
Ο Αχιλλέας Υφαντίδης είναι πτυχιούχος Ψυχολογίας του ΑΠΘ με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία πάνω στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων από το University of Kent at Canterbury.

Κατέχει εξειδικεύσεις στην Επικοινωνία και στην Ψυχολογία των Αθλημάτων Υψηλής Απόδοσης και είναι πιστοποιημένος Εκπαιδευτής μη Τυπικής Εκπαίδευσης από τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού.
Εργάζεται επί σειρά ετών ως ιδιώτης ψυχολόγος και επικοινωνιολόγος, ως Εκπαιδευτής στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και ως Επιστημονικός Συνεργάτης – Ψυχολόγος των Σχολών Προπονητών UEFA της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.
Συμμετέχει ως εισηγητής σε πλήθος επιμορφωτικών σεμιναρίων αλλά και συνεδρίων που αφορούν την Ψυχολογία και την Επικοινωνία στον χώρο του Ποδοσφαίρου.
Είναι συγγραφέας του best seller βιβλίου «ΠΑΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ, Θέματα Ψυχολογίας και Επικοινωνίας για Προπονητές, Γονείς και Ποδοσφαιριστές στις Αναπτυξιακές Ηλικίες».

– Παρατηρώ ότι ασχολείστε πολύ με τη σχέσεις γονιού – παιδιού – προπονητή; Πρόκειται για ένα τρίπτυχο που επηρεάζει τόσο πολύ τη ζωή του παιδιού;
«Ξέρετε, λόγω της ιδιαίτερης σύνδεσης του παιδιού με την αθλητική δραστηριότητα, της δεκτικότητάς του προς αυτόν καθώς και της έμπνευσης που αντλεί το παιδί από τα αθλητικά πρότυπα, η δυνατότητα ένας προπονητής να επηρεάζει το παιδί – αθλητή είναι εκ των πραγμάτων εξίσου αν όχι περισσότερο διευρυμένη από αυτή του εκπαιδευτικού στην αίθουσα, χωρίς αυτό βέβαια σε τίποτα να μειώνει την αξιοσύνη των εκπαιδευτικών μας και του έργου που αυτοί προσφέρουν».
– Άρα λέτε ότι ο προπονητής έχει μεγάλη ευθύνη στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού…
«Έχει οπωσδήποτε και αυτός ένα αξιοπρόσεκτο μερίδιο ευθύνης, χωρίς όμως παράλληλα να δρα σε ένα περιβάλλον – ίσως και με δική του ευθύνη ή και ευθύνη του συλλόγου ή της Ακαδημίας στην οποία εργάζεται – που κατανοεί στην ολότητά της την αποστολή, τα καθήκοντα, τις μεθόδους του, τη φιλοσοφία του, τα διλήμματα και τα αδιέξοδα του στην καθημερινή προπονητική διαδικασία. Μοιραία λοιπόν, το ψυχικό κόστος πολλές φορές είναι δυσβάσταχτο, την ίδια ώρα που οι οικονομικές του απολαβές είναι μικρές, η κριτική των γονέων πιεστική και πολλές φορές άδικη και το επαγγελματικό του μέλλον αμφίβολο».
– Πρέπει οι ακαδημίες να στοχεύουν μόνο στις νίκες ή να λειτουργούν μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο;
«Θα πρέπει να διευκρινίσουμε μερικά πράγματα. Το παιδί από τη φύση του είναι ανταγωνιστικό και εννοείται ότι μέσα σε ένα παιχνίδι θα μετρήσει το ίδιο το σκορ. Αυτό όμως είναι ανεξάρτητο από αυτό πού εμείς ως ενήλικοι πρέπει να εστιάζουμε. Αν ένα παιχνίδι έχει σκορ, αυτό δεν σημαίνει ότι εγώ ως ενήλικος θα επιβραβεύσω αποκλειστικά ή θα εστιάσω στο αποτέλεσμα. Ως προπονητής δεν θα πρέπει να το κάνω. Θα πρέπει αντιθέτως να εστιάζω στη συνεργασία, στην ομαδικότητα, στην τεχνική βελτίωση του αθλητή, στη σωστή διαχείριση των συναισθημάτων του, στην βελτίωση της λήψης απόφασης ή του προσανατολισμού στο χώρου και σε τόσες άλλες μικρές αλλά εξαιρετικά σημαντικές νίκες. Ας αφήσουμε το παιδί να λέει ότι “εμείς κερδίσαμε 3-0”. Ας το πει.
Δεν θέλω να το επιβεβαιώσω εγώ ή να εστιάσω μόνο εκεί. Δεν θέλω να γιγαντώσω στην ψυχή του αυτή τη διάσταση. Θέλω απλά να το σκέφτεται ως ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο για το ίδιο χωρίς να εμπλέκει σε αυτό την προσδοκία ή την απαίτηση του γονιού ή του προπονητή. Όπως σε όλες τις πτυχές της ζωής, υπάρχουν αυτοί που λειτουργούν με σοβαρότητα, που επενδύουν στο πλαίσιο που είπαμε και σίγουρα υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις που εστιάζουν στο βιογραφικό του προπονητή αντί για τη χαρά και τη βελτίωση του παιδιού. Έχω πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στη νέα γενιά των προπονητών. Νέα γενιά στα μυαλά, όχι απαραίτητα στην ηλικία. Σ’ αυτούς που θέλουν να δημιουργήσουν αθλητική κουλτούρα στο παιδί και όχι απλά “ελάτε να παίξουμε”. Σμιλεύουν χαρακτήρες. Και πάντα θα μαθαίνουμε από τα λάθη μας και θα προσπαθούμε να βελτιωθούμε».
– Όταν το παιδί είναι εξαιρετικό σε απόδοση, πρέπει να επιβραβεύεται;
«Ασφαλώς και πρέπει να επιβραβεύεται ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Δεν είναι ανάγκη να επιβραβεύεται πάντα, άκριτα και με τρόπο διογκωμένο και υπερβολικό. Γιατί μετά θα φτάσουμε σε ένα σημείο να θεωρείται αυτονόητη η επιβράβευση. Και όταν θεωρείται κάτι αυτονόητο, παύει να λειτουργεί και ως κίνητρο. Θέλω να επιβραβεύω “τόσο – όσο”. Να καταλαβαίνει το παιδί ότι επιβραβεύεται όταν κάνει κάτι πάνω από τον μέσο όρο του. Όχι μόνο σε αθλητικό πλαίσιο. Θα επιβραβεύσω μια συμπεριφορά, μια σκέψη, ένα συναίσθημα, μια συνεργασία, έναν τρόπο αντίληψης παιχνιδιού, μια σχολική επίδοση».
– Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να τίθενται κανόνες και όρια…
«Φυσικά. Άλλωστε οι κανόνες είναι προαπαιτούμενοι στο αθλητικό κομμάτι, αλλά και στη ζωή. Πρέπει το παιδί να κατανοήσει ότι υπάρχει ένα οριοθετημένο πλαίσιο, το οποίο δεν έχει την έννοια του περιορισμού. Είναι προαπαιτούμενη έννοια για να υπάρξει η βελτίωση του παιδιού. Σου βάζω τον κανόνα για να πολλαπλασιάσω τη δυνατότητα να βελτιωθείς, γιατί πρέπει να καταλάβεις ότι δεν λειτουργείς μόνος, ότι κάθε πράξη σου έχει συνέπειες και όλο αυτό πρέπει να μάθεις να το διαχειρίζεσαι. Εξάλλου, το παιχνίδι είναι γεμάτο κανόνες. Για να μπορέσεις να επιβληθείς, πρέπει να κατανοήσεις και να σεβαστείς τον κανόνα».
– Ποια πρέπει να είναι η σχέση ανάμεσα σε προπονητή και γονιό;
«Πρώτα απ’ όλα σχέση αμοιβαίου σεβασμού, διότι στο τέλος της ημέρας, ο υγιής γονιός δίνει πολλές φορές από το υστέρημά του ένα ποσό προκειμένου το παιδί να αθληθεί. Άρα, λοιπόν, ο γονιός έχει αγωνίες, έχει διάθεση να βοηθήσει το παιδί, ενώ βοηθάει σε αρκετές περιπτώσεις εθελοντικά στη λειτουργία μιας ακαδημίας. Η σχέση όμως πρέπει να είναι σχέση ειλικρίνειας. Ο γονιός δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τη δουλειά που κάνει ένας προπονητής. Ο προπονητής και η ακαδημία πρέπει να εξηγήσουν στον γονιό τη φιλοσοφία που έχουν και πώς σκοπεύουν να εκπαιδεύσουν το παιδί. Αυτό όμως πρέπει να το κάνουν ΠΡΙΝ πληρώσει ο γονιός το ποσό της εγγραφής. Οι σοβαρές ακαδημίες το κάνουν. Σε όσες δεν το κάνουν, πρέπει ο ίδιος ο γονιός να το ζητάει».
– Γιατί ένα παιδί γκρινιάζει όταν του αναθέτουμε ευθύνες στο σπίτι και χαίρεται όταν του αναθέτει ευθύνες ο προπονητής;
«Επειδή θεωρεί αυτονόητο ότι στο οικογενειακό περιβάλλον θα το αντιμετωπίζουν σαν να είναι στα πούπουλα. Αυτό αλλάζει άρδην όταν το παιδί ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Εκεί η ακαδημία πρέπει να εξηγήσει στον γονιό ότι η σχέση με τον κανόνα θα εκπαιδεύσει το παιδί να μάθει σταδιακά να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο και στο σπίτι. Όταν θα είναι πειθαρχημένο ως αθλητής, θα είναι το ίδιο πειθαρχημένο στο σπίτι και στο σχολείο. Αν σέβεται τις διαδικασίες στο γήπεδο, θα μάθει να τις σέβεται και στο σπίτι αλλά και στην κοινωνία. Αν μάθει να κοπιάζει, να κάνει αυτοκριτική και να μην τα θέλει όλα έτοιμα στο γήπεδο, με τον ίδιο τρόπο θα λειτουργεί και έξω από αυτό».
– Πιστεύετε δηλαδή ότι ο χαρακτήρας που δείχνει στο γήπεδο, έχει αντανάκλαση και στην πραγματική ζωή…
«Εννοείται ότι έχει αντανάκλαση στην καθημερινότητα. Ο αθλητισμός προϋποθέτει πειθαρχία, μέθοδο, πρόγραμμα, σοβαρότητα, αντιληπτική ικανότητα, αίσθηση του ανταγωνισμού και του συναγωνισμού, προσαρμοστικότητα. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι περισσότερο κρίσιμα μετά στην κοινωνία για να μπορέσει το παιδί να ανθίσει και επαγγελματικά και διαπροσωπικά».
– Πρέπει ένα παιδί να αποκτήσει από νωρίς επαγγελματικές συνήθειες;
«Είναι απαραίτητο να μάθει να κατανοεί και να σέβεται τον όρο “επαγγελματισμός”, δηλαδή τη δέσμευση στην άσκηση μίας δραστηριότητας με ευσυνειδησία, υπευθυνότητα και συστηματικότητα. Αλλά προσέξτε κάτι, γιατί είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που ρωτάτε. Υπάρχουν παιδιά – αθλητές που όταν φτάνουν σε ηλικία που θα δώσουν Πανελλαδικές εξετάσεις, σταματούν τελείως τον αθλητισμό. Βγαίνουν δηλαδή τελείως εκτός, σε άλλους χώρους. Δεν ξαναπατούν σε γήπεδο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα μεγάλο κενό στον τρόπο που όλοι μας διδάσκουμε τα παιδιά το τι σημαίνει αθλητισμός. Δεν γίνεται το παιδί να συνδυάζει τον αθλητισμό με την έννοια της επιτυχίας μόνο ή για να πάρει μόρια για τις Πανελλαδικές. Ο αθλητισμός είναι μία στάση ζωής. Αθλητής είμαι 24 ώρες το 24ώρο στον τρόπο σκέψης μου, για πάντα. Να έχω υγιεινό τρόπο σκέψης, ζωής, ευγενή άμιλλα, συνεργασία, δέσμευση στο να γίνομαι καλύτερος και πολλά άλλα. Δυστυχώς, αυτή την πτυχή του αθλητισμού την υποβαθμίζουμε πολύ».
 Υφαντίδης– Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα θεωρούμε μικρούς τους ποδοσφαιριστές ηλικίας 18-20 ετών για να αγωνιστούν σε επαγγελματικό επίπεδο. Πώς το σχολιάζετε αυτό;
«Η νοοτροπία του Έλληνα θαυμάζει την πρωτοβουλία στη νεολαία αρκεί να συμβαίνει σε πολύ συγκεκριμένα και οριοθετημένα πλαίσια! Όπως έλεγε ο Σταυρίδης στην ελληνική ταινία “Στο σπίτι μας έχουμε απόλυτη δημοκρατία, αρκεί να κάνουν όλοι αυτό που λέω εγώ”. Κάπως έτσι. Γενικότερα, πώς “προπονούμε” τα παιδιά μας να έχουν κριτική σκέψη; Τα εκπαιδεύουμε; Στον 16χρονο ή στον 17χρονο που λάμπει αυτή τη στιγμή στις διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, κάποιος από τα 11 τού είπε “πάρε μια πρωτοβουλία”.
Αν είναι εγώ να του λέω από μικρή ηλικία τι να κάνει, το παιδί θα κάνει μόνο αυτό που λέω εγώ. Το σωστό όμως είναι, το παιδί από μικρή ηλικία να μάθει να παίρνει πρωτοβουλίες και να κάνει λάθη, να παίρνει την ευθύνη, να πληρώνει το κόστος και να μάθει. Πώς θα μάθει στο ποδόσφαιρο να πάρει πρωτοβουλίες, αν του λες συνέχεια “πάσα με τη μία”; Ή αν του ζητάς να μάθει παπαγαλία τα μαθήματα στο σχολείο; Πώς θα φτάσει να πει στα 17 του το παιδί “εγώ θα πάρω έναν διαφορετικό δρόμο από την πλειοψηφία”; Δυστυχώς, στη χώρα μας υπάρχει ένα κενό σε αυτό το πλαίσιο».
– Και φαντάζομαι ένας από τους στόχους είναι να διευρυνθεί και η ζώνη άνεσης σε ένα παιδί;
«Ασφαλώς. Πρώτα απ’ όλα πρέπει όμως να διευρυνθεί η δική μας ζώνη άνεσης. Είμαστε διατεθειμένοι ως αθλητικός οργανισμός να δεχθούμε ότι για ένα Χ χρονικό διάστημα δεν θα είμαστε τόσο ανταγωνιστικοί όσο κάποιοι προσδοκούν, ώστε να δημιουργήσουμε την ανάλογη κουλτούρα στα παιδιά μας, που να παίρνουν πρωτοβουλίες ακόμα κι αν κάνουν λάθη; Αυτό θα το αποφασίσουμε εμείς. Αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε τον βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό, δεν θα πρέπει να παραπονιόμαστε που δεν έχουμε μεγάλη “παραγωγή” σε 16χρονους και 17χρονους, που μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Ακόμα όμως κι όταν βγαίνουν τέτοια παιδιά – όπως για παράδειγμα η τεράστια επιτυχία της Κ19 του Ολυμπιακού με την κατάκτηση του UEFA Youth League (του αντίστοιχου Champions League των νέων) – έχουμε τη βούληση να πάμε αυτά τα παιδιά στο επόμενο βήμα; Βλέπω ότι κάτι γίνεται και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Τουλάχιστον έχουν πάρει την ευκαιρία».
– Τι πιστεύετε ότι χρειάζεται ακόμη περισσότερη βελτίωση στη λειτουργία των ακαδημιών στη χώρα μας;
«Κοιτάξτε, εγώ θα σας μιλήσω από την πλευρά της επιστήμης μου. Υπάρχει τεράστια ανάγκη, “πείνα” θα έλεγα, για ενημέρωση των γονιών πάνω στο κομμάτι του αθλητισμού. Ο γονιός έχει ανάγκη από καθοδήγηση, αρχικά να καταλάβει τι σημαίνει αθλητισμός. Έχει ανάγκη να καταλάβει πως το παιδί πρέπει να έχει διάφορες επιλογές για να φτάσει να διακριθεί σε ένα άθλημα. Να μπορεί να δοκιμάσει σε διάφορα αθλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να λειτουργήσουν και επικουρικά. Για παράδειγμα, αν θέλεις να βελτιώσεις ένα παιδί στο κομμάτι της ντρίμπλας ή της αντιληπτικής ικανότητας, γιατί ένας γονιός αποκλείει το ποδόσφαιρο σάλας; Θέλω να πω ότι υπάρχουν επιλογές και άλλοι δρόμοι».
– Και για να κλείσουμε αυτή την ενδιαφέρουσα συζήτηση, ποιος είναι ο πραγματικά καλός προπονητής;
«Ένας προπονητής που θα κρατήσει το παιδί στον αθλητισμό ακόμα και όταν δεν είναι δίπλα στο παιδί. Πολλά παιδιά χαίρονται και το απολαμβάνουν όταν έχουν έναν συγκεκριμένο προπονητή, όταν όμως αυτός φεύγει από την καθημερινότητά τους, φθίνει σιγά – σιγά το κίνητρο να παραμείνουν στον αθλητισμό. Θέλω έναν προπονητή που θα μάθει το παιδί να προπονείται και να ζητάει να βελτιώνεται ακόμα και όταν ο ίδιος δεν είναι εκεί. Να αποτελέσει έμπνευση ώστε να ψάξει το παιδί τρόπους ώστε να γίνεται καλύτερο χωρίς να ζητάει εντολές.
Και πιστεύω ότι έχουμε αρκετούς καλούς προπονητές στη χώρα μας. Να πω και κάτι ακόμα. Η καλή φωνή που θα τραγουδήσει, θέλει και καλό αυτί να ακούσει. Ο καλός προπονητής πρέπει να συνδυάζεται με τον καλό γονιό, που θα καταλάβει και θα υποστηρίξει το έργο του».