Τι οφείλει ο Ελλην στον Τζεφιρέλην

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Ευτυχώς που υπάρχει ο Τζεφιρέλι που είχε την έμπνευση να κινηματογραφήσει τα ευαγγέλια, και έχουμε κάθε χρόνο μια οπτική αναπαράσταση των γεγονότων περί την σταύρωση του Χριστού, γιατί ελάχιστοι από μας τα καλοθυμόμαστε από το μάθημα των θρησκευτικών και ακόμα πιο ελάχιστοι διαβάζουμε την Καινή Διαθήκη, έστω και σε απόδοση στα σημερινά ελληνικά, μπας και μάθουμε τι σημαίνει ότι ο παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι, αν και οι περισσότεροι από εμάς ούτε που έχουμε υπόψη μας αυτή τη φράση γιατί δεν πολυμετέχουμε στις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας.

Η ζωή και το τέλος του Ιησού (συν τον πανηγυρικό επίλογο της Ανάστασης και τον απίστευτο συμβάν της Ανάληψης) είναι σαν την Επανάσταση του ’21. Ξέρουμε τα βασικά, ξέρουμε ότι είμαστε στη Σωστή Πλευρά της Ιστορίας, υποστηρίζουμε τους καλούς, δηλαδή, οι οποίοι στο τέλος νίκησαν. Και αυτό αρκεί.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να προσλάβει κανείς τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ενας είναι ο θεολογικά ορθός, να εμβαθύνεις δηλαδή στα νοήματα και τα μηνύματα κατά τον τρόπο που επιβάλλει η κατήχηση. Ο άλλος, που δεν αποκλείει τον πρώτο φυσικά, είναι ο ποιητικός: Να βιώσεις τις ημέρες μέσα από έναν διάλογο με τη φύση και τον εαυτό σου.

Ο τρίτος είναι ο παραδοσιακός, επίσης δεν αποκλείει τους δύο πρώτους, αλλά και δεν τους περιλαμβάνει αυτοδικαίως, που συνίσταται σε μια σχετικά συνεπή τήρηση των εθίμων, παίρνουμε λαμπάδα, βάφουμε αυγά, τα τσουγκράμε, νηστεύουμε, τρώμε καλαμαράκια, ψήνουμε αρνί, ανατινάζουμε τη γιαγιά με δυναμιτάκι (με τη σωστή σειρά, βέβαια), με όση πνευματικότητα μπορεί να χωρέσει στη διαδικασία αυτή με βάση τη γκλάβα μας, τις διαθέσεις μας, τον χρόνο μας, την τρεχάλα για τα ψώνια, τους οικογενειακούς καυγάδες που είναι απαραίτητο συνοδευτικό των εορτών, και που μάλλον αποτελούν και το αποτέλεσμά τους.

Υπάρχει και ο εντελώς προσωπικός τρόπος, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Καθένας μας κάνει το δικό του Πάσχα, μέσα από ατομικά τελετουργικά και συνήθειες, που έχουν συμβολικό, συναισθηματικό, γιορταστικό χαρακτήρα: Είναι σημάδια που αναπαριστούν τη μνήμη, την συγγενική αναφορά, την αίσθηση του κύκλου του χρόνου και της προσωπικής μας διαδρομής, ή που αποτελούν σπονδές με μεταφυσικό ή παγανιστικό περιεχόμενο. Η διάσταση αυτή υποδηλώνει την ανάγκη της αναζήτησης του ανθρώπου εντός μας, μια εσωτερική διεργασία που περιλαμβάνει επιτάφιο και ανάσταση απολύτως προσωπική.

Υπάρχει και ο συμπλεγματικός τρόπος: Να ψάχνεις μαγαζί ανοιχτό τη Μεγάλη Παρασκευή που να σερβίρει μπριζόλα, για να έχεις να το λες πως το έκανες. Η πομπώδης δήλωση αθεϊας είναι μια μορφή ύβρης, και πάντως αποτελεί κούφια ανοησία. Δεν είναι πως προσβάλλεις τους θρήσκους- έχεις δικαίωμα να το κάνεις, εάν πιστεύεις πως η θρησκεία τους βλάπτει και πιστεύεις πως είναι αποστολή σου να τους σώσεις- αλλά με την προσβολή, το μόνο που πετυχαίνεις είναι να προσβάλεις τον δικό σου αθεϊσμό, αν είναι γνήσιος.

Το λιβάδι περιέχει όλων των ειδών τα λουλούδια. Η θρησκεία και οι γιορτές της είναι μια συγκλονιστικά πάνδημη αφορμή για να γεμίσουμε τη μεγάλη πλατεία του εθνικού χώρου με τις φωνές μας, τα ντυσίματά μας, τους οβελίες μας, τα καθισματάκια για τη Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης, τα σκιρτήματά μας, τις μελαγχολίες μας, την κουφότητα ή την πληρότητά μας και, φυσικά, τα φορτία της μνήμης μας και της κοινής ή της ατομικής μας γλώσσας.

Καθένας εκθέτει την πραμάτεια του, το είναι του, το μέσα του, το χθες του και το σήμερά του. Αυτό κάνουμε και εμείς με το κείμενο αυτό. Είναι το δικό μας βαμμένο αυγό. Το προτάσσουμε μπας και τσουγκρίσουμε κανέναν, για να νιώσουμε την ηδονή της νίκης ή την οδύνη της ήττας, αυτόν τον ντροπιαστικό αιφνιδιασμό όταν διαπιστώνουμε τη ρωγμή στον πισινό του αυγού μας, σαν να μας έχουν πιάσει γυμνούς και εκτίθεται εν μέση οδώ ο δικός μας πισινός. Που ωστόσο κάθε χρόνο βγαίνει στη γύρα για μονομαχία, διότι όλα αυτά τα χρόνια ουκ ηβουλήθη συνιέναι.