Εθνική Ομοσπονδία

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Δεν ξέρουμε εάν σε άλλες γλώσσες υπάρχει αντίστοιχο φραστικό σχήμα με το «κατά τα άλλα» το δικό μας ή το «κατά τα λοιπά», για τους ελαφρώς πιο λόγιους. Το «κατά τα άλλα» είναι ένα υπέροχο γλωσσικό τιρμπουσόν, που μας επιτρέπει να αλλάζουμε θέμα ή να παρακάμπτουμε μικρά ή μεγάλα δεδομένα που αφ’ εαυτών θα επηρέαζαν αποφασιστικά την όλη κατάσταση, αλλά μέσω του «κατά τα άλλα» μπορούμε να το αποτρέψουμε.

«Εβρεχε στις διακοπές, έκανε σεισμό, μια σφήκα τσίμπησε το παιδί και του έκανε το χέρι τούμπανο, αλλά κατά τα άλλα, όταν είσαι σε νησί βρε παιδί μου ανοίγει η καρδιά σου».

«Η δουλειά έχει πέσει εντελώς, η γυναίκα μου δεν θέλει να με βλέπει, τα παιδιά τα έχουν βρει μπαστούνια στο σχολείο, ο πατέρας μου ξανάπεσε» «Κατά τα άλλα;» «Κατά τα άλλα, ήρεμα. Δεν έχω παράπονο»

«Ο Μπαλτάκος είναι ακροδεξιός, συνομιλητής του Κασιδιάρη, ήταν έτοιμος να ιδρύσει κόμμα εθνικιστικό, αλλά κατά τα άλλα είναι επιδέξιος και κάνει για τη δουλειά». Δουλειά, είναι οι υποθέσεις της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, τα μέλη της οποίας παραμέρισαν τους αμελητέους αστερίσκους της ιδεολογικής ταυτότητας και των πολιτικών συγγενειών του προσώπου, και τον ψήφισαν πανηγυρικά ως νέο πρόεδρο του φορέα. Τα ποσοστά του ήταν ναπολεόντεια, που σημαίνει πως «κατά τα άλλα», ο Τάκης Μπαλτάκος είναι ένας ικανός παράγοντας για τον χώρο. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να υποστηρίξει πως δεν χωρεί «κατά τα άλλα» στην προκείμενη περίπτωση, αλλά «ακριβώς επειδή», με την έννοια δηλαδή ότι τα μέλη δεν απέχουν και τόσο πολύ από το πολιτικό στίγμα του ανδρός, συνεπώς όμοιοι επέλεξαν όμοιον. Η συζήτηση δηλαδή σπάει στα δύο.

Το ένα σκέλος αφορά τον «κατατααλλακισμό» που λέγαμε. Σύμφωνα με το πνεύμα αυτό, ο κοινωνικός συναγελασμός επιβάλλει ή έστω επιτρέπει να παραβλέπεις κουσούρια, μειονεκτήματα, παραπτώματα, μικροεγκληματάκια του πλησίον, χάριν των προτεραιοτήτων της συναλλαγής και της συνεργασίας που εξυπηρετεί το αμοιβαίο όφελος. Είναι το περίφημο «κορίτσια, της δουλειά μας εμείς», που απεύθυνε στις υπαλλήλους των «Κόκκινων Φαναριών» η προσωπάρχης του οίκου. Το πνεύμα αυτό θαυμάστηκε ιδιαίτερα στη χώρα κατά την περίοδο της δικτατορίας, όπου κοιτούσαμε κατ’ αρχάς να κάνουμε τη δουλειά μας, ανεξαρτήτως του τι γενικότερα συνέβαινε.

Το δεύτερο σκέλος αφορά το ποσοστό του μπαλτακισμού που ρέει στον κοινωνικό περίγυρο, το οποίο ανιχνεύεις όταν οι συζητήσεις αρχίζουν να ακουμπάνε ακροδεξιά προτάγματα και αυτές τις υπέροχες ευαισθησίες του χώρου, αυτόν τον μικροφοβικό μημουαπτισμό που περιχαρακώνει τους διαφορετικούς ως βακτήρια. Στις περιπτώσεις αυτές όλο και περισσότερο συχνά βλέπεις φρύδια να ανασηκώνονται όπως στη γραφομηχανή όπου το σιφτ ετοιμάζει τη γραμμή των κεφαλαίων, προμήνυμα ότι θα ακούσεις ένα «εδώ που τα λέμε», προανάκρουσμα της όχι πάντα κομψά διατυπωμένης άποψης ότι ο μπαλτακισμός δεν είναι σε όλα άδικος. Διότι με τους μετανάστες έχει παραγίνει. Διότι όχι και να τρώμε σφαλιάρες όλη την ώρα από τους Τούρκους και να μη μιλάμε. Διότι κάπου έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα τη χώρα. Διότι ορισμένοι έχουν ξεφύγει χάρη στην πολλή δημοκρατία. Διότι δεν κάνει κακό και λίγος βούρδουλας.

Ούτως ή άλλως, για εθνικό ποδόσφαιρο μιλάμε. Τι σχέση έχουν οι πολιτικές αντιλήψεις και τα πιστεύω του καθενός μ’ αυτά; Είδαμε τα πολιτικά πόσο δίχασαν και έβλαψαν τη χώρα. Και τι κερδίσαμε με την πολιτική αντιπαράθεση; Τι βγήκε εκτός από εμφύλιους, φατριασμούς και διενέξεις; Πρέπει να σκεφτόμαστε εθνικά και υπερβατικά, να οδηγηθούμε σε ένα ιδεολογικό ομοιόμορφο όπου θα επικρατούν τα μεγάλα ιδανικά και μόνον αυτά. Ο παράδεισος των παππούδων που έβλεπαν τον κόσμο τόσο αφόρητα περίπλοκο, ενώ τα πράγματα μπορούσαν να είναι απλά, αν βοηθήσει και λίγο το στυλιάρι που σε κάνει άνθρωπο.