Πάτρα – Άγιος Ανδρέας: Μία διαμάχη για το «καλλίτεχνον και καλλιμάρμαρον» μνημείο

Άγιος Ανδρέας Το αρχικό σχέδιο Ρομπέρ και ο ναός που τελικά ανεγέρθηκε. Πηγή: https://cosmosphilly.com/

Η Δρ Ανδρονίκη Π. Χρυσάφη, ιστορικός-αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο Πατρών, γράφει στην «Π» για τον Άγιο Ανδρέα:

Η νότια παραλία της Πάτρας, ένας ελώδης τόπος στα οθωμανικά χρόνια, το «γυρί» με τα πολυάριθμα καφέ για τη βόλτα των αστών της μετεπαναστατικής πολιτείας, η ένδοξη βιομηχανική περιοχή του εικοστού αιώνα, υπήρξε παράλληλα ένας τόπος που συνδέθηκε με την πίστη των κατοίκων της. Ο Παυσανίας, φθάνοντας στην πόλη από τα νότια, συνάντησε ένα ιερό της θεάς Δήμητρας με υπόγεια μαντική πηγή, που σχετιζόταν με την υγεία. Στον ίδιο χώρο μνημονεύεται αρχαιότερη λατρεία της θεάς Γης, ενώ στη ρωμαϊκή περίοδο ιερό της θεάς Ceres. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο ο πρωτόκλητος απόστολος Ανδρέας, προστάτης Αγιος πλέον της πόλης, που καθόρισε την πολιτισμική και θρησκευτική ταυτότητά της. Τα ιερά κτίσματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Τα αρχαία παράκτια ιερά αντικαταστάθηκαν με χριστιανικούς ναούς, που εγκαινιάστηκαν με μια βασιλική τον 5ο αι. Ο μητροπολιτικός ναός του 10ου αι., που ακολούθησε, οχυρωμένος με πύργους για την απόκρουση των πειρατών, καταλήφθηκε για αιώνες από τους Φράγκους, που τον μετέτρεψαν σε «φρούριον της πεδιάδος». Ο ναός αυτός φιλοξένησε βυζαντινούς αυτοκράτορες και πριγκιπικούς γάμους των Λατίνων, ερημώθηκε από σεισμούς, ανακατασκευάστηκε από τον Μοροζίνη, πέρασε πάλι στην ορθόδοξη λατρεία (1688), και, τέλος, πυρπολήθηκε στα Ορλοφικά (1770). Οι Πατρινοί τον 18ο αι. δημιούργησαν ένα απλό βωμό για να προσκυνούν τον Αγιο στη γιορτή του και στη συνέχεια έχτισαν μια μικρή, καλαμοσκεπή εκκλησία. Αμέσως μετά την Επανάσταση ανήγειραν (1836-1843) τη λιτή βασιλική του Λύσανδρου Καυτατζόγλου, με τις διάσημες αγιογραφίες του κωνσταντινουπολίτη Βυζάντιου («παλαιός ναός του Αγ. Ανδρέα»).

Άγιος Ανδρέας

Ο ημιτελής τσιμεντένιος σκελετός του νέου ναού δέσποζε δίπλα στη λιτή εκκλησία του 19ου αιώνα, από το 1938 που σταμάτησαν οι εργασίες έως και τη δεκαετία του 1950

Το νέο λιμάνι της σταφίδας, όμως, που γρήγορα μεταμορφώθηκε σε ένα κοσμοπολίτικο εμποροναυτικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου, στη στροφή του εικοστού αιώνα και στον απόηχο της μπελ επόκ, οραματίστηκε ένα «καλλίτεχνον και καλλιμάρμαρον» μνημείο για τον προστάτη Αγιο, ως θρίαμβο του «θείου Λόγου». Ηδη από το 1895 είχε οριστεί τοπική επιτροπή ανέγερσης του νέου ναού και το 1902 προκηρύχθηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την εκπόνηση της μελέτης. Από τις 32 μελέτες που υποβλήθηκαν, από ημεδαπούς και αλλοδαπούς αρχιτέκτονες, μόνον οι επτά θεωρήθηκαν άξιες από την αρμόδια επιτροπή, που είχε στο μεταξύ συγκροτήσει το Υπουργείο Δημοσίων Εργων, για να σταλούν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Βερολίνου για την τελική κρίση. Η Ακαδημία, με έκθεση του προέδρου της, Ι. Οστεν, προέκρινε τη μελέτη του Γάλλου αρχιτέκτονα Αιμιλίου Ρομπέρ (Emil Robert), ως δεύτερη του Βιενέζου Ροδόλφου Ντικ (Rodolf Dick) και τρίτη αυτή του Ιταλού Ερρίκου Πανικόνι (Enrico Paniconi), αγνοώντας τις προτάσεις των Ελλήνων αρχιτεκτόνων Δημάδη και Καραθανασόπουλου. Η επιτροπή, στις 27/11/1904, επικύρωσε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, προκαλώντας έναν εκρηκτικό διάλογο σχετικά με την ελληνικότητα του αρχιτεκτονήματος, τα εξωτερικά ρυθμολογικά στοιχεία και τον «αναγεννησιακό» του ρυθμό.

Ενας από τους πρωταγωνιστές της αντιπαράθεσης και πολέμιος του σχεδίου Ρομπέρ υπήρξε ο λόγιος Μανουήλ Χαιρέτης, συγγραφέας των Εθνολογισμών, θείος του εκκεντρικού αισθητιστή δοκιμιογράφου Περικλή Γιαννόπουλου. Ο Χαιρέτης, με μια σειρά άρθρων στον Νεολόγο, αρχικά στηλίτευσε τις διαδικασίες προκήρυξης του διαγωνισμού από το ελληνικό κράτος, το οποίο δεν κατέστησε ξεκάθαρο στην Ακαδημία του Βερολίνου ότι ο ναός όφειλε να ακολουθεί τον τύπο «της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας κατά τον εξωτερικόν και εσωτερικόν αυτού διάκοσμον και διάταξιν». Ως αποτέλεσμα, θεωρεί ότι σχεδιάστηκε ένας ναός σαν «Παρισινή» ή «Ινδική Παγόδα», στερούμενος κάθε στοιχείο Ορθοδοξίας, χωρίς συμμετρία, αρμονία και συνοχή. Ο οξυκόρυφος θόλος του «είνε εν τερατούργημα. Εις πελώριος βαρβαρικός όγκος με την οξεία κορυφήν του, ούτως αποτόμως και τεραστίως υψούται υπεράνω του σώματος του κτιρίου». Παραδέχεται ότι τα σχέδια που προκρίθηκαν στη δεύτερη και τρίτη θέση, του Βιενέζου Ντικ και ιδίως του Ιταλού Πανικόνι, αν και στο σύνολό τους είναι επίσης «ανεπιτυχή και εξόχως φραγκίζοντα», είχαν κάποια στοιχεία βυζαντινής αισθητικής, καθώς «εν Ιταλία έχει προχείρους τους βυζαντινούς τύπους, γνωρίζει την βυζαντινήν τέχνην, και είναι εις θέσιν να εκτιμήση το κάλλος αυτής». Χαρακτηρίζει την Αρ Νουβώ ως «Αρλεκίνικο Αρχιτεκτονική Μεσιάντζα», τον τρούλο ως «βαρβαρώτατον καβούκι επί κεφαλής», το εξωτερικό του ναού ως «Μέγαν Σταθμόν Σιδηροδρόμου» και την έμπνευση των αρχιτεκτόνων ως «φαντασιοπληξία εκάστου». Τέλος, υποστηρίζει ότι πρέπει να ακυρωθεί ο διαγωνισμός και να εκπονηθούν νέα σχέδια, με τον ρητό όρο να βασίζονται «επί του καθαρώς γνησίου Ελληνικού Χριστιανικού τύπου, του Βυζαντινού ρυθμού.»

Στην επιχειρηματολογία του αρχίζει να προβάλλει η ανθρωπογεωγραφική θεωρία που συνδέει τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου με το κλίμα και τα στοιχεία της φύσης. Οι «φωτεινές» Μεσογειακές χώρες συγκρούονται με την «ομιχλώδη και σκοτεινή» Κεντρική Ευρώπη. Θεωρεί ότι τα τελικά σχέδια του ναού θα έπρεπε να κριθούν στην Ακαδημία της Ρώμης και όχι του Βερολίνου, μιας «ομιχλώδους τινός του βορρά πρωτευούσης. Διότι εις τον τόπον μόνον, όπου το κλίμα, ο ουρανός, το φως και η ατμόσφαιρα εισίν όμοια προς το ιδικόν μας ουρανόν και το ιδικόν μας φως, δύναται καλίτερον να κριθή η προσήκουσα ημίν καλλιτεχνική σύνθεσις». Τα εθνικά χαρακτηριστικά συγκροτούνται πάντα σε αντίστιξη με τη Δύση: απέναντι στην αρμονία και την καλαισθησία του ελληνικού στοιχείου τοποθετεί τους «βαρβαρικούς όγκους». Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι στις τοποθετήσεις του το «εθνικό» ταυτίζεται με το βυζαντινό, εξαίροντας τον ρόλο του Βυζαντίου στη συνέχεια του έθνους: «μόνον ο βυζαντινός ρυθμός δύναται ακριβώς να προσδώση τον εθνικόν χαρακτήραν. Πας άλλος ρυθμός, όσω ωραίος και αν θεωρηθή, δεν θα ήναι ο Εθνικός Ελληνικός ρυθμός».

Η συζήτηση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, εμπλέκοντας ακόμα και τον βασιλιά. Το 1907 ο Γεώργιος Α΄ επισκέφτηκε την Πάτρα και δήλωσε ότι ευχαρίστως θα θεμελίωνε τον ναό, αν και δεν συμφωνεί απολύτως με το σχέδιο που είχε προκριθεί: «Αλλά τι τα θέλετε, δεν είμαι πολύ ευχαριστημένος από το εγκριθέν σχέδιον του ναού τούτου. Δεν φρονώ ότι έχει μεγάλην σχέσιν προς τον Βυζαντινόν ρυθμόν, το σχέδιον αυτό. Ελαβον γνώσιν αυτού και αυτή υπήρξεν η ιδικήν Μου γνώμη.»

Τελικά, η επιτροπή επενέβη και τροποποίησε τη μελέτη, επικαλούμενη οικονομικούς λόγους, και, μετά από περιπέτειες, ο ναός θεμελιώθηκε το καλοκαίρι του 1908 από τον Γεώργιο Α΄. Η ανέγερσή του ήλθε αντιμέτωπη με τεχνικά, γεωφυσικά, οικονομικά προβλήματα, εθνικές καταστροφές (δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, Εμφύλιος, Μικρασιατική) και αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του αρχικού σχεδίου. Ως επιβλέποντες μηχανικοί υπήρξαν κατά σειρά εμβληματικές προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας, όπως οι Αναστάσης Μεταξάς, Αν. Ορλάνδος, Γεράσιμος Μεταξάς, Αρ. Ζάχος, Γ. Νομικός, ενώ η ρυθμολογία του Ρομπέρ προκάλεσε έναν ακόμα έντονο δημόσιο διάλογο μεταπολεμικά, το 1948.

Ο ναός εγκαινιάστηκε πολλές δεκαετίες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1974, μέσα σε έντονη συγκινησιακή ατμόσφαιρα. Με τις γιγαντιαίες διαστάσεις του (ύψος κεντρικού τρούλου 45 μ. και χωρητικότητα πλέον των 7.000 ατόμων) συγκαταλέγεται στα πιο γνωστά και επιβλητικά εκκλησιαστικά οικοδομήματα της χώρας και των Βαλκανίων.