Ανευ αγίου δεηθώμεν

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Πολύ πρωινή στάση για εφημερίδα. Η περιπτερούχος μιλάει με ηλικιωμένη πελάτισσα με θέμα τις σχάρες της Τσικνοπέμπτης. Ποιος βάζει σουβλάκια σήμερα; Διακόσια μέτρα πιο κάτω, δύο τεχνίτες κουβεντιάζουν για ψητούρα. Στάση και για εφοδιασμό. Η υπάλληλος μας ρωτάει αν θα τσικνίσουμε. Στο επόμενο πέρασμα, δύο άντρες, στη Μαιζώνος, όχι δεν κουβεντιάζουν για ψήσιμο, δεν έχουν καιρό για κουβέντες γιατί ψήνουν: Είναι η κρίσιμη ώρα όπου θα πρέπει το κοκορέτσι και το σουβλάκι να προψηθούν, ώστε μετά τις 12 το σερβίρισμα να ρέει ακατάπαυστα. Στο πρώτο μέιλ που ανταλλάσσουμε στο γραφείο, μαζί μ την καλημέρα μας έρχεται η ευχή για Καλή Ορεξη.

Η Τσικνοπέμπτη, όπως και ο διαγωνισμός της Γιουροβίζιον, σε πετυχαίνει ακόμα και αν την αποφεύγεις ή δεν σε καίει. Θα σε κάψει εκείνη, με τις αλλεπάλληλες συστοιχίες από σχάρες που συναντάς ολούθε, από το πρωί μέχρι να νυχτώσει. Δεν πήραμε χαμπάρι πότε και πώς προσέλαβε τόσο μεγάλη δημοτικότητα. Στα παιδικά μας χρόνια ήταν μια μέρα μάλλον αδιάφορη: Τότε το σχολείο δεν έκανε εκπτώσεις σε υποχρεώσεις και κρατούσε μέχρι και το Σαββατόβραδο. Ποια ψησταριά και ποια τσίκνα; Οι μεγάλοι, άραγε τι έκαναν τη μέρα εκείνη; Η κατασκοπευτική μας δεινότητα δεν βοήθησε ώστε να έχουμε καταγεγραμμένες αναμνήσεις. Πιθανόν να μην έκαναν και τίποτα. Η λατρεία της ψητούρας δεν ήταν διαδεδομένη παλιότερα όσο σήμερα. Και πάντως δεν θυμόμαστε παλιούς να λαχταράνε σουβλάκια και λουκάνικα. Πιο πολύ τους εξίταρε ένα καλό στιφάδο.

Τετάρτη μεσημέρι, πέφτουμε πάνω σε συμπολίτη που έχει αρπάξει έρωτα με το αρχείο εντύπων του πατέρα του. Είναι ένας τρόπος να συντηρείς τη μνήμη των γονέων. Τα μπαούλα, τα συρτάρια, τα κασόνια με βιβλία και στοκαρισμένα περιοδικά. «Βρήκα ένα τεύχος από τις ΕΙΚΟΝΕΣ, του ’60. Διατύπωνε την πρόβλεψη πως κάποια μέρα το σουβλάκι θα γίνει της μόδας». Τότε δεν ήταν, όπως γενικά δεν συνηθιζόταν το φαγητό έξω, και το σνακ. Τώρα , μετά τις δέκα το πρωί, ένας στους δύο τρώνε τυρόπιτα ή κουλούρι Θεσσαλονίκης, με κάποια γέμιση.

Όχι, είναι ωραίο το ψημένο κρέας. Αλλά βέβαια τη γεύση την οφείλει στο χοντρό αλάτι, τη ρίγανη, τα λιπαρά σημεία που ξεσηκώνουν τον ουρανίσκο. Διερευνητέος ο λόγος για τον οποίο «η ψητούρα» ή αλλιώς και «κόλαση» έγινε συνώνυμο του γλεντιού, αυτού του θορυβώδους και ευφορικού συνδυασμού γεύσης, πόσης, κοινωνικότητας, κατά κανόνα με μουσική «καρναβαλική», κάτι δηλαδή ανάμεσα στο λάτιν, στο Τζίπσι Κινγκ, στο δημώδες, στο αρχοντολαϊκοπόπ. Μαγεία. Η όλη συνθήκη αποτυπώνει μια ανάγκη του κόσμου να ξεδώσει, να βρεθεί, να γελάσει, να νιώσει αίσθηση κοινωνικού σφυγμού: Το σουβλάκι είναι κάτι παραπέρα από ένα γευστικό, εύκολο, πικάντικο έδεσμα, είναι ένας κώδικας κοινός, που ξεκλειδώνει την παιδικότητά μας. Λοιπόν: Ακριβώς επειδή το σουβλάκι δεν ήταν και πολύ καθιερωμένο, όταν έμπαινε το σουβλάκι στο σπίτι, σήμαινε γιορτή, προχειρότητα,
κατάλυση των πρέπει, απομάκρυνση των δύσκολων οικιακών φαγητών που η κατανάλωσή τους ήταν για τους περισσότερους μια δοκιμασία τραυματική. Και χαρούμενο ξύγκι. Και μουστάρδα από σκόνη σιναπιού. Και πατάτα τηγανισμένη. Και τιροπιτάκι. Σαν πάρτι παιδικό. Να που η Τσικνοπέμπτη απέκτησε πέραση επειδή νομιμοποιεί την τομή, τη σχόλη, τον χαβαλέ, τη διακοπή, το διάλειμμα, την αποενοχοποίηση της λιχουδιάς, και σκηνογραφεί στα κάρβουνα την τεχνητή ευμάρεια των προηγούμενων δεκαετιών. Η ανάγκη μας για πλάκα και ελαφρότητα έχει την επίσημη γιορτή της. Μια γιορτή χωρίς άγιο και χωρίς θεό, γιατί ο γλεντοκόπος Ελληνας δεν έχει το θεό του.