Αποθανέτω μετά των ομοφύλων

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες. Χρειάζεται να μειωθεί κι άλλο, αν θέλουμε να βρίσκουμε ξαπλώστρα με ομπρέλα τα Σάββατα. Εθνικοί λόγοι, πάντως, δεν μας επιτρέπουν να εντοπίζουμε πλεονεκτήματα στη δημογραφική κάμψη η οποία αποκαλύφθηκε στην τελευταία απογραφή. Το ασφαλιστικό σύστημα τρίζει, σφαδάζει και ασφυκτιά. Σε μερικά χρόνια, μόνο εάν το κράτος δανειστεί θα μπορεί να πληρώνει συντάξεις που να επιτρέπουν βιωσιμότητα στους ασφαλισμένους. Ηδη οι σημερινοί συνταξιούχοι αδυνατούν να απολαύσουν οτιδήποτε. Κλείνονται σπίτι και βλέπουν πυρκαγιές στην τηλεόραση. Οι αυριανοί θα βάζουν τις πυρκαγιές εκείνοι, από την οργή τους.

Θυμόμαστε την αφήγηση ενός φίλου, που δούλευε σε μια καλή δουλειά, και έγινε πατέρας προ ενός τετάρτου του αιώνα. Πλήρωνε μαλλιοκέφαλα σε φόρους και εισφορές. Διαπίστωσε ότι δεν είχε καμία προσωπική ασφαλιστική κάλυψη έναντι της γέννησης, αντίθετα με τη μητέρα, που απλά έκανε να εισπράξει από το ταμείο της ένα μικρό μέρος των εξόδων. Μετά το μαιευτήριο ο φίλος πέρασε από το λογιστήριο. Είχε λαμβάνειν επίδομα τέκνου, αλλά επειδή ανέβαινε μισθολογική κλίμακα, ο μισθός που θα έπαιρνε στο χέρι θα ήταν μειωμένος κατά, ας πούμε, πενήντα ευρώ, σημερινά λεφτά. Αυτό, μας εξηγούσε ο φίλος, δεν το λες και ενθάρρυνση στην τεκνοποίηση. Ενοιωσε λίγο μλκς. Δεν του το είπαμε, αλλά ήταν πολύ.

Οι λόγοι της υπογεννητικότητας έχουν υπεραναλυθεί. Προφανώς και δεν είναι οικονομικοί, αλλά πολιτισμοί-κοινωνιολογικοί. Είναι γνωστό ότι στα ταπεινά εισοδήματα και τις χαμηλές βιοτικές συνθήκες, η τεκνοποίηση πάει σύννεφο. Τα μοντέλα ζωής που επικράτησαν στη μεταπολιτευτική εποχή, επέβαλαν άλλες προτεραιότητες στα άτομα, στους άνδρες, τις γυναίκες, τα ζευγάρια, τους παππούδες, τις γιαγιάδες. Βρεθήκαμε με λιγότερο χρόνο, χώρο, διάθεση για παιδιά σε σχέση με τους προγόνους μας.

Βέβαια ο αστικός τρόπος ζωής χτυπούσε καμπανάκι από την προηγούμενη γενιά. Τα τέσσερα και πέντε και έξι και επτά παρά δέκα παιδιά της αγροτικής Ελλάδας, έδωσαν τη θέση τους στην ολοκληρωμένη οικογένεια των δύο γονέων πλας δύο τέκνων στην Ελλάδα των πόλεων. Σε μεγάλο βαθμό ήταν ζήτημα ρυθμών ζωής και άρνησης μεγάλης παραχώρησης εαυτού, εκ μέρους των ενηλίκων. Το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε όταν κάποιος τεκνοποιεί μια και δυο φορές, είναι πόσα χρόνια θα περάσει αιχμάλωτος, χωρίς να μπορεί να εμφανίζεται αμέριμνος στα μπιτς μπαρ. Η πατρότητα- μητρότητα θεωρείται μορφή παροδικής αναπηρίας, ενώ πριν κάτι δεκαετίες ήταν αυτονόητη κατάσταση. Οι περισσότεροι γονείς παραιτούνταν από τα περαιτέρω σκιρτήματα, άλλωστε οι πειρασμοί δεν ήταν σοβαροί: Ένα ταβερνάκι 9 με 11 το απολαμβάνεις και με παιδιά στο σπίτι, με τη μέριμνα μιας γιαγιάς. Σήμερα στο μπιτς μπαρ συναντάς τη γιαγιά. Ούτως ή άλλως, τον παλιό καιρό οι συνθήκες στα σπίτια ήταν και λίγο στρατιωτικές, τα παιδιά δεν είχαν τον αχαλίνωτο που έχουν σήμερα. Οι μανάδες ήταν λοχίες και στρατηγοί. Οι πατεράδες περνούσαν για επιθεώρηση.

Θυμόμαστε επίσης την άτυπη απαγόρευση πρόσληψης γυναικών από κάποιον τραπεζικό οργανισμό, προκειμένου να απαλλαγεί από τη συμφορά των αδειών τοκετού και της εργατικής νομοθεσίας για τις μητέρες. Μας πάγωναν λίγο σαν ιδέα, αλλά περνούσε και σαν διαφήμιση: Μάγκα, οι άνθρωποι είναι σοβαροί. Σ’ αυτούς θα πάμε τα λεφτά μας. Τον καιρό εκείνο άρχισαν να αναπτύσσονται εργασιακές απαιτήσεις απαγορευτικές για ανθρώπινο μεγάλωμα παιδιών. Ολο και περισσότεροι εργοδότες ικανοποιούνταν να βλέπουν τον υπάλληλο από τις οκτώ μέχρι τις άλλες οκτώ στο γραφείο, χωρίς να τους απασχολεί τι φαγητό θα φάει αυτός ο άνθρωπος και με τι ψυχή θα πάει να διαβάσει το παιδί του.

Όταν ο Πανούσης έβγαλε το θρυλικό ρεφρέν με την προτροπή της τεκνοποίησης, έκανε προφανώς πλάκα: Είχε βρει ένα εύσχημο καμουφλάζ της διαρκούς σεξουαλικής ανδρικής πείνας. Ότι υπηρετούσε εθνικούς λόγους. Το θέμα βέβαια δεν ήταν η σεξουαλική ελευθεριότητα, αλλά η διάθεση για αυτοδέσμευση και μακρόχρονες ματαιώσεις.

Αν το σκεφτείς με όρους μαζικής ψυχανάλυσης, η δημογραφική κάμψη μπορεί να είναι μια υποσυνείδητη, αργόσυρτη αλλά αποτελεσματική απόπειρα εθνικής αυτοκτονίας. Όπως ήταν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος για την κλασική αρχαιότητα, η οργιαστική διαβίωση για τη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη, οι αδελφοσφαγές κληρονόμων των αυτοκρατορικών οικογενειών για τους βυζαντινούς. Ξυπνά ένα πρωί ένας πολιτισμός και αποφασίζει να την κάνει. Ενας γκρινιάρικος πληθυσμός, αψίκορος, ευεπίφορος σε διχασμούς, στερεότυπα και μυθολογίες, εξυπνάκιας, επιπόλαιος, τσαπατσούλης, αυτάρεσκος και ατομιστής, κομπορρήμων και εραστής της τεθλασμένης, αυτοσυνειδητοποιείται ασυναίσθητα και σταματά να αναπαράγεται, όπως κάποιοι καταθλιπτικοί σταματούν ακατανόητα και αδικαιολόγητα να σιτίζονται.

Καμιά φορά, στην πρώιμη άνοιξη ή στο λυκόφως του θέρους, κινείσαι σε έρημες, πλέον, ακρογιαλιές, και θαυμάζεις μια ωραία πατρίδα, την οποία ταίριαξε σε μας που την αξιωθήκαμε, αλλά δεν της δώσαμε τους καλύτερους εαυτούς μας. Δημογραφικά, έρχεται η ώρα του απολείπειν, αλλά ούτε έτοιμοι είμαστε, ούτε θαρραλέοι στη σημερινή μας εκδοχή. Κρεμάμε κάτι πανό στα θέατρα και βγάζουμε γλώσσα στη Μενδώνη, γνωρίζοντας ότι και να μας κυνηγήσει δε θα μας φτάσει. Ο Μουστακλής ήταν καμπόσο πιο ηρωικός.