«Δίκη των Εξι» – Αναστασόπουλος στην «Π»: Εκατό χιλιάδες πολίτες ζητούσαν την εκτέλεση

Ο Νικόλαος Αναστασόπουλος, επίκουρος καθηγητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, μιλά στην εφημερίδα «Πελοπόννησο»

«Δίκη των Εξι» - Αναστασόπουλος στην «Π»: Εκατό χιλιάδες πολίτες ζητούσαν την εκτέλεση Πρόσφυγες στεγασμένοι στο θέατρο. Τραγελαφικές στιγμές, οδύνη και οργή έχουν πλημμυρίσει την Αθήνα, τον Πειραιά και τα άλλα αστικά κέντρα

Συμπληρώνονται χθες Δευτέρα 15/11/2022,  100 χρόνια ακριβώς από την ολοκλήρωση της πολύκροτης Δίκης των Εξι, η οποία, μόλις λίγες ώρες αργότερα, οδήγησε αξημέρωτα τον Πατρινό Δημήτριο Γούναρη και άλλους πέντε καταδικασθέντες από το στρατοδικείο, στο οποίο προέδρευσε ο αμείλικτος και φανατισμένος Οθωναίος, στον τόπο της εκτέλεσης, ως πρωταίτιους για τη Μικρασιατική καταστροφή.

Η «Πελοπόννησος της Δευτέρας» ζήτησε από έναν ιστορικό, τον Νικόλαο Αναστασόπουλο, να μας βάλει στο κλίμα της εποχής. Κλειδί της προσέγγισής του η άποψη ότι κάτω από το πνεύμα της κατακραυγής και ως κορύφωση του Διχασμού του 1915, το αποτέλεσμα της δίκης δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, όσο και αν σήμερα αναγνωρίζεται η βαναυσότητά του.

Τέτοιες μέρες ο τόπος έμελλε να ζήσει μια δίκη χωρίς προηγούμενο. Ποιο είναι το υπόβαθρο αυτής της δίκης;

Η Δίκη των Εξι, το 1922, θα μπορούσε να μας θυμίσει τη δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα το 1834. Βέβαια, διαφορετικές ήταν οι συνθήκες στις δύο δίκες, τα πολιτικοστρατιωτικά δεδομένα, τα αίτια και βεβαίως τα αποτελέσματα των δύο δικών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Δίκη των Εξ είναι μία ιδιαίτερη στιγμή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς, επί της ουσίας, με αυτήν κορυφώνεται ο Εθνικός Διχασμός, ο οποίος είχε ξεκινήσει από το 1915. Ας δούμε, όμως, το υπόβαθρο αυτής της δίκης, το οποίο σχετίζεται, βεβαίως, με την έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Σε πολιτικό επίπεδο, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το έντονο αίσθημα της αγανάκτησης κυριαρχούσε στην κοινή γνώμη. Συνεπώς, άμεση πολιτική συνέπεια ήταν το στρατιωτικό κίνημα των Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά, το οποίο εκδηλώθηκε, με επιτυχία, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922 στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Στη συνέχεια, στην Αθήνα συγκροτήθηκε Επαναστατική Επιτροπή, η οποία διέταξε συλλήψεις φιλοβασιλικών πολιτικών. Aλλωστε, μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης απαιτούσε την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής. Είναι χαρακτηριστικό, ως προς αυτό, ότι μία διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, στις 9 Οκτωβρίου, ζητούσε την εκτέλεση των υπευθύνων της τραγωδίας.

Ως αναμενόμενο, επιταχύνθηκαν οι εξελίξεις και μέσα στο Επαναστατικό κίνημα εκδηλώθηκαν φωνές, που η πρώτη απαιτούσε την άμεση εκτέλεση των υπαιτίων της Μικρασιατικής καταστροφής και η δεύτερη τασσόταν υπέρ της δίκης αυτών. Λίγες ημέρες αργότερα, εκδόθηκε το σχετικό πόρισμα – Βούλευμα από την Ανακριτική Επιτροπή, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Σύμφωνα με το πόρισμα παραπέμφθηκαν στο Στρατοδικείο οι τρείς πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και Νικόλαος Στράτος, οι δύο υπουργοί Γεώργιος Μπαλτατζής και Νικόλαος Θεοτόκης και οι στρατιωτικοί Γεώργιος Χατζανέστης, Ξενοφών Στρατηγός και Μιχαήλ Γούδας.

Η Δίκη των έξι, συνεπώς, ήταν μία πραγματικότητα και η έναρξη αυτής έγινε στις 31Οκτωβρίου στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής.

Το επαναστατικό στρατοδικείο είναι αγωγός του δημοσίου αισθήματος ή τρέφει και προσωπικό μένος, που πηγάζει από αντιδικίες που γέννησε ο διχασμός στους κόλπους ενός στρατιωτικής ιεραρχίας και ενός πολιτικής;

Η απάντηση στο ερώτημά σας συνδέεται με τον Εθνικό Διχασμό, καθώς η Δίκη των Εξι ήταν συνέχεια ενός έντονου κλίματος πολιτικού φανατισμού αλλά και μίσους που είχε καλλιεργηθεί κατά την δεκαετία 1915 – 1920. Είναι, άλλωστε, σαφές ότι η ηγετική ομάδα της φιλοβασιλικής πλευράς καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε από στρατιωτικούς της αντίπαλης φιλοβενιζελικής πλευράς.

Είναι, όμως, εξίσου, σαφές ότι τη συγκεκριμένη απόφαση του επαναστατικού δικαστηρίου την προκάλεσε τόσο η έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής όσο και το μεγάλο και άμεσο προσφυγικό ρεύμα που ακολούθησε.

Η συγκρότηση του στρατοδικείου, λοιπόν, για μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εκείνη τη δύσκολη χρονική στιγμή ήταν μία πράξη κάθαρσης. Ταυτόχρονα, όμως, η εν λόγω συγκρότηση επηρεάστηκε, αναπόφευκτα, ή και καθοδηγήθηκε από την έντονη πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στην φιλοβενιζελική και την φιλοβασιλική πλευρά. Εκτιμώ, όπως άλλωστε είναι και γενικότερα αποδεκτό, ότι η συγκεκριμένη δίκη ήταν μία πράξη «εθνικής σκοπιμότητας» και απότοκο των επαναστατικών πολιτικών διεργασιών τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1922.

Οι επαναστάτες Πλαστήρας, Γονατάς, Πάγκαλος αιχμαλωτίζονται από το κοχλάζον κοινωνικό ρεύμα ή μήπως μεθοδεύουν μια δίκη – διασυρμό των αντιπάλων και μια ωμή εκτέλεση ως κορυφαία λαϊκιστική έξαρση;

Θα ήθελα να κάνω, αρχικά, μία διευκρίνιση σε σχέση με την δράση και την παρουσία των Πλαστήρα, Γονατά και Πάγκαλου, καθώς εκτιμώ ότι δεν θα πρέπει να μιλούμε για αυτούς, με τους ίδιους όρους, παρόλο που εκείνη τη στιγμή εξέφρασαν τη βενιζελική πτέρυγα, απόντος του Βενιζέλου.

Χωρίς αμφιβολία, ο Πάγκαλος και ο Οθωναίος ήταν υπέρμαχοι μίας περισσότερο σκληρής γραμμής απόδοσης των ευθυνών με άμεση θανατική καταδίκη και εκτέλεση των κατηγορουμένων. Από την άλλη πλευρά, ο Πλαστήρας, ο Γονατάς και ο Δαγκλής ήταν περισσότερο μετριοπαθείς και υποστηρικτές της δικαστικής οδού.

Τώρα, βέβαια, αυτή η δικαστική επιλογή, όπως τελικά εξελίχθηκε, άφησε πολλά περιθώρια δικονομικών παραβάσεων, ενώ η ανάγνωση του κατηγορητηρίου από την πρώτη ημέρα της δίκης, προϊδέαζε, εν πολλοίς, για το αποτέλεσμα της δίκης αλλά και παράλληλα αποτύπωσε το φανατισμένο, πολιτικά, κλίμα, στο οποίο διεξήχθη η δίκη.

Επίσης, τίθεται και ένα ερώτημα για την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, η οποία αν και αντικατοπτρίζεται από την έκβαση της ήττας το 1922, είναι αστήρικτη νομικά και τουλάχιστον στο βαθμό της ευσυνειδησίας για τους κατηγορουμένους δεν μπορεί να αποδειχθεί.

Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα που έχω εντοπίσει στην εφημερίδα «Εσπερινή», λίγες μέρες μετά την εκτέλεση των Εξι, στο οποίο αναγράφεται: «…Ημείς οι σύγχρονοι οι διατελούντες υπό την επίδρασιν των γεγονότων και του περιβάλλοντος, πιθανόν να πλανώμεθα εις την κρίσιν μας, και να θεωρούμεν υπερβολικήν την ποινήν. Ουδείς πρέπει να μας αδικήση δια την πλάνην μας. Διότι έχομεν ως άνθρωποι υπόψη μας το λατινικόν ρητόν summum jus, summa injuria (δηλαδή: υπέρτατη δικαιοσύνη, υπέρτατη αδικία)…».

Ηταν ενδεχομένως η εκτέλεση μια πράξη κατατρομοκράτησης της αντίπαλης πτέρυγας και άρα αιματηρό εργαλείο επιβολής, σε μια συνθήκη χάους;

Ας αποδεχθούμε, κατ’ αρχάς, ότι η επιλογή της ποινής του θανάτου, σύμφωνα με το πολεμικό, κυρίως, και κοινωνικό περιβάλλον αλλά και τα δεδομένα της εποχής, θα πρέπει να θεωρείται, σε γενικές γραμμές, αναμενόμενη για την κοινή γνώμη της εποχής. Ωστόσο, οι δραματικές στιγμές που συνδέθηκαν με τη θανατική καταδίκη των Εξι δημιούργησαν στο εσωτερικό της χώρας ένα οξύτατο κλίμα αντιθέσεων, το οποίο, ως φυσιολογικό, κατατρομοκράτησε από την μία την αντίπαλη πτέρυγα και ικανοποίησε, από την άλλη, την αντιβασιλική παράταξη, η οποία, δύο χρόνια αργότερα, το 1924, άλλαξε, με επιτυχία, το πολίτευμα. Σήμερα, πάντως, στα 2022 πλανάται, ευστόχως, στην αρθρογραφία και τη δημόσια συζήτηση το ερώτημα εάν η Δίκη των Εξ ήταν μία δίκη για το έγκλημα ή ήταν μία δίκη έγκλημα.

Υπήρξαν φωνές στην επαναστατική πτέρυγα και την παράταξη Βενιζέλου που διαφωνούσαν με τις ακραίες αυτές επιλογές; Εκφράστηκαν; Είχαν περιθώρια; Ή σιώπησαν γιατί εξυπηρετούνταν πολιτικά;

Αν διατρέξει, κανείς, τις εφημερίδες της εποχής θα διαπιστώσει ότι δεν υπήρξαν σχετικές εκδηλώσεις αντίδρασης ή σύμπλευσης στην δικαστική απόφαση την στιγμή εκείνη, καθώς οι πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες αλλά και η λογοκρισία δεν το επέτρεπαν. Σε κάθε περίπτωση, ασκήθηκαν έντονες πιέσεις προς την Επαναστατική Επιτροπή, κυρίως από το εξωτερικό, για την ακύρωση της εκτέλεσης των έξι, οι οποίες δεν εισακούστηκαν. Από την άλλη πλευρά, το τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Παρίσι προς τον υπουργό Εξωτερικών έφτασε αργά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα αναβάλλονταν, απαραίτητα, οι εκτελέσεις, εάν έφθανε εγκαίρως. Πάντως, αρκετά χρόνια αργότερα, εκφράστηκαν μετανοήσεις ή και αυτοκριτική από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής της εποχής, όπως τον Πλαστήρα και τον Πάγκαλο.

Η κατάρρευση και η καταστροφή ήταν μια εξέλιξη την οποία είχε υποψιαστεί ως ενδεχόμενο η πολιτική τάξη της εποχής; Ή δεν φανταζόταν κανείς τόσο εκκωφαντική κατάληξη;

Η κάθε πολεμική διαδικασία έχει πάντοτε, ως εξέλιξη και ως αποτέλεσμα, ένα ρίσκο. Κανείς, πάντως, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι στην έναρξη της εκστρατείας, μέσα σε ένα κλίμα έντονου αλυτρωτισμού και κυριαρχίας της Μεγάλης Ιδέας, ήταν προβλέψιμο, τόσο από τους βενιζελικούς όσο και από τους φιλοβασιλικούς, το μέγεθος και η έκταση της καταστροφής. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε, άλλωστε, ότι η Μικρά Ασία ήταν σταθερά αντικείμενο αλυτρωτικής διεκδίκησης από το ελληνικό κράτος και η επιρροή της Μεγάλης Ιδέας για έναν αιώνα, ήδη, επιτάχυνε τις σχετικές εξελίξεις σε συνδυασμό με την ιστορική συγκυρία της εποχής. Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι το Μικρασιατικό Ζήτημα άρχισε να απασχολεί την ελληνική πολιτική ζωή και κυρίως την εξωτερική πολιτική από το 1915, όταν, ήδη, είχε ξεκινήσει ο ανθελληνικός διωγμός από την κυβέρνηση των Νεοτούρκων το 1914. Ετσι, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποβίβασε στρατό στη Σμύρνη, ως αποτέλεσμα των μεγάλων πιέσεων από τους 150.000 περίπου Μικρασιάτες πρόσφυγες, που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, αλλά και από τις πολιτικές πιέσεις της αντιπολίτευσης στο ελληνική Βουλή. Με άλλα λόγια, ο κεντρικός στόχος της Μικρασιατικής εκστρατείας ήταν η παλιννόστηση των προσφύγων της δεκαετία του 1910 στις εστίες τους μέσα σε ένα πλαίσιο εθνικής προστασίας.

Στα μέτωπα του 1914- 18 καταρρακώθηκαν οι  αχαλίνωτοι εθνικισμοί. Μήπως η χώρα μας απλά πλήρωσε τον δικό της λογαριασμό τέσσερα χρόνια μετά, επί δικαίων και αδίκων;

Νομίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε ότι η αλυτρωτική πολιτική ήταν ένας διαρκής εθνικός στόχος, ο οποίος ξεκίνησε από την εποχή του Κωλέττη και σταμάτησε, βίαια, με τις εξελίξεις στο Μικρασιατικό μέτωπο. Σε συνέχεια, λοιπόν, της συλλογιστικής μου στην προηγούμενη ερώτηση, το ελληνικό κράτος, καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, έκανε πολλές θυσίες, οικονομικές και κοινωνικές, για να υπηρετήσει τη Μεγάλη Ιδέα και να επεκτείνει τα σύνορά του στη σημερινή, περίπου, μορφή του. Από την άλλη πλήρωσε, κάποιες φορές, αυτήν του επιλογή όπως στην περίπτωση του ατυχούς πολέμου του 1897 ή και με πτωχεύσεις, σε οικονομικό επίπεδο. Συνεπώς, και στην περίπτωση της Μικρασιατικής καταστροφής το τίμημα ήταν μεγάλο όχι μόνον για το ελληνικό κράτος και τον ελληνισμό αλλά και για την ίδια την Μεγάλη Ιδέα, της οποίας το τέλος επισφραγίστηκε.

Σήμερα υμνούμε την ενσωμάτωση των προσφύγων. Τότε δεν υμνούσαμε τους μετανάστες και τόσο, ως ελλαδικός κόσμος. Απορροφήθηκε η απόρριψη αυτή ή παραμένει τραυματισμένη η εθνική μνήμη;

Χωρίς αμφιβολία, η κοινωνική αφομοίωση των προσφύγων, την εποχή εκείνη, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Διαπιστώνει κανείς μία μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ ντόπιου πληθυσμού και προσφύγων, η οποία εκφραζόταν σε κάθε επίπεδο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η αγορά εργασίας, για παράδειγμα, όπως και η απόκτηση γης, ήταν ένα σκληρό πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των προσφύγων και των αυτοχθόνων. Επίσης, οι κοινωνικές διακρίσεις και ο ρατσισμός για τους πρόσφυγες ήταν μία πραγματικότητα και η περιφρόνηση αλλά και η υποτίμησή τους κυριαρχούσε στην καθημερινότητα. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι κάποιοι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να αλλάξουν ακόμα και το επώνυμό τους. Θα έλεγα ότι μετά την πολύπαθη δεκαετία του 1940 άρχισε να αμβλύνεται, σταδιακά, αυτή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους Μικρασιάτες πρόσφυγες και το γηγενή πληθυσμό. Σήμερα, εκτιμώ, με το πέρασμα των γενεών η απόρριψη αυτή δεν υπάρχει πλέον.

Το 2022 φθάνει προς το τέλος του. Γίναμε σοφότεροι ως προς τα αίτια, τα γεγονότα, τις συνθήκες, τους ρόλους όσων πρωταγωνίστησαν στο (ευρύτερο) τοπίο της Καταστροφής του 1922; Τι δεν γράψαμε; Τι δεν είπαμε;

Οπως με το 2021, στο οποίο εορτάσαμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, έτσι με το 2022 θυμηθήκαμε την Μικρασιατική καταστροφή. Αυτές οι δύο χρονιές ήταν μία ιδανική ευκαιρία για αυτογνωσία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Πολλά λέχθηκαν, γράφηκαν σε βιβλία και είδαμε σε ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση και στο διαδίκτυο. Πιστεύω ότι η επέτειος των 100 ετών από τη Μικρασιατική καταστροφή έδωσε μία νέα ώθηση στη μελέτη της περιόδου. Η επιστημονική κοινότητα -εντός και εκτός Ελλάδος- ανέδειξε άγνωστες πτυχές της Μικρασιατικής καταστροφής και την ενέταξε στην εποχή της υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών ανακατατάξεων της περιόδου αλλά και της ελληνικής πραγματικότητας. Εξετάστηκαν οι οικονομικές και πολιτικές επιρροές καθώς και οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτήν την τραγωδία, καθώς και στις μακρόχρονες συνέπειές της. Περιθώρια πάντοτε υπάρχουν για μία νέα ανάγνωση των πολιτικών δεδομένων ή και αναθεώρηση των ήδη διαπιστώσεων, όπως με την περίπτωση της Δίκης των Εξι. Το μέλλον είναι μπροστά και δεν χρειάζεται, απαραίτητα, η ύπαρξη κάποιας επετειακής χρονιάς για την εκπόνηση νέων μελετών και εργασιών.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ