Ενεργειακή κρίση: Στα 871 ευρώ η τιμή της μεγαβατώρας – Τι θα κάνει η Ευρώπη

Νέο υψηλό ρεκόρ καταγράφει η χονδρική τιμή ρεύματος, με τη μέση τιμή να διαμορφώνεται στα 697,25 ευρώ ανά μεγαβατώρα και την υψηλή να φθάνει στα 871 ευρώ.

 

Ενεργειακή

Νέο ρεκόρ καταγράφουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας οι τιμές του ρεύματος για σήμερα Δευτέρα, καθώς η μέση τιμή διαμορφώνεται στα 697,25 ευρώ ανά μεγαβατώρα με την υψηλή να φθάνει στα 871 ευρώ.

Οι τιμές καταναλωτή για τον Σεπτέμβριο ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα και σε συνδυασμό με την κρατική επιδότηση η τιμή της κιλοβατώρας μειώνεται κάτω από τα 15 λεπτά για τους περισσότερους προμηθευτές ενώ υπάρχουν περιπτώσεις μονοψήφιας ή και μηδενικής χρέωσης.

Η ζήτηση ρεύματος σήμερα Δευτέρα προβλέπεται να φθάσει στις 319 γιγαβατώρες και καλύπτεται κατά κύριο λόγο από μονάδες φυσικού αερίου (45,9 %), ανανεώσιμες πηγές (19,8 %), λιγνίτες (16,3 %) και υδροηλεκτρικά (8,4 %). Η αύξηση των τιμών είναι αποτέλεσμα της εκτόξευσης της τιμής του φυσικού αερίου στο Χρηματιστήριο της Ολλανδίας πάνω από τα 300 ευρώ ανά μεγαβατώρα.

Ο Πούτιν μπορεί να «κλείσει τον διακόπτη» χωρίς συνέπειες για την Ρωσία

Σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία Capital Economics, εάν οι τιμές του φυσικού αερίου παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα μπορούσε να διατηρήσει τις εξαγωγές προς την Ευρώπη στο 20% των κανονικών επιπέδων για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια και θα μπορούσε να διακόψει εντελώς τις προμήθειες για ένα χρόνο, χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία.

Η Ευρώπη, όπως συνέβαινε και στη δεκαετία του 1970, είναι καθαρός εισαγωγέας φυσικού αερίου και πετρελαίου, οπότε βρίσκεται στο αιχμηρό άκρο της ενεργειακής κρίσης.

Οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν περισσότερο από τέσσερις φορές στα τέλη του 1973, ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν δεκαπενταπλασιαστεί από τις αρχές του 2022.

Το κόστος των εισαγωγών αυξάνεται πολύ ταχύτερα από την αξία των εξαγωγών, επιδεινώνοντας τους όρους του εμπορίου.

Ακόμη και με την – με επιφυλάξεις – υπόθεση ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα υποχωρήσουν τους επόμενους μήνες, το πλήγμα για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες – μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ιταλία – θα είναι πιο σοβαρό από ό,τι ήταν σε οποιοδήποτε από τα πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970, γράφει ο Guardian.

Η ύφεση είναι δεδομένη

Η Ευρώπη θα περάσει έναν εξαιρετικά δύσκολο χειμώνα. Το ζήτημα δεν είναι αν θα υπάρξει ύφεση, αλλά πόσο βαθιά θα είναι και πόσο θα διαρκέσει.

Η Βρετανία, παρά την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα και τον αναπτυσσόμενο τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα πληγεί από την αύξηση του παγκόσμιου ενεργειακού κόστους.

Όπως και το 1973, η άνοδος των τιμών της ενέργειας αιφνιδίασε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Έσπευσαν να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, αλλά ήταν πιο αργές στο να σκεφτούν τις οικονομικές συνέπειες.

Δεν φαίνεται να υπάρχει άμεση προοπτική μιας οικονομικής κατάρρευσης, που θα αναγκάσει το Κρεμλίνο να τερματίσει τον πόλεμο.

Η ιστορία δείχνει ότι η Ρωσία μπορεί να αντέξει αρκετό πόνο για παρατεταμένες περιόδους, και πιθανότατα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι η Δύση.

Η πολιορκία του Λένινγκραντ μεταξύ 1941 και 1944 αποτελεί παράδειγμα εξαιρετικής στωικότητας απέναντι σε έναν αποκλεισμό που διήρκεσε σχεδόν 900 ημέρες.

Οι επιλογές της Ευρώπης

Έξι μήνες μετά τον πόλεμο, λοιπόν, ποιες είναι οι επιλογές της Ευρώπης;

Μια δυνατότητα – θεωρητικά τουλάχιστον – θα ήταν να μην κάνουμε τίποτα. Η Ευρώπη θα μπορούσε να αποδεχτεί ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους θα την έκανε φτωχότερη για ένα διάστημα και απλά να το «καταπιεί».

Τελικά, η απώλεια παραγωγής που προκαλείται από τις ουρανοκατέβατες τιμές θα οδηγούσε σε μείωση της ζήτησης για πετρέλαιο και φυσικό αέριο και οι τιμές θα έπεφταν απότομα.

Το πρόβλημα με το να επιτραπεί στον μηχανισμό της αγοράς να λειτουργήσει είναι ότι θα προκαλούσε τεράστιες δυσκολίες στους πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως στους πολίτες των φτωχότερων νοικοκυριών.

Ακόμα και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς αποδέχονται την υπόθεση της παροχής βοήθειας σε όσους ήδη αγωνίζονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.

Μια δεύτερη επιλογή θα ήταν να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία που μας δίνει η εργαλειοποίηση του φυσικού αερίου από τον Πούτιν, για να επιταχύνουμε τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτή είναι η προσέγγιση «ποτέ μην αφήνεις μια καλή κρίση να πάει χαμένη», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Guardian στην ανάλυσή του, και έχει σαφώς πλεονεκτήματα.

Οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν υπογράψει στόχους για μηδενικό καθαρό άνθρακα και ιδού ένας τρόπος επιτάχυνσης της προόδου. Αντί να βασίζονται στο ρωσικό φυσικό αέριο, οι χώρες της Δύσης θα πρέπει να δημιουργήσουν τις δικές τους, καθαρότερες και πιο πράσινες μορφές ενέργειας.

Αυτή η διαδικασία συμβαίνει ήδη. Η Ευρώπη προσπαθεί να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά δεν θα μπορέσει να το κάνει αυτό το χειμώνα.

Οι τιμές αυξήθηκαν απότομα την περασμένη εβδομάδα, όταν η κρατική ρωσική Gazprom ανακοίνωσε την μη προγραμματισμένη διακοπή συντήρησης του αγωγού Nord Stream 1.

Ο φόβος είναι ότι οι προμήθειες φυσικού αερίου, για να καλύψουν τη ζήτηση της Ευρώπης, θα είναι ανεπαρκείς.