Eurostat για Ελλάδα: Καταναλώνει περισσότερο από όσο παράγει

Σύμφωνα με τη Eurostat, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67% του μέσο όρου της ΕΕ, η κατά κεφαλήν κατανάλωση βρίσκεται πιο ψηλά και συγκεκριμένα στο 79%.

Eurostat

Οι Έλληνες συνεχίζουν να καταναλώνουν περισσότερο από όσο παράγουν, όπως όλα δείχνουν στοιχεία της Eurostat και επισημαίνονται από έρευνα της Eurobank.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Eurostat, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67% του μέσο όρου της ΕΕ, η κατά κεφαλήν κατανάλωση βρίσκεται πιο ψηλά και συγκεκριμένα στο 79%.

Παρατηρείται ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο μέγεθος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αντανακλώντας το μεγάλο μερίδιο της κατανάλωσης στο ελληνικό ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Επιπρόσθετα, το 2023 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν μικρότερο από την κατανάλωση με αποτέλεσμα ο ρυθμός αποταμίευσης να είναι αρνητικός.

Λόγω της βαθιάς ύφεσης και της παρατεταμένης στασιμότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από το 95% του μέσου όρου της ΕΕ-27 το 2009 μειώθηκε στο 67% το 2023. Αντίστοιχα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση από το 107% του μέσου όρου της ΕΕ-27 το 2009 συρρικνώθηκε στο 79% το 2023.

Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι του μέσου όρου της ΕΕ-27 τα 3 τελευταία χρόνια αντανακλάται στην ενίσχυση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ από το 62% του μέσου όρου της ΕΕ-27 το 2020 στο 67% το 2023.

Εντούτοις, σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα, ήτοι το 2019, η βελτίωση ανέρχεται σε μια ποσοστιαία μονάδα, από το 66% το 2019 στο 67% το 2023. Το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2023 ήταν χαμηλότερο κατά 18,9% σε σύγκριση με την κορυφή του 2007 (26,6% το 2013), δηλαδή έχει ανακτηθεί το 29,2% των απωλειών της κρίσης χρέους σε όρους πραγματικού ΑΕΠ.

Η ελληνική οικονομία για να φτάσει στο 83% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ του μέσου όρου της ΕΕ-27 σε 10 χρόνια από σήμερα θα πρέπει να αναπτύσσεται με ρυθμό κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον αντίστοιχο του μέσου όρου της ΕΕ-27 (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).

Παρά ταύτα, ακόμα και αν επαληθευτεί αυτό το σενάριο, εξίσου σημαντικό για την ελληνική οικονομία είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του υποδείγματος μεγέθυνσης της έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων (παραγωγικές επενδύσεις, διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια, εθνική αποταμίευση, δημοσιονομική σταθερότητα).

Όπως μας δίδαξε η κρίση χρέους, σημειώνει η Εurobank, αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό υποτιμήθηκε για χρόνια στο παρελθόν με τα γνωστά μεγάλα αρνητικά αποτελέσματα στη συνέχεια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε στις 19 Ιουνίου 2024 η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023, μετρούμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (purchasing power standards, PPS), παρέμεινε σταθερό στο 67% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών (ΕΕ-27).

Η χώρα με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ-27 (εξαιρουμένων των οικονομιών της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου) ήταν η Ολλανδία -στο 130% της ΕΕ-27- και ακολούθησαν: Δανία (127%), Αυστρία (123%), Βέλγιο (118%), Γερμανία (115%), Σουηδία (114%), Φινλανδία (108%), Μάλτα (105%), Ευρωζώνη (104%), Γαλλία (101%), ΕΕ-27 (100), Ιταλία (97%), Κύπρος (95%), Τσεχία (91%), Σλοβενία (91%), Ισπανία (88%), Λιθουανία (86%), Πορτογαλία (83%), Εσθονία (81%), Πολωνία (80%), Ρουμανία (80%), Κροατία (76%), Ουγγαρία (76%), Σλοβακία (73%), Λετονία (71%), Ελλάδα (67%) και Βουλγαρία (64%).

Σε όρους κατά κεφαλήν κατανάλωσης, στην πρώτη θέση ήταν πάλι η Ολλανδία -στο 117% της ΕΕ-27- και ακολούθησαν οι εξής χώρες: Αυστρία (117%), Γερμανία (116%), Βέλγιο (114%), Δανία (110%), Φινλανδία (109%), Σουηδία (109%), Γαλλία (107%), Ευρωζώνη (104%), Ιταλία (101%), ΕΕ-27 (100%), Κύπρος (99%), Λιθουανία (92%), Ρουμανία (89%), Ισπανία (88%), Πορτογαλία (88%), Σλοβενία (87%), Πολωνία (86%), Μάλτα (85%), Τσεχία (81%), Ελλάδα (79%), Κροατία (78%), Εσθονία (77%), Λετονία (75%), Σλοβακία (75%), Βουλγαρία (73%) και Ουγγαρία (70%).