Φρανσουά Τριφό: 90 χρόνια από τη γέννηση του – Ο σκηνοθέτης που αγαπούσε τις γυναίκες

6 Φεβρουαρίου 1932 – 21 Οκτωβρίου 1984

Φρανσουά

Όπου και να ψάξεις την ελευθερία δεν θα τη βρεις, γιατί η ελευθερία δεν στέκεται, δεν περιμένει, δεν κρύβεται. Η ελευθερία είναι κάτι που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, βρίσκεται στο φτερό ενός πουλιού που βγήκε να κυνηγήσει την ίδια την αποπομπή του, στα μαλλιά ενός αγοριού που τρέχει με το ποδήλατο στην κατηφόρα μιας απόρριψης, στο δάκρυ μιας ερωτευμένης που έφυγε για να ξεπλύνει μια ηττημένη λαχτάρα.

Έφυγα βιαστικά από το ξενοδοχείο γιατί ήθελα να δω το Παρίσι βρεγμένο, πριν ο πρωινός ήλιος το στεγνώσει.

Ήθελα να δω τις ατέλειωτες χωμάτινες επιφάνειες της πόλης στα πάρκα, τους κήπους και τις πλατείες απάτητες νοτισμένες όπως τις άφησε η μεταμεσονύχτια, καλοκαιρινή μπόρα. Η βροχή σου παραδίδει μια πόλη καινούργια, ολόφρεσκη, αχρησιμοποίητη, μπορεί και λίγο πιο ελεύθερη. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα με την ελευθερία γιατί ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να πετά ελεύθερος, αλλά εκεί που θέλει να πετάξει είναι γεμάτο κανόνες, νόμους και ξόβεργα.

«Η Ελευθερία δεν είναι η κόρη αλλά η μητέρα της Τάξης», έγραψε ο Προυντόν. Θα ‘πρεπε καλέ μου Ζοζέφ, θα ‘πρεπε να είναι έτσι, αλλά χρειάζονται τόσες προϋποθέσεις που ακυρώνεται η επιθυμία σου και η ευχή μας.
Πήρα το λεωφορείο από τη Ζενεβιλιέ για το δάσος της Βουλώνης αλλά από την άλλη του πλευρά που είχαμε πάει χθες το μεσημέρι, έτσι κι αλλιώς είναι τεράστιο για να το γυρίσει κανείς χρειάζεται πολλές επισκέψεις. Το δάσος αποτελείται από διάφορα πάρκα όπως: Ζαρντέν ντ’ Ακλιματασιόν, του Σέξπιρ με θεατράκι, του Μπαγκατέλ με τριανταφυλλιές και νούφαρα, εκεί έφτασα με το πρώτο φως. Αυτές είναι οι ώρες που νιώθει κανείς πιο ανάλαφρος, πιο ανεξάρτητος, πιο ελεύθερος.

Άκουγα την πρωινή ανάσα του δάσους κι ένιωθα σαν πιτσιρίκι, που μου είχαν χαρίσει το παιχνίδι που καιρό τώρα λαχταρούσα και δεν μπορούσα να μερέψω τη χαρά μου. Λοφίσκοι, δρομάκια χωμάτινα, λίγα λιθόστρωτα, λίγα με άσφαλτο σχημάτιζαν το τοπίο. Παντού δέντρα, θάμνοι, γρασίδι. Έτσι που περπατούσα ανάμεσα στους θάμνους και τη δροσιά του χαμόγελου μετρούσα τα βήματά μου κι έβρισκα ότι η μεγαλύτερη ήττα του ανθρώπου είναι όταν πάψει να γυρεύει κι άλλη ελευθερία. Είχα στρίψει από την Allée de la Reine Marguerite δεξιά στη Route de Suresnes με σκοπό να πάρω το λεωφορείο για το κέντρο.

Στο Σατλέ θα βρισκόμασταν με τους συνταξιδιώτες μου, θα φεύγαμε για το Φοντενεμπλώ και θα επιστρέφαμε στο Παρίσι αργά το μεσημέρι. Ο ήλιος μόλις είχε βγει και φώτιζε από τ’ ανατολικά, δημιουργούσε όμορφα παιχνιδίσματα ανάμεσα στα δένδρα και τις προβλέψεις τις ημέρας. Από απέναντι ερχόταν μια κοπέλα καλλίγραμμη. Περπατούσε με άνεση και χάρη και είχε μετατρέψει το φτωχό πεζοδρομιάκι της Route de Suresnes σε εντυπωσιακή πασαρέλα.

Όσο πλησίαζε τόσο καλύτερα διακρινόταν οι όμορφες γραμμές του σώματός της, τα μακριά της πόδια. Κοίταζα αριστερά και δεξιά αλλά η νέα γυναίκα είχε γίνει το κέντρο της προσοχής μου. Σίγουρα ήταν κάτω από τα είκοσι χρόνια. Το δέρμα της ήταν μελαμψό, έφερνε σε μιγάδα, με εντυπωσιακά μάτια και όμορφα σχηματισμένο στόμα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της, τα είχε χτενίσει προς τα πίσω κι άφηνε το πρόσωπο να λάμπει στο φως της ημέρας. Φορούσε ένα ζιβάγκο κοντομάνικο εφαρμοστό και φούστα με άνοιγμα στο αριστερό της πόδι.

Στο δρόμο δεν υπήρχε ψυχή. Μείωσα τον βηματισμό μου ενώ η κοπέλα δεν άλλαξε καθόλου το ράθυμο περπάτημα. Θα είχαμε πλησιάσει στα 2-3 μέτρα όταν χαμογέλασε και τα λευκά δόντια της φώτισαν το όμορφο πρόσωπό της και παράλληλα σήκωσε το εφαρμοστό μπλουζάκι της και πετάχτηκαν τα δυο της στήθη, σαν δυο ζωάκια που ασφυκτιούσαν στο ζιβάγκο. Η κοπέλα σταμάτησε και με κοιτούσε χαμογελώντας. Τα βυζιά της κοπέλας έμειναν όρθια να με κοιτούν κι αυτά «κατάματα» και μετά τον πρώτο τράνταγμα της αποκάλυψης έμειναν ασάλευτα. Μετά την πρώτη έκπληξη, ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.

Κατέβασα το βλέμμα στη γη από ντροπή κι αμηχανία. Ντρεπόμουν για όλη αυτή τη σκηνή κι ένιωθα υπεύθυνος σαν να την εμπνεύστηκα, να την σχεδίασα, να την οργάνωσα ο ίδιος. Προσπέρασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κάτι ψιθύρισε η κοπέλα το οποίο ούτε κατάλαβα, ούτε ήθελα να καταλάβω. Είπα να εξομολογηθώ και χώθηκα στις ακτίνες του ήλιου που έβγαιναν πίσω από μια συστάδα δέντρων. Είχαν σαστίσει τα πάντα μέσα μου, είχαν ακινητοποιηθεί.

Αυτό που μ’ ενόχλησε περισσότερο ήταν ότι ήταν πολύ νέα κοπέλα, πολύ μικρή για να βρίσκεται τέτοια ώρα στο δάσος της Βουλώνης και να κάνει αυτή τη δουλειά. Μάζεψα τη σκέψη μου, την ψυχή μου, τα ξέφτια μου κι απομακρύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Υπομονή, θα βγάλει φτερά η θλίψη και θα γίνει ξέφωτο και τρικυμία είπα και το αποφάσισα εκείνη τη στιγμή ότι, δεν ονειρευόμαστε, δεν ελπίζουμε, δεν σχεδιάζουμε για να ξεχάσουμε αυτό που ζούμε αλλά για να φωτίσουμε και να κάνουμε πιο όμορφη την επόμενη στροφή, το επόμενο σύθαμπο.

Χωρίς να το καταλάβω, αργοπερπατώντας, είχα φτάσει Jardin d’Acclimatation, είχα βγει από το δάσος και αφού χάζεψα λίγο τα διάφορα μπιχλιμπίδια του λούνα παρκ, που ησύχαζε κάτω από την ακινησία του πρωινού, προσπέρασα τη στρογγυλή πλατεία η οποία έμοιαζε σαν μεγάλος κόμβος και μπήκα στην οδό Rte de la Prte des Sablons à la Prte Maillot προς τα βόρεια. Πέρασα κάθετα τη λεωφόρο Charles de Gaulle, στο βάθος κόντρα στο πρωινό φως στα δεξιά μου διακρινόταν η Αψίδα του Θριάμβου.

Ο Ζυλ Ρενάρ έγραφε «Ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που δεν φοβάται να πάει μέχρι το όριο της λογικής του». Είχα χρόνο να σκορπίσω στο δάσος και να το γνωρίσω λίγο καλύτερα, μα μου είχε στερέψει η διάθεση, μου είχε τελειώσει η επιθυμία να ψάξω αυτό το όμορφο μέρος. Κάτι είχε σταθεί στο λαιμό μου σαν κόμπος. Μπορούμε να ελαφρύνουμε τη θλίψη, το βάρος και τα βάσανα μ’ ένα ποτήρι κρασί ελευθερίας, γιατί η ελευθερία είναι μια έννοια που δεν τεμαχίζεται, ένα μόριο της να λείψει δεν υπάρχει, πίνεται μονορούφι. Ήθελα να φύγω μακριά, ήθελα να μπω σ’ εκείνο το μόριο ελευθερίας που έλειπε από αυτό το πρωινό και να ταξιδέψω μέχρι να βρεθώ πάλι στο ακρωτήριο μιας συγχώρεσης.

Περπατούσα για αρκετή ώρα, είχε γαληνέψει το μυαλό μου και για ώρα διέσχιζα τη Bd d’Inkermann. Η πρωινή αύρα είχε πάρει στο ανέμισμά της τις σκέψεις μου, αριστερά μου άστραφτε στο φως το όμορφο σύμπλεγμα κτιρίων του School City School Pasteur. Πήρα αριστερά τη Bd Bineau και μπήκα κάτω από τις φυλλωσιές της Bd du Château έφτασα στη γωνία του American Hospital of Paris, Νεϊγί-συρ-Σεν. Νοσοκομείο είναι εδώ, θα έχουν γιατρευτεί και θα έχουν «ησυχάσει» πολλοί άνθρωποι αλλά εδώ έχει αφήσει την τελευταία του πνοή ο Φρανσουά Τριφό στις 21 Οκτωβρίου 1984, το θυμάμαι για κάποιο απροσδιόριστο λόγο αυτό το American Hospital of Paris, Νεϊγί-συρ-Σεν, απ’ όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του πιο τρυφερού, του πιο ανυπότακτου, του πιο ανατρεπτικού σκηνοθέτη του παγκόσμιου σινεμά. «Το ωραιότερο πράγμα που μου συνέβη ποτέ σε μια κινηματογραφική αίθουσα ήταν να πλησιάσω κοντά στην οθόνη και να γυρίσω να κοιτάξω όλα αυτά τα ανασηκωμένα πρόσωπα, με το φως της οθόνης να αντανακλάται επάνω τους…» Φρανσουά Τριφό

Ο Φρανσουά Τριφό (François Truffaut) γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1932 και απεβίωσε την 21η Οκτωβρίου του 1984 στο νοσοκομείο που εκτεινόταν εμπρός μου. Είναι ένας από τους ιδρυτές του γαλλικού Νέου Κύματος (Νουβέλ Βαγκ) στον κινηματογράφο και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, με το έργο του να επηρεάζει πλήθος καλλιτεχνών μέχρι και σήμερα. Ο αγαπημένος του σκηνοθέτης ήταν ο Χίτσκοκ, από τον οποίο οι επιρροές είναι εμφανείς. Ο θεματικές του ήταν αρκετά τολμηρές για την εποχή, ενώ η αδυναμία του είναι, αδιαμφισβήτητα, τα περίφημα ερωτικά τρίγωνα.

«Για πολύ καιρό πίστευα πως συμβαίνουν απίστευτα πράγματα κάτω από τις φούστες των γυναικών», έλεγε χαμογελώντας και γύριζε στις σημειώσεις του.

Ο Τριφό πολύ πιο πριν από τον Κουέντιν Ταραντίνο βλέπει, «διαβάζει» και βγάζει σε πρώτο πλάνο τους σινεφίλ σκηνοθέτες μαζί με τον μεγάλο Χίτσκοκ.

Νόθος γιος κάποιου τζαναμπέτη παριζιάνου που ποτέ δεν τον γνώρισε. Η μητέρα του και ο θετός πατέρας του Ρολάν Τριφό, τον άφησαν μέχρι τα δέκα του στη γιαγιά του κι όταν επέστρεψαν να τον πάρουν η γερμανική κατοχή είχε σκεπάσει τη χώρα.

 

Ο μικρός Φρανσουά και η οικογένεια του ζούσαν φτωχικά στην κακόφημη περιοχή του Πιγκάλ. Εκεί ο Φρανσουά γνώρισε και συμπάθησε τις πόρνες της περιοχής οι οποίες παίζουν και σημαντικό ρόλο στις κατοπινές του ταινίες.
Χωρίς ιδιαίτερη εκτίμηση στους γονείς του, που λάτρευαν την ορειβασία, κάτι παντελώς αδιάφορο για τον ίδιο, θα αρχίσει να βλέπει μανιωδώς ταινίες, φτάνοντας τις 4.000 μέχρι τα 19 του χρόνια. Έφηβος θα κλέψει τη γραφομηχανή ενός θείου του, για να χρηματοδοτήσει μία κινηματογραφική λέσχη με τους φίλους του. Η «κλοπή» θα εξαγριώσει τον πατριό του, ο οποίος θα τον κλείσει στο αναμορφωτήριο για έξι μήνες!

Αν υπάρχει μια άσχημη πλατεία στο Παρίσι αυτή είναι η πλατεία Πιγκάλ. Παντού λεωφορεία, στάσεις, κτίρια ταλαιπωρημένα, διαφημίσεις, αταξία, ακόμα και το σιντριβανάκι μοιάζει παραδομένο σε αντιαισθητικά γκραφίτι και σκουπίδια. Μετά το καθαρό και περιποιημένο Φοντενεμπλώ στο οποίο είχαμε εκδράμει χθες, η πλατεία φάνταζε άσχημη και παρατημένη. Ο γιος μου ο Αλέξανδρος, προπορευόταν κι εγώ με την Αναστασία ακολουθούσαμε. Κάπου εδώ γυρνοβολούσε ο Αντουάν στα 400 χτυπήματα.

«-Σε μισή ώρα στην πλατεία Πιγκάλ, του δίνει ραντεβού ο συμμαθητής του, στον Αντουάν, στα 400 χτυπήματα, για να τον οδηγήσει σε ένα παλιό τυπογραφείο για να περάσει την άστεγη νύχτα του».

-Από που πάμε; ρώτησε ο Αλέξανδρος.

-Από ‘δω είναι η Μονμάρτη, έδειξε αριστερά μας η Αναστασία.

-Από κει είναι, συμφώνησα, μπερδεμένος από τις σκέψεις μου για τον Αντουάν και τις ερωτήσεις του Αλέξανδρου, αλλά ας ακολουθήσουμε την πρόταση του οδηγού κι ας πάμε από κάτω.

-Παγωτάκι, έχει ή λέμε και ξελέμε; είπε ακίνητος ο Αλέξανδρος και η μικρή λάμψη στην άκρη του ματιού του μεγάλωσε, μέχρι που του χαμογέλασα.

-Κανόνισε γιατί σε βλέπω σε κανένα αναμορφωτήριο, όπως έκαναν παλιά, τον απείλησα, διπλώνοντας τον στα μπράτσα μου.

Στο αναμορφωτήριο ο Τριφό θα συνεχίσει με κάθε τρόπο να παρακολουθεί κινηματογράφο, «ψυχοκινητική αστάθεια» διέγνωσαν οι ιθύνοντες του ιδρύματος και μετά από λίγο διαπίστωσαν ότι αυτό οφείλεται στο προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον. Σε ηλικία 18 χρόνων, θα επιχειρήσει να αυτοκτονήσει με 23 χαρακιές στο χέρι του. Θα γλυτώσει από θαύμα. Μέσα στα αδιέξοδά του θα αποφασίσει να καταταχθεί στο στρατό και θα σταλεί στη Σαϊγκόν. Δεν θα αντέξει και θα λιποτακτήσει, για να συλληφεί. Θα εκδιωχθεί από το στράτευμα ως «ασταθής χαρακτήρας», θα επιστρέψει στο Παρίσι, αλλά βλέποντας ότι όλα παραμένουν ίδια θα επιχειρήσει για δεύτερη φορά να αυτοκτονήσει.

Ένας από τους γιατρούς που τον κουράριζαν γνώριζε τον θεωρητικό του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν και θα τον φέρει σε επαφή μαζί του, γνωρίζοντας την τρέλα του Τριφό για το σινεμά. Ο Μπαζέν θα του δώσει την ευκαιρία να γράψει κριτικές στο Cahiers du cinema και να διακριθεί για την εμβρίθεια και την καυστικότητα των κειμένων του. Εκεί θα γνωριστεί και με τα άλλα τρομερά παιδιά του “Νέου Κύματος” και θα καταλάβει ότι το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνει ήταν η σκηνοθεσία, γιατί «Οι ταινίες είναι πιο αρμονικές από τη ζωή. Δεν υπάρχουν μποτιλιαρίσματα στις ταινίες ούτε νεκροί χρόνοι».

Ψάχνοντας από δω κι από κει σε διάφορα έντυπα έβαλα σε μια σειρά το έργο του μεγάλου δημιουργού, με το πρώτο του κιόλας φιλμ, «Les Quatre Cents Coups – Τα 400 χτυπήματα» (1959), ο Τριφό κερδίζει το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες, παίρνει τα σκήπτρα της γαλλικής νουβέλ βαγκ δημιουργεί το δικό του τρόπο να λέει τις ιστορίες του, μακριά από εμμονές και δυσβάσταχτα στυλ. «Τα 400 χτυπήματα είναι το πιο περήφανο, το πιο πεισματάρικο το πιο ξεροκέφαλο, με άλλα λόγια το πιο ελεύθερο φιλμ του κόσμου» έγραψε ο Γκοντάρ. Ο Τριφό από ταινία σε ταινία αλλάζει, πότε γίνεται εξομολογητικός, πότε πάλι ακαδημαϊκός και πότε μπλέκει και πλέκει το ύφος και το στυλ σε ένα γοητευτικό κουβάρι, σε μια τρυφερή άσκηση, σε μια υπέροχη γοητευτική μανιέρα. Από την πρώτη του ταινία ο σκηνοθέτης μας γνωρίζει το alter ego του: τον Αντουάν Ντουανέλ με τη μορφή του Ζαν Πιερ Λεό.

Ο Τριφό παραδέχεται σε μια συνέντευξη του στα Cahiers πως το σενάριο του «Πυροβολείστε τον Πιανίστα» 1960 πάσχει από έλλειψη μιας κατευθυντήριας ιδέας.

Στο «Jules et Jim – Ζιλ και Τζιμ» (1962), την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου όπως λέει ο Τριφό «υπάρχουν δύο θέματα, το ένα είναι η φιλία που προσπαθεί να επιπλεύσει. Το άλλο είναι το αδύνατο του να ζήσεις σ’ ένα τρίγωνο. Η ιδέα του φιλμ είναι ότι το ζευγάρι δεν αποτελεί ικανοποιητική λύση, αποτελεί όμως τη μοναδική λύση γιατί απλούστατα δεν υπάρχει άλλη».

Το «Μαλακό δέρμα» 1964, είναι το αντίστοιχο του Ψυχώ, μια ταινία που περιορίζει το διάλογο για χάρη της εικόνας και τη δράση των προσώπων για χάρη των αντικειμένων. «Το αυτοκίνητο και το τηλέφωνο είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές στην ταινία» γράφει η Ανέτ Ινσντόρφ στο βιβλίο της για τον σκηνοθέτη.
Στο «Φαρενάιτ 451» (1966), το μόνο φιλμ που γύρισε στα αγγλικά ο Τριφό, πέτυχε να υπηρετήσει πιστά το βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι και να δημιουργήσει ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας χωρίς εφέ. Δεν έφτιαξε μια μελλοντολογική ταινία, αλλά μια ταινία για το παρόν, με θέμα την αγάπη για τα βιβλία, στην οποία οι δυνάμεις του κακού και του ολοκληρωτισμού ηττώνται.

«Η Νύφη φορούσε μαύρα είναι το αντίστροφο του Πυροβολείστε τον Πιανίστα, η αναμέτρηση μιας γυναίκας με τρεις άνδρες κι όχι πια η αναμέτρηση ενός άνδρα με τρεις γυναίκες» γράφει ο σκηνοθέτης. Η Ζαν Μορό είναι η νύφη που γίνεται χήρα στην ημέρα του γάμου της εξ αιτίας της δολοφονίας του αγαπημένου της και ξεκινάει μια εκστρατεία εκδίκησης.

Στο «Baisers volés – Κλεμμένα φιλιά» (1968), ο Αντουάν έχει μεγαλώσει, τον έχουν διώξει τον στρατό στον οποίο είχε πάει ως εθελοντής και προσπαθεί να πιάσει το νήμα της ζωής του από την αρχή. Στο «Domicile conjugal – Συζυγική κατοικία» (1970) ο Αντουάν γίνεται σύζυγος και υποτελής στους κανόνες του παιχνιδιού ενώ στο

«L’Amour en fuite – Η αγάπη το βάζει στα πόδια» (1979), χωρισμένος πια, πως θα μπορούσε ο φοβερός Λεό να συμβιβαστεί τόσο εύκολα, ερωτεύεται και τρέχει πάνω στις ράγες που ούτε κι αυτός ξέρει και ούτε θέλει να μάθει, που θα τον οδηγήσουν. Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας, η γεύση της θλίψης και της νοσταλγίας θα έρχεται κάθε φορά που θα βλέπουμε και θα ξαναβλέπουμε τη νευρική φιγούρα του Αντουάν να διασχίζει τους έρημους βρεγμένους δρόμους και τα πολύβουα βουλεβάρτα του Παρισιού.

Δεν μου αρέσει η νοσταλγία που μοιάζει με επαιτεία της μνήμης στον χρόνο, μου κάνει σαν δανεική ευτυχία, που πρέπει κάποια στιγμή να επιστραφεί και μάλιστα με τον αναλογούντα τόκο. Όμως η νοσταλγία που δεν αντέχεται, είναι αυτή που νιώθουμε για πράγματα που ποτέ δεν ζήσαμε, απλώς τα φανταστήκαμε, τα ονειρευτήκαμε. Μοιάζουν με τρικάταρτα καράβια που ποτέ δεν ένιωσαν μια σταλιά αέρα στα πανιά τους κι έμειναν, να σαπίζουν, δεμένα για πάντα στα λιμάνια. Από την πολύβουη πλατεία Πιγκάλ με τα παγωτά στα χέρια κατεβήκαμε προς την οδό Φροσό κι από κει στην οδό Βικτόρ Μασέ. Στη γωνία υπάρχει μια πύλη με πλούσια διακόσμηση που οδηγεί σ’ έναν ιδιωτικό δρόμο με μικρές επαύλεις των αρχών του 20ου αιώνα.

Εκεί μέσα κάτι πολύ ωραίο συμβαίνει αλλά η πόρτα ήταν διπλομανταλωμένη και δεν μπορούσαμε να μπούμε, επικρατούσε απόλυτη ησυχία σάμπως να γυριζόταν κάποια ταινία και όλοι οι ήχοι και οι σειρήνες έπρεπε οπωσδήποτε να σιγήσουν. Στο «La sirène du Mississipi – Η σειρήνα του Μισισιπή» (1969) ο Τριφό, με έντονα μοντερνιστικά στοιχεία στη φόρμα και φτιάχνοντας ένα τέλειο μείγμα από διάφορα κινηματογραφικά είδη (θρίλερ, γουέστερν, μπουρλέσκ), καταφέρνει να ανατρέψει τη γνωστή ευθύγραμμη κίνηση των πραγμάτων ξεκινώντας από ένα καθόλου πρωτότυπο αλλά πάντα ενδιαφέρον θέμα: την πτώση ενός άνδρα που οδηγείται στην καταστροφή από μια γυναίκα. Η Κατρίν Ντενέβ, λίγο μετά την Ωραία της Ημέρας και λίγο πριν την Τριστάνα γίνεται μ’ αυτήν την ταινία το σύμβολο της ομορφιάς και της φαντασίωσης εκατομμυρίων σινεφίλ.

Στο «L’Enfant sauvage – Ένα αγρίμι στην πόλη» (1970) ο Τριφό αφηγείται την εξημέρωση ενός μικρού αγοριού που βρέθηκε εγκαταλελειμμένο σ’ ένα δάσος από έναν καθηγητή (τον παίζει ο ίδιος ο Τριφό) και μας λέει ότι η παιδαγωγική επέμβαση της οργανωμένης κοινωνίας είναι απαραίτητη προκειμένου να λειτουργήσει στο άτομο το αίσθημα της κοινωνικότητας. «Το αγρίμι είναι τα 400 χτυπήματα ξαναγραμμένα με θέση και συγχρόνως μια απόπειρα επανεγγραφής σύμφωνα μ’ ένα θετικό πρότυπο», γράφει ο Ζόρζ Σαντούλ.

Ο Τριφό με το «Παράνομο Κρεβάτι» γίνεται ο δημιουργός που πραγματεύεται σοβαρά ζητήματα χωρίς δραματικές κορώνες, παίζοντας με τις κωμικές πλευρές των πραγμάτων και των καταστάσεων. Το Παράνομο Κρεβάτι είναι μια αισιόδοξη ταινία που, αντίθετα από τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Ρενουάρ, δίνει έμφαση στην κωμική πλευρά της έλλειψης επικοινωνίας. Γι αυτό κάπου σημείωνε «Η ζωή αποτελείται από κομμάτια που δεν ενώνονται μεταξύ τους».

Ο Αλέξανδρος, η Αναστασία κι εγώ ξωπίσω τους όμως συνεχίζαμε την πορεία μας ενώνοντας τα κομμάτια ενός μεγάλου κύκλου που αναπτυσσόταν μέχρι απέναντι στην οδό Βικτόρ Μασέ, όπου υπάρχει μια παλιά πολυκατοικία με εντυπωσιακή διακόσμηση των μέσων του 19ου αιώνα. Δίπλα στον αρ. 25 βρίσκεται το σπίτι όπου έζησαν ο Βαν Γκογκ και ο αδερφός του Τεό. Στο ισόγειο ήταν κλειστό ένα μπαρ με το εντυπωσιακό όνομα ‘’cotton club’’ αλλά με φθαρμένη και ταπεινή όψη. Το διπλανό mini market με τις ξεθωριασμένες πινακίδες του και τα κοκκινοπράσινα διακοσμητικά, αποτελειώνει και το cotton και το club και δεν απομένουν παρά οι όμορφοι όροφοι του κτιρίου για να τραβήξουν το ενδιαφέρον μας. Προχωρήσαμε μέχρι το βάθος του δρόμου, στ’ αριστερά μας βρήκαμε το πιο γνωστό καμπαρέ της Μονμάρτης της δεκαετίας του 1890 τον «Μαύρο Γάτο». Στον οποίο ξεσάλωναν αγόρια και κορίτσια της εποχής. Εξ άλλου το έλεγε ο μεγάλος σκηνοθέτης «Στην αγάπη, οι γυναίκες είναι επαγγελματίες, οι άντρες ερασιτέχνες».

Οι «δυο Αγγλίδες στην Ευρώπη» (1971), είναι η διασκευή του ρομαντικού μυθιστορήματος του Ροσέ. «Προσπάθησα να κάνω μια ταινία που να μη μιλάει για τον σωματικό έρωτα, αλλά μια ταινία που να μιλάει για τον Έρωτα» λέει ο Τριφώ «Θέλησα να στίψω τον έρωτα σαν ένα λεμόνι». Οι «Αγγλίδες» είναι μια ταινία που πραγματεύεται την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, τη βαναυσότητα της απωθημένης επιθυμίας και τον μύθο της αρσενικής υπεροχής.

Το «Ένα ωραίο κορίτσι σαν εμένα» (1972), είναι μια μαύρη περφεξιονιστική κωμωδία στηριγμένη στην παράδοση της φάρσας και της ανατροπής. Στην ταινία ο Στανιλά Πρεβίν έλκεται από το αντικείμενο της μελέτης του, την άγρια και εγκληματική Καμίγ, η οποία εισβάλει σαν σίφουνας στη ζωή του και τα ανατρέπει όλα. Για μένα η Καμίγ είναι το θηλυκό «αγρίμι», λέει ο Τριφό σε κάποια συνέντευξή του.

Στις δύο υπέροχες δίδυμες ταινίες του «La Nuit américaine – Αμερικάνική Νύχτα» (1973) και «Le Dernier métro – Το τελευταίο μετρό» (1980) ο Τριφό πλέκει το εγκώμιο των ανθρώπων του σινεμά (στην πρώτη) και των ανθρώπων του θεάτρου (στη δεύτερη). Η αμερικάνικη νύχτα, είναι η υλοποίηση μιας πρότασης του Χίτσκοκ και περιγράφει τον μικρόκοσμο του κινηματογράφου, από τον κινηματογραφόφιλο σκηνοθέτη τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Τριφό, περιγράφοντας όλα τα πρόσωπα, την ντίβα, τον τυπικό ζεν πρεμιέ, τη νευρωτική βεντέτα και όλους τους άλλους συντελεστές ενός φιλμ. «Το τελευταίο μετρό» είναι μια ταινία μυθοπλασίας που αποθεώνει το θέαμα, όχι μόνο μέσα από την φροντισμένη κινηματογραφική παραγωγή, αλλά και μέσα από τη γοητεία της θεατρικής τέχνης, με τον έρωτα πάλι να τεμαχίζεται στα τρία και τους πρωταγωνιστές του να παραπαίουν στις δαγκάνες του. «Εγώ σ’ αγάπησα, εσύ ήσουν ερωτευμένη. Δεν είναι το ίδιο πράγμα», έλεγε κι έστρεφε το βλέμμα στο παράθυρο, που έμοιαζε με σκηνή θεάτρου ή κινηματογραφικό βιζέρ.

Η «Αγάπη το βάζει στα πόδια» (1979) είναι το τελευταίο φιλμ με κεντρικό ήρωα της τον Αντουάν Ντουανέλ, εδώ ο ήρωάς μας έχει πάρει διαζύγιο και όπως λέει ο Σάμιουελ Κάουφμαν, «Η Αγάπη, είναι το τελευταίο μέρος μιας αυτοβιογραφίας που δεν λέει την αλήθεια», όπως εξ’ άλλου όλες οι δημιουργικές αυτοβιογραφίες. Με αυτό το φιλμ ο Τριφό κλείνει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν του και εισέρχεται σε μια φάση καθαρής μυθοπλασίας.

Το προτελευταίο του φιλμ «La Femme d’à côté – Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» (1981) είναι μια αριστουργηματική τραγωδία για τον έρωτα, το μόνο αληθινά δημοκρατικό πράγμα κατά τον Τριφό. Ο Μπερνάρ και η Ματίλντ είναι ένα ζευγάρι πέρα από τον χρόνο και τους κανόνες που επιβάλει η κοινωνία και ο καθωσπρεπισμός. Η ταινία σε αντίθεση με το υπόλοιπο έργο του δημιουργού της συγχωρεί τη σύγκρουση και παραδέχεται την απουσία ελπίδας στον έρωτα.

Στο κύκνειο άσμα του «Vivement dimanche!- Οπωσδήποτε την Κυριακή» (1983) είναι πάνω απ’ όλα μια εκθαμβωτική επίδειξη της σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας του Τριφό. Πρόκειται για μια αστυνομική κωμωδία με ήρωα έναν καταζητούμενο απατημένο σύζυγο και τη γραμματέα του, η οποία γίνεται ο φύλακας άγγελός του και στο τέλος κερδίζει τον έρωτά του.

Ο Φρανσουά Τριφό μπλέκοντας φόνους, μοιχείες, μοιραίες γυναίκες, γελοίους αστυνομικούς, έφτιαξε μια χαριτωμένη ταινία και δεν περίμενε την τελευταία του ταινία για να αποδείξει ότι ήταν πραγματικά ένας πολύ μεγάλος κινηματογραφιστής. Ίσως ο πιο τρυφερός και ανθρώπινος σκηνοθέτης στην ιστορία του σινεμά. Ένας τιτάνας της τέχνης «Το σινεμά είναι μια τέχνη όπου κάνεις ωραία πράγματα σε ωραίες γυναίκες», μας προσγειώνει ο Τριφό στη δική του πραγματικότητα και στη δυτική πλευρά της πλατεία Πιγκάλ εκεί στο τέλος του δρόμου όπου υπάρχει μια τριγωνική πλατειούλα προς τιμήν του Λίνο Βεντούρα από κει ξεκινάει μια πλατιά λεωφόρος με δενδροστοιχία, η Τρινταίν.

Πήραμε την οδό Λαλιέ στα αριστερά μας προς το Μπολβάρ ντε Ροσεσουάρ. Σε λίγο βρεθήκαμε έξω από το Τριανόν, τον παλαιότερο σωζόμενο κινηματογράφο του Παρισιού που σήμερα λειτουργεί ως θέατρο. Εδώ με άφησαν ο Αλέξανδρος και η Αναστασία και απομακρύνθηκαν, κάτι είχαν εντοπίσει και με ειδοποίησαν ότι δεν θ’ αργήσουν.

Είτε ηθοποιός του κινηματογράφου, είτε του θεάτρου, για τον Τριφό « Ένας ηθοποιός δεν είναι ποτέ τόσο καλός όσο όταν σου θυμίζει κάποιο ζώο: να προσγειώνεται σαν γάτα, να ξαπλώνει σαν σκύλος, να κινείται σαν αλεπού».
Λίγο πιο πέρα βρήκα την αρχική πρόσοψη της πρώτης και πιο σημαντικής αίθουσας χορού καν-καν της Μονμάρτης της Elysee-Monmarte. Σήμερα έχει μετατραπεί σε night club και αίθουσα συναυλιών, ανακαινισμένο άστραφτε στα λευκά του το κτίριο.

Πλησίασα προσπάθησα να δω μέσα από το τζαμωτό, αλλά επειδή όπως έλεγε ο μεγάλος σκηνοθέτης «Η ζωή έχει πολύ περισσότερη φαντασία από εμάς», ένιωσα στα δάχτυλά μου κάτι σαν σχισμένο χαρτί. Πλησίασα και διέκρινα τη Φανί Αρντάν σε μια φθαρμένη, μισοσκισμένη, ταλαιπωρημένη φωτογραφιούλα με τον Ζεράρ Ντεπαρτιέ από τη «Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας.

«Πάντα προτιμούσα την αντανάκλαση της ζωής από την ίδια τη ζωή» θα σκέφτηκε ο μεγάλος καλλιτέχνης, πριν αφήσει την τελευταία του ανάσα στο περιβόητο American Hospital of Paris, Νεϊγί-συρ-Σεν στα 52 του χρόνια, σε ηλικία που πολλοί σκηνοθέτες δημιουργούν τις καλύτερες ταινίες τους. Στο τζαμωτό καθρεφτίζονταν τα 6 όροφα κτίρια της απέναντι πλευράς του δρόμου και η Αναστασία με τον Αλέξανδρο με δυο τεράστια παγωτά με πλησίαζαν με γέλια και φωνές.

-Πάλι παγωτά; «Αγανάκτησα» ψιθυριστά, μην μας ακούσει κι ο κόσμος, αλλά δεν ήμουν καθόλου πειστικός.

-Έλα καημένε αφού το κάναμε κέφι, φώναξε, πνιγμένος στα γέλια, ο Αλέξανδρος και μου έχωσε στη μούρη το ευμέγεθες παγωτό του.

-Είναι υπερπαραγωγές όμως, δεν μπορείς να πεις; Χλεύασε στα μούτρα μου η Αναστασία. Σκάσαμε και οι τρεις στα γέλια και πήραμε τον ανηφορίσκο για την πλατεία Abbesses και τη Μονμάρτη.

Η ζωή δεν ξέρω πόση φαντασία έχει, όπως έλεγε ο σπουδαίος Τριφό, αλλά σίγουρα τα παιδιά, οι γυναίκες, τα ταξίδια και οι ταινίες την κάνουν πανέμορφη, μούγκρισα μέσα στο στήθος μου κι έπιασα αγκαζέ τον ένα αριστερά την άλλη δεξιά μου, συντόνισα το βηματισμό μου μαζί τους και σήκωσα το βλέμμα ψηλά στον λόφο. Όλη η γλύκα του κόσμου, είχε συμπυκνωθεί, είχε σωρευτεί πάνω σ’ αυτή την σπλαχνική ανηφόρα.