H Νίκη Μισαηλίδη για την ποιητική συλλογή της Κορνηλίας Καδόγλου

Η Νίκη Μισαηλίδη ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Είναι Φιλόλογος σε δημόσιο σχολείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Δημιουργική Γραφή. Κείμενά της , λογοτεχνικά και βιβλιοκριτικές, έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστοσελίδες

ποιητική

H Νίκη Μισαηλίδη γράφει για την ποιητική συλλογή της Κορνηλίας Καδόγλου  “Μόριμος, ο πένθιμος επισκέπτης του θέρους”.

Έρωτας και σιωπή…οι κεραίες του Μόριμου, του πένθιμου

Ο έρωτας, η σιωπή, η δύναμη της μνήμης κι εκείνη της λήθης είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται η Κορνηλία Καδόγλου στα είκοσι τέσσερα (24) ποιήματα της δεύτερης ποιητικής της συλλογής, Μόριμος, ο πένθιμος επισκέπτης του θέρους που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φ. Χατζηπάντου το 2023.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή του τίτλου και του εξώφυλλου του βιβλίου. Στον τίτλο διαβάζουμε για τον Μόριμο, τον πένθιμο (Morimus funereus), ένα κολεόπτερο από την οικογένεια Cerambysidae και την υποοικογένεια Lamiinae.

Το μαύρο χρώμα του εξώφυλλου συνδυάζεται με μια φωτογραφία του κολεόπτερου σε καφέ-γκρίζες αποχρώσεις σε κεντρική θέση παραπέμποντας σε κάτι πένθιμο και στο σκοτάδι, που προοιωνίζει, όμως, από τη μια μεριά τον/την αναγνώστη/-στρια για κάτι που είναι αμφίσημο και από την άλλη του αφήνει το περιθώριο του γόνιμου προβληματισμού. Έτσι, η φύση (ο Μόριμος, ο πένθιμος) συναντά τις λέξεις, οι οποίες θα μετουσιωθούν σε ποιητικό δημιούργημα.

Τα ποιήματα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και στην πλειονότητά τους, είναι ολιγόστιχα, στοιχείο που τους προσδίδει μια ξεχωριστή δυναμική και δύναμη, η οποία εδώ απορρέει από τη συντομία. Παράλληλα με τη συντομία τα ποιήματα έχουν έναν εσωτερικό ρυθμό, έναν ρυθμό που δεν προκύπτει από τη χρήση του μέτρου, αλλά μια μουσικότητα που ενυπάρχει στη ροή των λέξεων.

Ο ποιητικός λόγος της Κορνηλίας Καδόγλου είναι ένας λόγος ζεστός, συναισθηματικός. Η ανάγνωση κυλά αβίαστα όπως κυλά το βλέμμα πάνω σε εικόνες. Είναι η έκφραση των αισθήσεων ενός ανθρώπου στον κόσμο και τα ερεθίσματά του. Το αβίαστο και το ελεύθερο της ανάγνωσης και της αναγνωστικής πρόσληψης εντείνεται και από την απουσία της στίξης. Εξαίρεση αποτελούν ένα ερωτηματικό, ένα θαυμαστικό, η πολύ σπάνια χρήση της τελείας, του κόμματος και των αποσιωπητικών.

Η απουσία αυτή της στίξης μπορεί να προσδιοριστεί ως ένας διάλογος της ποιήτριας με το αναγνωστικό κοινό και ως μια πρόσκληση και πρόκληση να νοηματοδοτήσει με τον δικό του τρόπο τους στίχους χωρίς εμπόδια και παύσεις.

«Εκεί στη μέση του Αιγαίου νησί μικρό/αγιόκλημα και αρμύρα πλέκει τον ιστό/Αέρας νοτισμένος φέρνει/τα δάκρυα των αγοριών» θα γράψει η Κορνηλία Καδόγλου στη «Νύχτα» (σ. 9) αποδίδοντας με έντονες οσφρητικές, ακουστικές και οπτικές εικόνες το ελληνικό τοπίο. Η φύση είναι αυτή, που για το ποιητικό υποκείμενο συντρέχει τα πρόσωπα, με σκοπό να βιώσουν τον έρωτα καθώς «Απόψε τα κορμιά τους θα λαβωθούν», συν-υποδηλώνοντας τον πόνο που επιφέρει η ερωτική κατάσταση. Τον αδιαίρετο Έρωτα αναζητούν «οι Εξορισμένοι από την αρχέγονη φύση τους/περιπλανιούνται σαν πλάσματα αγγελικά/φθαρμένα από τον χρόνο» (σ. 10) αλλά και η ποιητική φωνή στο ποίημα «Αγίων Αναζήτηση» (σ. 12) θα πει: «Γυμνοί θα κοιταχτούμε στα μάτια/για χάρη του Έρωτα/[…] Δεν απαρνιέμαι τον κόσμο/τον συνοψίζω σε σένα» ως μια ωδή στον Έρωτα.

Η πλήρης ταύτιση των ερωτευμένων, η ταύτιση του Εγώ με το Εσύ αποτελούν κυρίαρχα στοιχεία και προϋποθέτουν την ερωτική αναζήτηση για «την απαρχή της αλήθειας» (σ. 12).

Ο Έρωτας, όμως, όπως ποιητικά παρουσιάζει η Κ. Καδόγλου, κάποιες φορές αποτελεί μια ανεκπλήρωτη επιθυμία ή κατάσταση. Και αυτό γιατί κάποιες φορές ο πομπός δεν βρίσκει την ποθητή συναισθηματική ανταπόκριση, κι επομένως δεν βιώνει το μεγαλείο του Έρωτα, καθώς «τα φιλιά, τα χάδια, τις αγκαλιές/που μοιράστηκαν άδικα σε ξένα χέρια/[…] που ξοδεύτηκε σε ξένα κορμιά/[…] σαν μπόρες μέσα απ’ τα μάτια σου,/χλωμά φθινόπωρα και μεθυσμένες γιορτές/» με αποτέλεσμα «γύρισε κι ο Έρωτας/με αγκάθινο στεφάνι» (σ. 13).

Η ποιήτρια με πλούσια εκφραστικά μέσα, όπως παρομοιώσεις («σαν ρούχα διάσπαρτα»), προσωποποιήσεις («ελπίδες ξέπνοες»), μεταφορές («ατσάλινος μορφασμός») και εικόνες («Στέκεται εκεί στην τελευταία θέση») αποδίδει την απελευθέρωση/τη λύτρωση του ατόμου από τα επώδυνα συναισθήματα που προκαλεί πολλές φορές το ερωτικό βίωμα. Δίνει, όμως, ένα «ανοιχτό» τέλος στο ποίημα με το ερώτημα «Θρίαμβος;» (σ. 11), το οποίο διεγείρει το ενδιαφέρον και τον προβληματισμού του/της αναγνώστη/-στριας για να δώσει τη δική του, προσωπική απάντηση.

Η σιωπή είναι ο θεματικός πρωταγωνιστής σε αρκετά ποιήματα του Μόριμου, του πένθιμου επισκέπτη του θέρους. «Σιωπές και φωνές» (σ. 14) ένα αντιθετικό δίπολο, μια αέναη εσωτερική πάλη ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, που ταλανίζουν το ποιητικό υποκείμενο.

Στο τέλος αυτής της πάλης νικητής είναι η σιωπή γιατί «είναι σοφία η σιωπή που γίνεται εμμονή» (σ. 14). Η σιωπή, όμως, της Κορνηλίας Καδόγλου κατά έναν υπερρεαλιστικό τρόπο έχει φωνή, τη δική της φωνή, το δικό της μέσο για να επικοινωνήσει με τον Άλλον.

Κι αυτό καθώς «Υπάρχουν άνθρωποι/αντί για μάτια έχουν άσβηστες φωτιές/Καθώς τους κοιτάς τη θέρμη τους αισθάνεσαι/Κι αν η σιωπή τους έχει σφαλίσει τα στόματα/το σχήμα τους προδίδει την σοφία της» (σ. 15), για να δοθεί έμφαση και προτεραιότητα στην οπτική επαφή, στο σχήμα και στις εκφράσεις του προσώπου, δηλαδή στα εξωγλωσσικά στοιχεία ως δίαυλοι επικοινωνίας (Hawthorn, 2016:111) έναντι του γλωσσικού κώδικα.

Έτσι, οι σκέψεις και οι ιδέες, οι προβληματισμοί και τα συναισθήματα υπερπηδούν τους γλωσσικούς κανόνες και περιορισμούς και επικοινωνούν με το Εσύ. Η λεκτική και εκφραστική δύναμη της σιωπής προκειμένου να γίνει έκφραση και λόγος, αντίλογος και διάλογος διαφαίνεται και από τις έντονες αντιθέσεις και το σχήμα της επανάληψης στο ποίημα «Σκόνη μόνο» (σ. 20): «Βυθίζω τη σιωπή μου στην αιώνια άρνησή σου/μα αυτή αντιστέκεται/Λιώνω τη μνήμη μου στο βάθρο της περηφάνειάς σου/μ’ αυτή αντιστέκεται».

Και είναι τόσο ισχυρή η εσώτερη ανάγκη του ποιητή – δημιουργού να εκφραστεί με την ποιητική τέχνη ώστε να κάνει επίκληση στη «Μήτρα των παθών μούσα ποιητών» (σ. 18), από την οποία ζητάει εναγώνια «άφησέ με να ελευθερώσω την κραυγή μου» (σ. 18), που θα εμπνεύσει και ταυτόχρονα θα του χαρίσει με την λυτρωτική της διάσταση την ελευθερία.

Η σιωπή της ποιήτριας δεν έχει αφετηρία μόνο το απρόσωπο, ανώνυμο Εγώ ή Εσύ, αλλά αποκτά σάρκα και οστά στο συγκεκριμένο πρόσωπο του πατέρα στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής, «Ο πατέρας μου» (σ. 28). Η παιδική ηλικία μετουσιώνεται δημιουργικά σαν μια γλυκιά ανάμνηση, στην οποία «Ο πατέρας σαν την αράχνη στωικός, αθόρυβος/ύφαινε χειμώνες και καλοκαίρια/με τα χέρια του μεταξωτές αναμνήσεις/λουσμένες στο φως των εποχών/Με τη σοφία της σιωπής στα χείλη/μυρωδιές από καρπούζι και κάστανα/άλλαζαν τα χρόνια σαν τραπουλόχαρτα/εικόνες στοργής σαν ξέγνοιαστα παιχνίδια» (σ. 28).

Η ποιήτρια κατορθώνει μέσα σε δύο (2) τετράστιχες στροφές και λίγες λέξεις και με την έντονη παρήχηση των υγρών συμφώνων να κλείσει τις μυρωδιές, τις εικόνες και τα συναισθήματα της παιδικής ηλικίας. «Το καρπούζι [και] τα κάστανα [και] οι εικόνες της στοργής» αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για την ενήλικη πορεία.

Είναι το φως της πατρικής σιωπής, το οποίο χαράζει τη διαδρομή της ενηλικίωσης. Είναι το φως που χαρίζει το μαύρο, όπως δήλωνε ο Ματίς. Εδώ, η ανάμνηση του πατέρα λειτουργεί ως αφετηρία, ως εφαλτήριο πάνω στο οποίο στηρίζεται η ποιήτρια, για να οικοδομήσει μια ποιητική εμπειρία συγκινησιακής και συναισθηματικής φόρτισης.

Η μνήμη και η ποίηση είναι δύο έννοιες στενά συνδεδεμένες, αφού η ποίηση τρέφεται από τη μνήμη, την ανάκληση και τον στοχασμό πάνω στις εμπειρίες του παρελθόντος. Η δύναμη της μνήμης και της λήθης επανέρχεται στο ποίημα «Λήθη» (σ. 22). Σε πρώτο (α΄) ενικό πρόσωπο με εξομολογητικό τόνο θα διατυπώσει με μια υπερρεαλιστική εικόνα: «Κι εγώ αγκαλιάζω το αστέρι που σκάλωσε στον βράχο/για λίγο τα πάντα λησμονώντας».

Στο «Σημεία στίξης» (σ. 31) «Σαν κρότος έσπασε η μνήμη/καλοκαίρια ξεχύθηκαν ευλαβικά φυλαγμένα/κροτίδα εκκωφαντική παρέσυρε/τις ξεψυχισμένες λέξεις» αποτυπώνεται η διαλεκτική σχέση της μνήμης και της ποίησης. Η θεματική της ποιητικής συλλογής της Κορνηλίας Καδόγλου, ο έρωτας και η σιωπή, η μνήμη και η λήθη συμπυκνώνονται στην «Κυριακή» (σ. 27) καθώς διατυπώνει την επιθυμία, «Θα ήθελα να είμαι Κυριακή/νοσταλγία και σιωπή/λύπη απογευματινή/Επιστροφή από εκδρομή/γέλιο από παιδί/παλιά μουσική/γεύση από φιλί/».

Πράγματι το μαύρο εξώφυλλο όπως και το μαύρο του Μόριμου, του πένθιμου ρίχνει φως στην οπτική του ποιητικού κόσμου και της ζωής αφήνοντας στον/στην αναγνώστη/-στρια μια «προσευχή/αγάπης προσμονή» (σ. 27).

 

Βιβλιογραφία

Hawthorn, J. (2016). Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης