Η χίμαιρα: Ανάμεσα σε δυο κόσμους

Η ταινία εμβαθύνει στα θέματα της μνήμης, της απώλειας και του περάσματος του χρόνου, παραλληλίζοντας τους αρχαιολογικούς χώρους ανασκαφής με την ανασκαφή προσωπικών ιστοριών.

Η

Ο άνθρωπος πρέπει να ξεκινά να κάνει αυτό που μπορεί, έτσι κάποια στιγμή η επιθυμία του θα εκβάλει σ’ αυτό του ονειρεύεται και τότε η θάλασσα φαντασίας, δύναμης, μαγείας θα είναι έτοιμη να κατακλύσει τα πάντα. Εξ άλλου κι ό,τι αισθανόμαστε είναι μια χίμαιρα μέσα στο μεγάλο όνειρο της ζωής.

Στην ταινία «Η χίμαιρα» της Αλίτσε Ρορβάχερ, μεταφερόμαστε στην ιταλική ύπαιθρο της δεκαετίας του 1980, και συγκεκριμένα στην Ταρκίνια, την αρχαία πόλη της επαρχίας του Βιτέρμπο, μια πόλη γνωστή για την ετρουσκική κληρονομιά και τους αρχαίους τάφους της. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται ο Άρθουρ, ένας νεαρός Εγγλέζος, η παρουσία του οποίου καλύπτεται από μυστήριο. Έχοντας μόλις βγει από τη φυλακή, ο αρχαιολόγος Άρθουρ συνεχίζει να αναζητά την Μπενιαμίνα τον χαμένο του έρωτα. Υπονοείται ότι μπορεί να έχει ακολουθήσει την αγαπημένη του Μπενιαμίνα σε αυτό το μέρος, μια γυναίκα που υπάρχει πλέον μόνο στη μνήμη, έχοντας φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Ωστόσο, η μητέρα της, η Φλώρα, τραγουδίστρια της όπερας, κρατά σταθερά την ελπίδα της επιστροφής της, δημιουργώντας μια στοιχειωμένη ατμόσφαιρα απώλειας και νοσταλγίας.

Η αναζήτηση του Άρθουρ είναι ένα κυνήγι μιας χίμαιρας και οραμάτων που προσφέρουν ματιές στο κρυφό παρελθόν. Μαζί με μια ομάδα ντόπιων «tombaroli» αρχαιοκάπηλων, τυμβωρύχων, ο Άρθουρ ξεκινά ανασκαφές για να φέρει στο φως αρχαίους θησαυρούς που είναι θαμμένοι μαζί με τους νεκρούς, επιδιώκοντας να κατανοήσει και ίσως να ανακτήσει ό,τι έχει χαθεί από τον χρόνο. Ενώ οι σύντροφοί του έχουν ως κίνητρο το κέρδος, οι επιδιώξεις του Άρθουρ καθοδηγούνται από μια βαθύτερη λαχτάρα για νόημα και σύνδεση, που συμβολίζεται από την αδιάκοπη αναζήτησή του για τη Μπενιαμίνα και τις αλήθειες που κρύβονται στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του παρελθόντος.

Η ταινία εμβαθύνει στα θέματα της μνήμης, της απώλειας και του περάσματος του χρόνου, παραλληλίζοντας τους αρχαιολογικούς χώρους ανασκαφής με την ανασκαφή προσωπικών ιστοριών. Το ταξίδι του Αρθούρ γίνεται μια μεταφορική εξερεύνηση της ανθρώπινης κατάστασης, καθώς περιηγείται στα περίπλοκα στρώματα της ύπαρξης, καθοδηγούμενος από ένα ασύλληπτο νήμα που μοιάζει με αυτό της Αριάδνης στο μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου. Μέσα από τις συναντήσεις του με τους οριακούς χώρους μεταξύ ζωής και θανάτου, παλεύει με ερωτήματα ταυτότητας και σκοπού, αναζητώντας λύση μέσα στα κατακερματισμένα απομεινάρια του παρελθόντος.

-Θέλαμε να κάνουμε λεφτά, ακούγεται στην ταινία.

-Αλλά εκείνος αναζητούσε ένα πέρασμα για το Επέκεινα.

Η σκηνοθεσία της Αλίτσε Ρορβάχερ χρησιμοποιώντας διαφορετικά φορμάτ στην κινηματογράφηση (16mm και 35άρι) για να αποδώσει το ονειρικό, το φανταστικό και το ρεαλιστικό επικαλύπτει τη «Χίμαιρα» της με μια αίσθηση ποιητικού ρεαλισμού, αποτυπώνοντας την τραχιά ομορφιά του ιταλικού τοπίου, ενώ παράλληλα εμπλουτίζει την αφήγηση με μια αιθέρια ποιότητα που θολώνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Η οπτική γλώσσα της ταινίας, ολοκληρώνεται εκεί που συναντιέται η νεορεαλιστική αμεσότητα με την ονειρική εμβάθυνση. Η ταινία χαρακτηρίζεται από στοιχειωμένες εικόνες και ονειρικές σεκάνς και αντανακλά την εσωτερική ταραχή του Άρθουρ και την αναζήτησή του για υπέρβαση σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από την παροδικότητα και τη φθορά.

Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Τζος Ο’ Κόνορ, ο οποίος ερμηνεύει λιτά, με παραιτημένη αγωνία και ραγισμένη επιμονή τον αφυδατωμένο Άρθουρ και οι Κάρολ Ντουάρτε, Βιντσέντζο Νεμολάτο.

Η σκηνοθέτις Αλίτσε Ρορβάχερ (βραβευμένη στις Κάννες – Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για τα «Θαύματα» το 2014 και Βραβείο Σεναρίου για τον «Ευτυχισμένο Λάζαρο») γράφει «Εκεί που μεγάλωσα, (Φιέζολε της Τοσκάνης) ήταν συνηθισμένο να ακούς ιστορίες για μυστικές ανακαλύψεις, κρυφές ανασκαφές και μυστηριώδεις περιπέτειες» και συνεχίζει «Η εγγύτητα μεταξύ του ιερού και του βέβηλου, θανάτου και ζωής, που χαρακτήριζε τα χρόνια που μεγάλωνα, με συνάρπαζε από πάντα και με βοήθησε να έχω αντίληψη στον τρόπο να βλέπω τα πράγματα. Γι’ αυτό αποφάσισα επιτέλους να κάνω ένα φιλμ που να διηγείται αυτήν την πολύστρωτη ιστορία, αυτήν τη σχέση ανάμεσα σε δύο κόσμους, το τελευταίο μέρος ενός τρίπτυχου για μια τοπική περιοχή της οποίας η προσοχή εστιάζεται σε ένα κεντρικό ερώτημα: τι πρέπει να κάνει με το παρελθόν της; Όπως λένε μερικοί τομπάρολοι (τυμβωρύχοι), στην περιοχή μας είναι οι νεκροί που δίνουν ζωή».

Κεντρικό στοιχείο του θεματικού μωσαϊκού της ταινίας είναι το μοτίβο της χίμαιρας – ένα έμβλημα της φευγαλέας φύσης της αλήθειας και της εφήμερης ποιότητας της μνήμης. Καθώς ο Άρθουρ παλεύει με τους δικούς του εσωτερικούς δαίμονες και τις εξωτερικές προκλήσεις, έρχεται αντιμέτωπος με τη χιμαιρική φύση της ίδιας του της ύπαρξης, ταλαντευόμενος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, λαχτάρας και αποδοχής. Τελικά, «η χίμαιρα» είναι ένας στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, μια εξερεύνηση των τρόπων με τους οποίους περιηγούμαστε στην πολυπλοκότητα της δικής μας ιστορίας σε αναζήτηση νοήματος και λύτρωσης.

Στη ζωή κάθε χαμόγελο είναι μια ψευδαίσθηση και κάθε δάκρυ μια πραγματικότητα. Κάπου ανάμεσά του κατοικεί μια αιώνια παραίσθηση, μια αέναη χίμαιρα με ρινίσματα χωμάτινης αλήθειας, που καλούμαστε να ζήσουμε με θάρρος, τόλμη και φαντασία. Όσο δειλιάζουμε τόσο η αφόρητη πραγματικότητα πνίγει τον βίο μας.