Η Microsoft εξαγόρασε την Activision-Blizzard – Σχεδόν 70 δις δολάρια το deal

Η Microsoft, η οποία εμπορεύεται την κονσόλα Xbox, θα γίνει, επομένως, ο τρίτος μεγαλύτερος “παίχτης” στη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών, σε ό,τι αφορά τον κύκλο εργασιών, πίσω από την κινεζική Chinois Tencent και την γιαπωνέζικη Sony, κατασκευάστρια του PlayStation.

Microsoft

Η Microsoft ανακοίνωσε σήμερα την πρόθεσή της να εξαγοράσει αντί σχεδόν 69 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον αμερικανικό κολοσσό των βιντεοπαιχνιδιών Activision-Blizzard, που έχει κυκλοφορήσει, μεταξύ άλλων, τα “Call of Duty”, “World of Warcraft” και “Candy Crush”.

«Τα βιντεοπαιχνίδια είναι η πλέον δυναμική και συναρπαστική κατηγορία στον τομέα της ψυχαγωγίας σε όλες τις πλατφόρμες και θα παίξουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των πλατφορμών των metaverse», σημείωσε ο επικεφαλής της Microsoft Σάτια Ναντέλα, σε ένα δελτίο τύπου.

Εάν η συναλλαγή επιβεβαιωθεί, θα πρόκειται για τη μεγαλύτερη εξαγορά στον τομέα των βιντεοπαιχνιδιών, πολύ μπροστά από την εξαγορά της Zynga από την Take-Two έναντι του ποσού των 12,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα. Θα είναι επίσης η σημαντικότερη εξαγορά που θα έχει πραγματοποιήσει ο κολοσσός της πληροφορικής.

Η Microsoft, η οποία εμπορεύεται την κονσόλα Xbox, θα γίνει, επομένως, ο τρίτος μεγαλύτερος “παίχτης” στη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών, σε ό,τι αφορά τον κύκλο εργασιών, πίσω από την κινεζική Chinois Tencent και την γιαπωνέζικη Sony, κατασκευάστρια του PlayStation.

Η απόκτηση της Activision-Blizzard, η οποία θα πραγματοποιηθεί υπό τη μορφή της εξαγοράς με μετρητά των τίτλων της Activision στην τιμή μονάδας των 95 δολαρίων ανά μετοχή, αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2023.

Η μετοχή της Activision εκτοξεύτηκε περισσότερο από 37% στη Γουόλ Στριτ μετά την ανακοίνωση, στις ηλεκτρονικές συναλλαγές πριν από το άνοιγμα του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και ανεστάλη λίγα λεπτά μετά.

Η ανακοίνωση της εξαγοράς λαμβάνει χώρα σε μια ταραχώδη περίοδο για την Activision.

Ο όμιλος από την Καλιφόρνια κατηγορείται, από τις αμερικανικές αρχές και εργαζόμενους, ότι επέτρεψε να αναπτυχθεί μια σεξιστική επιχειρηματική κουλτούρα, καθώς δεν έδρασε επαρκώς σε περιπτώσεις σεξουαλικών επιθέσεων και παρενόχλησης.