Κεντροαριστέρα σε σύγχυση;

Του Δημήτρη Μάρδα, Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών
π. αν. υπουργός Οικονομικών και υφ/γός Εξωτερικών.

 

H εφημερίδα Guardian στις 10/1/2024 δημοσίευσε τα αποτελέσματα κάποιων ερευνών, με θέμα την κρίση που διαπερνά η αριστερά. Ενα από τα βασικά ευρήματά τους ήταν ότι, «Η προσπάθεια μίμησης δεξιών θέσεων δεν είναι μια επιτυχημένη στρατηγική για την αριστερά».

Αναλυτικότερα, οι έρευνες έδιναν έμφαση σε δυο πολιτικές. Σύμφωνα με την πρώτη «τα κεντροαριστερά κόμματα που στην πραγματικότητα επιβάλλουν λιτότητα, χάνουν ψήφους… καθώς… η δημοσιονομική ορθοδοξία-περικοπή φόρων, περιορισμός των δαπανών, περιορισμός του δημόσιου χρέους– δεν είναι προσφιλής προς τους αριστερούς ψηφοφόρους…».

Σύμφωνα με τη δεύτερη πολιτική, «… τα κεντροαριστερά κόμματα που υπόσχονται… να είναι σκληρά στη μετανάστευση, κινδυνεύουν να αποξενωθούν από τους προοδευτικούς ψηφοφόρους…».

-Ως προς τις απαντήσεις αναφορικά με το πρώτο σκέλος, εδώ σημειώνεται το εξής.

Οι «ράγες» για τα δημόσια ελλείμματα και χρέος που έθεσε αρχικά η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993) και κατόπιν το εξωφρενικό, γερμανικής έμπνευσης ανεφάρμοστο πλέον Δημοσιονομικό Σύμφωνο (2019), δίνουν σχετικά περιορισμένα περιθώρια στις δημοσιονομικές πολιτικές της αριστεράς. Ως εκ τούτου, η μάχη για ισχυρό κράτος πρόνοιας, για ανάπτυξη και πραγματικές επενδύσεις έχοντας ως ατμομηχανή τις εκλογικευμένες δημόσιες δαπάνες, οφείλει αρχικά να δοθεί στην ΕΕ.

Στην Ελλάδα υπάρχουν όμως αρκετά περιθώρια εκδίπλωσης μιας αριστερής πολιτικής μέσα από τις ακόλουθες τρεις συνιστώσες, που δεν συναντώνται αλλού στην ΕΕ. Τέτοιες είναι -πλην της φοροδιαφυγής- ο περιορισμός της αλόγιστης και απερίγραπτης σπατάλης των δημοσίων πόρων, η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και η μείωση της διαφθοράς.

Στη χώρα μας πρόσθετα, κύριος περιορισμός μη ανάπτυξης της αριστεράς είναι ένας και μοναδικός: Η ξύλινη γλώσσα, που χρησιμοποιείται από τις αρχηγικά στελέχη των κομμάτων της, δυσνόητη αν όχι ακατανόητη στους ψηφοφόρους.

-Ως προς το δεύτερο σκέλος των μελετών, το μεταναστατευτικό, η χώρα βιώνει μια κατάσταση χωρίς στρατηγική, η οποία κατά πολλούς, συντηρητικούς και αριστερούς, θεωρεί ατυχώς τους μετανάστες ως υποκατάστατο της υπογεννητικότητας. Το μεταναστευτικό εξελίσσεται σε ένα νέφος σύγχυσης, αγνοώντας βασικές συνιστώσες που συνδέονται είτε με την έξοδο των Ελλήνων (και όχι μόνο των επιστημόνων) προς άλλες χώρες, είτε με τις επιλογές των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης περί ανοικτών συνόρων, είτε με τις γεωπολιτικές συνιστώσες του προβλήματος.

Σημειώνεται ότι τα ανοιχτά σύνορα είναι μια πάγια επιδίωξη των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων του πλανήτη που επιδιώκουν, μέσω των μετακινήσεων μεταναστών και την άφθονη προσφορά της εργασίας τους, την αλλαγή των όρων απασχόλησης τόσο εδώ όσο και σε άλλα κράτη.