Κώστας Μπακογιάννης: Ο Πατρινός με τις εφημερίδες το ’40 – Με συγκίνηση και μάτια βουρκωμένα εξιστορεί στην «Π»

Ηταν μικρό παιδί το 1940, μόλις 13 ετών και ορφανός, όταν ξεκίνησε να πουλάει εφημερίδες στην Πάτρα! Ο πόλεμος με τους Ιταλούς είχε μόλις ξεκινήσει και οι Πατρινοί «διψούσαν» να μάθουν τις εξελίξεις από το μέτωπο και τις πολεμικές εποποιίες των ελληνικών στρατευμάτων!

Μπακογιάννης

Ο 96χρονος σήμερα Κώστας Μπακογιάννης, βετεράνος μουσικός και τραγουδιστής, καταθέτει στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» την συγκλονιστική εμπειρία του: «Οργωνε» από τα χαράματα έως τα μεσάνυχτα την Πάτρα με τα πόδια, φθάνοντας έως την Εγλυκάδα, για να κερδίσει λίγες δραχμές! Μιλάει με συγκίνηση και τα μάτια του «βουρκώνουν» από τις θύμισες…

ΟΙ ΠΑΤΡΙΝΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

«Είχε αρχίσει ο πόλεμος και είχα ήδη ‘‘χάσει’’ τη μητέρα μου από το 1937, όταν ήμουν 10 ετών. Ο πατέρας μου είχε φύγει και ζούσε στην Αιτωλοακαρνανία. Ετσι, εγώ που είχα τελειώσει το δημοτικό, ζούσα στην οδό 6η Συντάγματος, με τη νόνα μου κι έπρεπε κάτι να κάνω. Ξεκίνησα λοιπόν με ένα κασελάκι, να πουλάω επιστολικά δελτάρια για τους στρατιώτες, αλλά δεν έβγαινε τίποτα. Ετσι σκέφτηκα, να πάω να πουλήσω εφημερίδες! Τότε ήταν τρεις εφημερίδες: Ο «Τηλέγραφος» επί της Κορίνθου, μεταξύ Αγ. Νικολάου και Κολοκοτρώνη, ο «Νεολόγος» επί της οδού Κανακάρη και ο «Ταχυδρόμος» επί της οδού Βότση, μεταξύ Κανακάρη και Καραϊσκάκη.

Ηταν Οκτώβριος του 1940 και ήμουν 13 ετών, όταν ξεκίνησα να πουλάω εφημερίδες! Ξύπναγα γύρω στις 5 το πρωί και έφευγα από το σπίτι μου, για να πάω να πιάσω σειρά στις εφημερίδες, γιατί γύρω στις 6:00 έπρεπε να ξεκινήσουμε να τις πουλάμε».

Η ΕΡΗΜΗ ΠΑΤΡΑ

«Θυμάμαι την Πάτρα τότε: Ερημη, ερεβώδης λόγω του συσκοτισμού που είχε επιβληθεί από τις Αρχές για τον φόβο βομβαρδισμών, απόλυτη ησυχία, τίποτα δεν κουνιόταν… Μπλε χαρτί στα τζάμια των σπιτιών, για να μην φαίνεται φως… Περπατάγαμε δίπλα στα χαλάσματα και μόλις ακούγαμε τον παραμικρό θόρυβο, «παγώναμε» από τον φόβο μας…

Γύριζα όλη την Πάτρα και έφθανα με τα πόδια έως την Εγλυκάδα! Τελείωνα γύρω στις 9:30 το πρωί, με τις πατρινές εφημερίδες και κατέληγα στα Ταμπάχανα. Από εκεί έφευγα και πήγαινα κάτω στον σταθμό, όπου έρχονταν γύρω στις 10:30 τα πρωινά αθηναϊκά φύλλα: «Ακρόπολις», «Ασύρματος», «Μέλλον», «Καθημερινή» κ.ά.».

ΞΕΠΟΥΛΟΥΣΑΝ ΤΑ ΦΥΛΛΑ

«Ο κόσμος αγόραζε εφημερίδες, γιατί διψούσε να μάθει τα νέα του πολέμου. Αλλωστε υπήρχε τότε μόνο το ραδιόφωνο, αλλά και πάλι, οι περισσότεροι Πατρινοί δεν είχαν σπίτι τους ραδιόφωνο. Οι εφημερίδες ήταν το κύριο μέσο ενημέρωσης. Ιδιαίτερα, όταν νικούσαμε τους Ιταλούς, γινόταν χαμός, οι εφημερίδες ξεπουλούσαν! Κάθε μέρα εγώ πούλαγα γύρω στις 100 εφημερίδες.
Τελειώναμε με τα πρωινά αθηναϊκά φύλλα, γύρω στις 12:30 – 13:00 και μετά συνεχίζαμε με τις απογευματινές πατρινές εφημερίδες της εποχής. Αυτές βγαίνανε γύρω στις 4 το απόγευμα και ήταν η «Απογευματινή», που είχε γραφεία στη Βότση, απέναντι από το Μεταγωγών, και το «Φως» του Κουλουμπή, κάτω από το «Πάνθεον». Πούλαγα και αυτές και μετά, γύρω στις 6:30 το απόγευμα, έρχονταν οι βραδινές αθηναϊκές εφημερίδες! Πηγαίναμε παίρναμε και αυτές από το σταθμό του τρένου και τελειώναμε την πώληση γύρω στα μεσάνυχτα!».

22 ΚΑΙ 40 ΛΕΠΤΑ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ

«Ολη τη μέρα ήμασταν στους δρόμους. Και τι να τρώγαμε; Κανένα τραχανά, κανένα κουρκούτι… Τότε θυμάμαι, είχαν βομβαρδίσει οι Ιταλοί ένα μεγάλο καΐκι στους Μύλους Αγίου Γεωργίου, την ώρα που είχε σαλπάρει. Ηταν έμφορτο με καλαμπόκια, στάρι. Πήγαινε ο κόσμος και έπαιρνε σακιά, πήγαινα και εγώ και έπαιρνα ό,τι μπορούσα… 25 λεπτά στο κάθε φύλλο, μας έδιναν οι αθηναϊκές και 40 λεπτά οι πατρινές. Ηταν ένα εισόδημα, που για την εποχή εκείνη, κάτι προσέφερε στην οικογένειά μου… Βέβαια, όταν έγινε η κατοχή από τους Γερμανούς, σταμάτησαν όλα! Ο εφιάλτης θα κρατούσε τρία ολόκληρα χρόνια…».