Λέων Ναρ: «Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου γράφει όπως οι ανώνυμοι δημιουργοί της δημοτικής ποίησης»

«Αν έχουμε 10 Θανάσιδες, νομίζω ότι θα κάνουμε restart» απαντά ο Λέοντας Ναρ, όταν τον ρωτάμε αν η παράδοση με έναν περίεργο τρόπο εξελίσσεται μέσα από τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου, σε μια κουβέντα που περιελάμβανε θύμησες, απορίες όπως πότε άναψε το πρώτο καπνογόνο στις συναυλίες του τραγουδοποιού, πότε ακούστηκε στην  «Ανδρομέδα» το «Άιντε» ως απάντηση κ.ά.

Λέων Ναρ: «Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου γράφει όπως οι ανώνυμοι δημιουργοί της δημοτικής ποίησης»

Ήδη το βιβλίο του Λέοντος Α. Ναρ «Να βρω ξανά του νήματος την άκρη… Σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου», βρίσκεται στην 6η έκδοσή του. Άλλωστε, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ένας από τους πλέον αγαπημένους τραγουδοποιούς της νεολαίας και όχι μόνο, με τις συναυλίες του να χαρακτηρίζονται από παλμό και ένταση.

«Αν έχουμε 10 Θανάσιδες, νομίζω ότι θα κάνουμε restart» απαντά ο Λέοντας Ναρ, όταν τον ρωτάμε αν η παράδοση με έναν περίεργο τρόπο εξελίσσεται μέσα από τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου, σε μια κουβέντα που περιελάμβανε θύμησες, απορίες όπως πότε άναψε το πρώτο καπνογόνο στις συναυλίες του τραγουδοποιού, πότε ακούστηκε στην  «Ανδρομέδα» το «Άιντε» ως απάντηση κ.ά.

Αιτία της συζήτησης, η εκδήλωση αφιερωμένη στην ποίηση του Θανάση Παπακωνσταντίνου με αφορμή το βιβλίο του Λέοντος Α. Ναρ, την οποία διοργανώνουν το Ίδρυμα Ι. & Ε. Τοπάλη και οι Εκδόσεις Πατάκη, το Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου και ώρα 7 το απόγευμα στο αίθριο του Παλαιού Δημοτικού Νοσοκομείου.

Ο Λέων Ναρ, μιλά στο pelop.gr για το βιβλίο και τι τον παρακίνησε στο να το γράψει, την διαχρονικότητα και την υβριδικότητα του έργου του Θανάση Παπακωνσταντίνου και πολλά άλλα.

Συνήθως διαβάζουμε βιογραφίες, μουσικές και μη, όταν πλέον ένας καλλιτέχνης έχει φύγει από τη ζωή. Γιατί αποφασίσατε να γράψετε αυτό το βιβλίο, ενώσω ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι εν ζωή;

Γενικά με όλους δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό το σύνηθες, το να φεύγει από τη ζωή και να σκύβουν όλοι στο έργο του, ακριβώς γιατί αν δεν είχαμε την οπτική του Θανάση στο βιβλίο, νιώθω ότι θα είχαμε ένα διαφορετικό βιβλίο. Η ιδέα εμένα προέκυψε από το γεγονός ότι ακούω πάρα πολλά χρόνια αυτή τη μουσική, σε ένα βαθμό παραπάνω παίζει βαθμό ίσως και το γεγονός ότι σπούδασα στα χρόνια που οι περισσότεροι δημιουργοί αυτού του κλίματος έδρασαν στη Θεσσαλονίκη. Και υπήρχε η διορατικότητα του Νίκου Παπάζογλου σχετικά με το γεγονός ότι όλοι αυτοί, ο Θανάσης, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Κανά, η Λιζέτα Καλημέρη αλλά και οι πιο ροκ, Τρύπες, Σπαθιά – ηχογραφούσαν στο στούντιό του Παπάζογλου, το «Αγροτικόν» στη Θεσσαλονίκη.Είχε διαμορφωθεί ένα κλίμα εκείνη την εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του 90, το οποίο εμείς το ζήσαμε διαφορετικά. Άρα όλοι οι συμπολίτες μου και αυτοί που ακούγαμε αυτό το είδος μουσικής, το «έντεχνο» αν και δεν μου αρέσει ο όρος», είχαμε πολλά βιώματα από πολλά live που έγιναν εδώ στην πόλη.

Ήταν ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό. Αυτό προφανώς εγγράφεται μέσα σου, το κρατάς και από εκεί και πέρα είπα να το κάνουμε! Το βιβλίο δεν είναι μία βιογραφία, ασχολείται με τον στιχουργικό κόσμο του Θανάση. Είναι ένας κόσμος ανομιόμορφος, εντελώς. Δεν είναι μία μονογραφία για το έργο του. Τρέχει ήδη η 6η έκδοσή του, σε αυτό συμβάλλει ότι δεν είναι «βαριά» γραμμένο, χωρίς παράλληλα να είναι εκλαϊκευμένο και δημοσιογραφικό -όχι με την κακή έννοια του όρου.

Επίσης, ο Θανάσης μπαινοβγαίνει στο βιβλίο άρα δεν είναι μια εκτεταμμένη συνέντευξη, και επομένως και το βιβλίο είναι υβριδικό. Νιώθω ότι ο Θανάσης προσπαθεί να βρει του νήματος την άκρη στην ελληνική τραγουδοποιία και εγώ προσπαθώ να βρω του νήματος την άκρη στους στίχους του Θανάση.

Δύσκολα έργα και τα δύο

Ο Θανάσης το καταφέρνει σίγουρα, εγώ δεν ξέρω, απλά προσπάθησα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα.

Γιατί να διαβάσουμε το βιβλίο σας; Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει Θανάση Παπακωνσταντίνου και ο καθένας ανακαλύπτει τα νοήματα που θέλει ή μπορεί.

Αυτό είναι μια εύλογη ερώτηση: το έργο του Θανάση αυτοσυστήνεται επομένως δεν έχει ανάγκη συστάσεων. Εγώ -και μακριά από εμένα κάτι τέτοιο- δεν θα έμπαινα ποτέ στη λογική να εξηγήσω τους στίχους του Θανάση. Η τέχνη δεν εξηγείται. Η πρόσληψή της σχετίζεται ανάλογα με τα βιώματα του καθενός τη στιγμή που ακούει το τραγούδι. Το πώς είσαι εκείνη τη στιγμή. Μπορεί ένα τραγούδι που το έπαιξε και πρόσφατα στην εδώ συναυλία του, στη Θεσσαλονίκη, να το πρωτο-άκουσα πριν 25 χρόνια και να ήμουν σε μία ψυχική κατάσταση και να το προσέλαβα με έναν x τρόπο, ενδιάμεσα να έχουν γίνει άλλες 10 προσλήψεις με διαφορετικό τρόπο και τώρα να ήταν αλλιώτικα. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να περιγράψω τη δική του περπατησιά, την θεματική του, τις καταβολές του…

Ούτως ή άλλως τον Θανάση, σύμφωνα με την οπτική του που αναπτύσσεται στους στίχους του μπορείς να τον χωρίσεις σε 4 κατηγορίες: η πρώτη είναι η σχέση του με το δημοτικό τραγούδι, η δεύτερη είναι η αγάπη του για τη φύση, η τρίτη είναι το ότι υπάρχει σε πολλά τραγούδια του ένας υπαρξισμός πολύ έντονος, μια εσωτερικότητα και η τέταρτη ότι υπάρχουν πολλά τραγούδια που είναι κοινωνικά, με έντονα κοινωνικά μηνύματα.

Αυτά, σε πολλά τραγούδια μπορεί να τα βρει με πράγματα που χρειάζονται έναν πραγματολογικό σχολιασμό π.χ. υπάρχει η συχνή χρήση στο έργο του στα άστρα στα οποία παραπέμπει συχνά. Μαζεύω αυτά τα τραγούδια και διευκολύνω τον αναγνώστη στη πρόσληψή τους, χωρίς όμως να τον «παίρνω από το χέρι» και να το εξηγώ το τι σημαίνει. Υπάρχουν κάποια τραγούδια-παίγνια… Προσπαθώ να τα ομαδοποιήσω… Ούτως ή άλλως δεν μπορείς να τα ομαδοποιήσεις όλα γιατί το υλικό είναι εξακολουθητικά ετερόκλητο. Δεν μπαίνει 100% σε καλούπια.

Επίσης, προσπαθώ να σκεφτώ τι θα ήταν κάποιες από τις απορροίες των αναγνωστών, πώς γράφει, πρώτα στίχο και μετά μουσική; Έχει κάποια σταθερή συνταγή; Να μπω στην κουζίνα του δημιουργού.

Λέων Ναρ: «Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου γράφει όπως οι ανώνυμοι δημιουργοί της δημοτικής ποίησης»

Μια εύλογη ερώτηση, τουλάχιστον για εμένα, είναι η εξής: Τι κάνει ένας έμπειρος μελετητής κειμένων με έναν τραγουδοποιό; Πού συγκλίνουν;

Και οι σπουδές μου και τα περισσότερα βιβλία μου εδράζονται στην φιλολογία. Άρα αυτό που κάνω πάντα όταν δουλεύω φιλολογικά βιβλία αλλά και στην καθημερινότητά μου, με τη διδασκαλική μου ιδιότητα, «σκαλίζω» τις λέξεις, γράφω ή προσπαθώ να βρω πώς «σκαλίζουν» τις λέξεις οι άλλοι. Θεωρώ ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφασή μου κάτι που συμβαίνει σε διεθνή κλίμακα πιο έντονα απ’ ό,τι στην Ελλάδα: το γεγονός ότι μετά την βράβευση του Μπομπ Ντίλαν το ’16 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, έχει αυξηθεί κατά πολύ το ενδιαφέρον μελέτης των στίχων των τραγουδοποιών ή των στιχουργών και όχι μόνο των ποιητών. Στην Ελλάδα είχαμε στην μπάντα τους στιχουργούς. Δεν έχουν γραφτεί αντίστοιχες σελίδες με αυτές για τους ποιητές για το έργο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου… Για τον Μάνο Ελευθερίου έχουν γίνει κάποιες μελέτες, αλλά είναι τόσο σημαντικό το έργο του που δικαιολογείται.

Άρα θεωρώ ότι για στιχουργούς/τραγουδοποιούς όπως ο Θανάσης, έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο. Εκεί λοιπόν βρίσκει κοινά σημεία ο τραγουδοποιός με τον μελετητή.

Συνήθως μιλάμε απαξιωτικά για τους στίχους τραγουδιών, αποκαλώντας τους «στιχάκια», ενώ φερόμαστε διαφορετικά στα μελοποιημένα ποιήματα. Μπορούν να είναι ποιήματα τα τραγούδια και να μην είναι «στιχάκια»;

Εξαρτάται από τα τραγούδια. Απλά θεωρώ ότι η πλειονότητα των τραγουδιών του Θανάση μπορεί να λειτουργήσουν πολύ δυνατά και αυτόνομα και στο χαρτί. Θυμάμαι μια φίλη μου όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, ενθουσιάστηκε και έφτιαξε στο spotify μια λίστα με τα τραγούδια που ερευνώ στο βιβλίο. Μου έλεγε ότι την έφτιαξε γιατί κάθε φορά που διάβαζε κάτι για ένα τραγούδι, ήθελε παράλληλα να το ακούει. Όμως εκ των υστέρων μου είπε πως αφού τα άκουσε, μπήκε στη λογική να δει πώς λειτουργούν από μόνα τους στο χαρτί και όντως το στοίχημα κερδίθηκε! Είναι μερικά τραγούδια που πραγματικά αμιγής ποίηση.

Τι είναι τελικά αυτό που κάνει τον Θανάση Παπακωνσταντίνου τόσο ξεχωριστό; Θυμάμαι να πηγαίνω στις συναυλίες του πριν 20-25 χρόνια και βλέπω και σήμερα να γίνεται το ίδιο με παιδιά ηλικίας 15-20 χρόνων.

Νομίζω πως ένα στοιχείο που εξηγεί αυτή τη διαχρονικότητα είναι η υβριδικότητά του. Ένα από τα ταλέντα του Θανάση είναι να επιλέγει τους μουσικούς του, τους σολίστες. Άρα ένας πιτσιρικάς όταν στην συναυλία μπαίνει ο Τζίμι Χέντριξ, ο οποίος αποτέλεσε την βάση για τον «Διάφανο», βλέπει εκπληκτικούς σολίστες. Ακούει κάποια τραγούδια που έχουν πιο ροκ απόχρωση. Άλλα που μέσα από αυτά μπορεί να ανακαλούν γονείς, παππούδες, τοπικότητα, επαρχία. Άλλα είναι πολύ σημερινά. Αυτό είναι που δείχνει ότι το έργο του δεν το ξεπέρασε η εποχή. Υπάρχουν άλλοι δημιουργοί που από ένα σημείο και μετά τους ξεπερνά η εποχή. Εδώ βλέπουμε μια εξακολουθητική διαχρονικότητα και ένα φοβερό ενδιαφέρον.

Μιλήσατε και στην αρχή για τη σχέση του έργου του Θανάση Παπακωνσταντίνου με το δημοτικό τραγούδι, πριν λίγο αναφερθήκατε στις θύμησες που ίσως ξυπνούν τα κομμάτια του από παππούδες, επαρχία κλπ. Βλέπουμε παιδιά που έχουν μεγαλώσει στις πόλεις, που δεν ακούν δημοτική μουσική και όμως ακούν Θανάση Παπακωνσταντίνου. Γιατί;

Αυτό συμβαίνει και με εμένα. Είμαι ένα πολύ καλό παράδειγμα για αυτό που μόλις τώρα είπατε. Είμαι Θεσσαλονικιός, αν δούμε τις γενιές, περίπου 500 χρόνια, μιας που είμαι μέλος της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν εδώ το 1492. Επομένως, το λέω με στεναχώρια και λυπάμαι, δεν έχω χωριό. Άρα δεν είχα και εγώ βιώματα με «κάπαρες» που γράφει ο Θανάσης, ούτε ήξερα τι είναι το «Ματσιφτάρι», ένα τραγούδι που κουβαλάει μια κληρονομιά ιδιόλεκτου, ούτε ήξερα πού είναι η Μελούνα και ένα σωρό άλλα τοπονύμια, λέξεις που ανακατέβει. Όμως όλα αυτά ανακατέβονται με την εύθραυστη μοναξιά του ποιητή, βλέπει κανείς πολλές αντιφάσεις του βίου, ανακατεύεται και η φύση, σε πολλά τραγούδια μπαίνει και ο έρωτας και έτσι γίνεται μια δημιουργική πρόσληψη. Αυτό είναι ένα παράδοξο και δεν μπορώ να απαντήσω για το πώς συμβαίνει, αλλά είναι στοιχείο της ιδιαιτερότητάς του.

Οι «Γριές», το τραγούδι με την αίσθηση του θανάτου… περίεργα πράγματα για ένα παιδί… Επειδή συμμετέχω και στην εκπαιδευτική διαδικασία, συμφωνώ μαζί σας πως αν δώσει σε ένα παιδί μια ποιητική συλλογή το πιο πιθανό είναι να σου πετάξει το βιβλίο πίσω ή αν του πεις άκου αυτό το τραγούδι με γκάιντες και κλαρίνα, αν δεν έχει βιώματα από την οικογένεια, πολύ δύσκολα θα το ακούσει. Θα πρέπει να του το πουλήσεις ως έθνικ κλπ. Και εδώ είναι το παράδοξο!

Λέων Ναρ: «Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου γράφει όπως οι ανώνυμοι δημιουργοί της δημοτικής ποίησης»

Μιλάμε για την παράδοση και μέσα από τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Βλέπετε την παράδοση να συνεχίζει, να περνάει από γενιά σε γενιά και να εξελίσσεται με ένα περίεργο τρόπο, αν μπορούμε να μιλήσουμε για εξέλιξη της παράδοσης μέσα από τα τραγούδια του Θανάση;

Αν έχουμε 10 Θανάσιδες, νομίζω ότι θα κάνουμε restart. Είναι μια μορφή ανανέωσης της λαϊκής παράδοσης. Αυτός θεωρώ ότι γράφει πολύ συχνά όπως οι ανώνυμοι δημιουργοί της δημοτικής ποίησης, αλλά δεν μιμείται τις παραδοσιακές φόρμες. Παίρνει την έμπνευσή του και τα φέρνει στο σήμερα. Αυτό είναι και το ζητούμενο. Δεν είναι το φθαρμένο σεμεδάκι της γιαγιάς μου στο επιπλάκι που το βλέπω. Είναι ότι παίρνω αυτή την εικόνα, με τα έπιπλα της γιαγιάς μου και την φέρνω στο σήμερα.

Έχω τα τραγούδια που κρατάνε τα στοιχεία της παράδοσης, μπολιάζονται όμως με ποικίλους πειραματισμούς, έχουν το ηχόχρωμα τον πανηγυριών αλλά ταυτόχρονα βρίσκεις πατήματα στο λαϊκό τραγούδι, στο «έντεχνο», έχει ροκ προεκτάσεις ενώ άλλες φορές βλέπεις και ρεμπέτικα ταξίμια. Και όλο αυτό είναι ένα ποιητικό αποτέλεσμα, πρωτότυπο, υβριδικό, με τις εκφάνσεις τις ντοπιολαλιάς…

Ένα καλό παράδειγμα είναι το «Αερικό» και η φράση «μαργώνουν τα πουλιά της γης» που ψάχνουμε τι είναι το «μαργώνουν». Ή στο «Κάτω απ’ το Μαξιλάρι» που λέει σε ένα σημείο «με τα κούγκια στο σκοτάδι»… Έχει όλον αυτόν τον πλούτο και νομίζω ότι αυτό είναι που συγκινεί το κοινό και σε σχέση με το βιβλίο και σε σχέση με το έργο του.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ένας σύγχρονος κλασικός; Εσεις πώς θα βλέπατε στο μέλλον τα τραγούδια του;

Νομίζω ότι σίγουρα πάρα πολλά τραγούδια του θα «μείνουν». Αυτό βέβαια θέλει μία χρονική απόσταση. Βλέπουμε ότι πέρασαν τα χρόνια και έμειναν π.χ. από τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη κάποια τραγούδια. Από άλλους δεν έμεινε τίποτα. Από τον Θανάση νομίζω ότι σίγουρα θα μείνουν αρκετά τραγούδια.

Αναφέρατε πολλές φορές την Θεσσαλονίκη. Από εκεί ξεκίνησε ο «πυρήνας» του λεγόμενου «έντεχνου», ακολούθησαν πολλές λαϊκές φωνές. Τώρα, σήμερα, η Θεσσαλονίκη τι μουσικό χαρακτήρα έχει;

Νομίζω ότι στη Θεσσαλονίκη, εκείνη την περίοδο, τη δεκαετία του ’80 και του ’90 συνέβαινε μία κοσμογονία. Σκεφτείτε ότι πέρα από την σκηνή του εντέχνου αλλά και τη ροκ σκηνή, την ίδια περίοδο βγήκαν από την πόλη ο Αντώνης Ρέμος, η Δέσποινα Βανδή, ο Βασίλης Καράς, ο Ζαφείρης Μελάς κ.ά. Παίζει ρόλο ότι είναι φοιτητούπολη, και εδώ έχει ένα κοινό με την Πάτρα, παρόλο που είναι διαφορετικά τα μεγέθη.

Τώρα είναι διαφορετικά, όπως διαφορετικά πιστεύω πως είναι σε όλη την Ελλάδα. Δεν ξέρω αν είναι η ανάγκη για γρήγορη κατανάλωση ειδώλων, επομένως δεν μπορεί να λειτουργήσει κάποιος με αυτό τον τρόπο, δεν υπάρχει δισκογραφία όπως στο παρελθόν, όμως από την άλλη το θετικό είναι πως μπορείς να ανεβάσεις κάτι μόνος σου πλέον. Αυτό που βλέπω στην πόλη -αν και δεν τα παρακολουθώ με την ίδια άνεση που τα παρακολουθούσα πριν χρόνια- είναι πως υπάρχουν κάποιες μπάντες ρεμπέτικου, λαϊκού κλπ. ‘

Εχω την αίσθηση πως το τελευταίο -ας μου επιτραπεί η φράση- δυνατό «πολιτιστικό προϊόν» της πόλης, είναι ο Λεξ. Έχουμε κάτι άλλο πολύ δυνατό σε σχέση με τον στίχο που με ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Επίσης, το μοντέλο του τραγουδοποιού, δεν το βλέπω να υπάρχει -συνολικά- όπως υπήρχε παλαιότερα.

Πάντως και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ο Λεξ κάνουν πολιτικά τραγούδια.

Του Θανάση, αν τα δούμε ποσοτικά, η φύση, τα υπαρξιακά και τα τραγούδια που σχετίζονται με τα δημοτικά, είναι περισσότερα από τα αυτά που έχουν έναν πολιτικό χαρακτήρα. Μερικές φορές υπάρχει ένα πολιτικό μήνυμα, πολλές φορές τα χρησιμοποιούμε όπως έγινε με το «Μες την κοιλάδα των Τεμπών/Φόβος των μηχανοδηγών» με το τραγικό δυστύχημα… Υπάρχει και μια σύγχυση πολλές φορές. Το ότι υπάρχουν πολλές αφορμές σε ό,τι γίνεται τα τελευταία χρόνια και ένας στίχος μπορεί να γίνει επίκαιρος, αυτό ναι.

Info

Στην εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου στις 7 το απόγευμα στο αίθριο του Παλαιού Δημοτικού Νοσοκομείου, συμμετέχουν οι:
Μάρθα Φριντζήλα, τραγουδίστρια-ηθοποιός-σκηνοθέτης
Γιάννης Ζαρκάδης, πανεπιστημιακός, γράφει ποίηση
και ο συγγραφέας Λέων Α. Ναρ

Μουσικό σχήμα: Θαnice project

Επιμέλεια-συντονισμός: Δημήτριος Αβράμης

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ