Ο Γιώργος Κιμούλης στην «Π»: «Ουδείς μπορεί να ξεφύγει απ’ το παρελθόν του!»

Ο Γιώργος Κιμούλης παίζει την Πέμπτη 12/01/2022, στις «Γραμμές Τέχνης» στην Πάτρα και μιλά αποκλειστικά στην εφημερίδα «Πελοπόννησος».

 

Κιμούλης

Στην Πάτρα έρχεται αύριο ο Γιώργος Κιμούλης για τη συγκλονιστική παράσταση «Συνάντηση» του Stephen Belber, που θα ανέβει στο θέατρο «Γραμμές Τέχνης» (ώρες 19:30 και 21:30).

Η παράσταση «Η Συνάντηση», έρχεται να µας συµφιλιώσει µε το παρελθόν ή να µας υπενθυµίσει ότι το χθες θα µας κυνηγάει πάντοτε είτε σαν δικαστής, είτε ως εξοµολογητής;

«Το παρελθόν είναι πρόλογος», λέει ένας στίχος στην Τρικυμία του Σαίξπηρ. Ναι. Πιστεύω πως ουδείς μπορεί να ξεφύγει απ’ το παρελθόν του. Είτε αρνητικά σημεία υπάρχουν σ’ αυτό, είτε θετικά. Το μεγάλο όμως πρόβλημα βρίσκεται στο ότι παράλληλα ουδείς μπορεί να διορθώσει το παρελθόν. Κι αυτό πολλές φορές οι άνθρωποι δεν το αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν το μέλλον τους ως «συνεργείο» του παρελθόντος, καταστρέφοντας έτσι και το μέλλον τους.

Ποια είναι η στάση του συγγραφέα απέναντι στη µαταιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη µοναξιά, την ενσυναίσθηση, τον χρόνο και την επικοινωνία των ανθρώπων;

Κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας εστιάζει σε δύο πολύ βασικά θέματα. Πρώτον, στην προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος να μεταμορφώσει τη μοναξιά που νιώθει, δηλαδή το πώς ο κοινωνικός περίγυρος τον οδηγεί σ’ ένα είδος απομόνωσης, σε δική του επιλογή. Με λίγα λόγια να κάνει τη μοναξιά μοναχικότητα. Σχεδόν πεισματικά, για να αντέξει τον κοινωνικό αποκλεισμό του, επιμένει πως είναι επιλογή του. Αντί να αντισταθεί σ’ αυτό. Αντί να εναντιωθεί σ’ αυτήν την κλειστότητα, που τον σπρώχνουν οι άλλοι, κινούμενος με μία ακόμη μεγαλύτερη ανοιχτότητα. Το άλλο θέμα που θίγει με ιδιαίτερα έξυπνο τρόπο ο συγγραφέας είναι η ύπαρξη της ασέβειας στη διαφορετικότητα του Αλλου. Προσπαθεί να καταδείξει την αντίφαση που διακατέχει πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι ενώ γοητεύονται από τον Αλλον, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός από αυτούς, όταν τον πλησιάζουν προσπαθούν να τον κάνουν ίδιον με τον εαυτό τους. Ξεχνώντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο ο Αλλος θα χάσει τη γοητεία του. Ο φόβος του διαφορετικού, δυστυχώς, είναι μεγαλύτερος απ’ την πραγμάτωση της επιθυμίας μας. Γι’ αυτό και πολλές επιθυμίες μας παραμένουν ανεκπλήρωτες. Το ενδιαφέρον στον συγγραφέα αυτόν είναι πως αυτά τα δύο σοβαρά θέματα τα αναπτύσσει χρησιμοποιώντας τον κώδικα της κωμωδίας, χωρίς όμως ούτε μία στιγμή να χάσουν τη σοβαρότητά τους.

«ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΡΥΨΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΡΟΛΟ»

Ερµηνεύοντας τον κεντρικό ήρωα, νιώσατε να κουβαλάτε και εσείς ψηφίδες του χαρακτήρα του; Σας «φόβισε» ίσως;

Ξέρετε, η ερμηνεία έχει άμεση με αυτό που είναι και πιστεύει ο κάθε ερμηνευτής. Ουδείς μπορεί να ερμηνεύσει κάτι σαν να είναι κάποιος άλλος. Ο άνθρωπος την ίδια στιγμή που ερμηνεύει κάτι που βρίσκεται απέναντί του, «συστήνει», μέσω της ερμηνείας του, και αυτό που είναι ο ίδιος. Δεν μπορείς να κρύψεις τον εαυτό σου πίσω από ένα ρόλο. Εσύ είσαι που ερμηνεύεις. Πολλούς ίσως αυτό να τους φοβίζει. Εμένα όχι.

«ΚΑΤΑΘΕΤΩ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΣΤΗΝ… ΑΓΟΡΑ»

Πόσο ψυχοφθόρα αποδεικνύεται κάθε παράσταση αυτού του έργου για εσάς, παρά την τεράστια εµπειρία σας; Απεκδύεστε µε ευκολία τον χαρακτήρα που υποδύεστε, µετά το ρίξιµο της αυλαίας;

Δεν νομίζω να απεκδύεσαι κάτι. Γιατί όπως σας έλεγα και πριν, στη σκηνή είσαι εσύ. Δεν είναι κάποιος άλλος. Τώρα, το πόσο ψυχοφθόρο είναι, ειλικρινά δεν ξέρω. Το ταλέντο προέρχεται απ’ το τάλαντο, δηλαδή απ’ αυτό που κάποιος πληρώνει. Το θέμα είναι ποιος πληρώνει; Αν πέσεις στην παγίδα να νομίσεις πως αυτός που πληρώνει είναι αυτός που έρχεται να σε δει, αλίμονό σου. Εσύ πληρώνεις! Και πληρώνεις επειδή κάνεις κάτι που σχεδόν κανείς δεν τολμά να κάνει: Να καταθέτεις κάθε μέρα την ψυχή σου στην… αγορά.

Ποια ερµηνευτικά χαρακτηριστικά της Αννας Μονογιού και του Στάθη Παναγιωτίδη εκτιµήσατε, ώστε να καταλήξετε στην επιλογή τους για τη διανοµή;

Ακριβώς αυτό που είπα πριν. Πέραν του ταλέντου τους είναι πλάσματα ακραία αφοσιωμένα με μία ιδιαίτερη σκηνική αυταπάρνηση.

Παρουσιάζοντας το έργο σε διάφορες πόλεις, αναθεωρείτε ίσως κάποιους σκηνοθετικούς κώδικες;

Είναι φυσικό. Γιατί παίζεις κάθε φορά σε διαφορετικό χώρο, διαφορετικό θέατρο. Οπότε πρέπει να «συντονίζεσαι» μ’ αυτό, χωρίς όμως να κάνεις την παραμικρή έκπτωση. Υπάρχουν πόλεις στην περιφέρεια, που έχουν πολύ καλούς θεατρικούς χώρους και άλλες, που, δυστυχώς δεν υπάρχουν οι απαραίτητες συνθήκες. Οφείλεις λοιπόν να προσαρμόζεσαι μεν, χωρίς εκπτώσεις δε. Δεν είναι εύκολο βέβαια.

«ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ»

Πόσο λεπτούς σκηνοθετικούς χειρισµούς, απαίτησε από εσάς αυτό το έργο; Πού εστιάσατε περισσότερο, τις σας προβληµάτισε περισσότερο ώστε να το αναδείξετε; Πώς λειτουργεί η µουσική του Διονύση Τσακνή;

Ο σκηνοθέτης δημιουργεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα κινηθούν οι ηθοποιοί. Κι όταν λέω «περιβάλλον», εννοώ τον κόσμο της παράστασης, τους νόμους και τους κανόνες που θα τον διέπουν. Η δε συνεργασία με τους συντελεστές μιας παράστασης είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει, όσο κι αν αυτό ακούγεται κοινότοπο. Το θέατρο είναι πληθυντικού αριθμού. Είναι φυσικό λοιπόν στην απάντηση της ερώτησης «με ποιους θα συνεργαστώ;» να παίζει ρόλο όχι μόνο η δεινότητα του κάθε συνεργάτη, η οποία είναι εκ των ων ουκ άνευ, αλλά να παίζουν ρόλο και δύο άλλα πολύ βασικά στοιχεία: Η αφοσίωση και η αυταπάρνηση του κάθε συνεργάτη. Αρα όσο πιο καλά γνωρίζεις κάποιον τόσο πιο καλά συνεργάζεσαι. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως η γνωριμία με νέους καλλιτέχνες που δε γνωρίζεις πολύ καλά, πρέπει να σε φοβίζει. Με τον Διονύση, ας πούμε, έχουμε συνεργαστεί άπειρες φορές. Μπορώ να πω πως είναι ο ήχος μου, σε κάθε έργο που σκηνοθετώ.

-Για ποιους λόγους θα συστήνατε στους πατρινούς θεατές να δουν αυτή την παράσταση;

Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση. Ο καλλιτέχνης δεν γνωρίζει τι είναι αυτό που ο κάθε θεατής θα εισπράξει από ένα έργο τέχνης. Αρα το να προοικονομήσω το τι θα συμβεί στο κάθε θεατή είναι αδύνατον. Μπορώ να σας πω απλώς την ελπίδα μου: Να μη βαρεθεί.