Ο Πατρινός που ζωντανεύει την ιστορία του Αιγαίου – Ανδρέας Βλαχόπουλος: Ο καθηγητής που ηγήθηκε μιας σπουδαίας ανασκαφής – ΦΩΤΟ

Ο Ανδρέας Γ. Βλαχόπουλος, αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, συνέδεσε αρκετά χρόνια της ζωής του, εποπτεύοντας ανασκαφές σε στρατηγικό, όπως αποδείχθηκε, αρχαιολογικό χώρο της Αστυπάλαιας, για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών.

Βλαχόπουλος Στο σημείο της ανασκαφής, υπό τον ήλιο του Αιγαίου, και με τη θάλασσα να γνέφει

Απόφοιτος του Α’ Λυκείου Αρρένων Πατρών, χρονιά 1984, ο Ανδρέας Γ. Βλαχόπουλος, αναπ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, συνέδεσε αρκετά χρόνια της ζωής του, εποπτεύοντας ανασκαφές σε στρατηγικό, όπως αποδείχθηκε, αρχαιολογικό χώρο της Αστυπάλαιας, για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών, επιστημονικό φορέα εποπτείας των ερευνών. Η Αστυπάλαια είναι ένα νησί που «έχει ανακαλυφθεί» τελευταία από τον τουρισμό, αλλά φαίνεται πως είχε ανακαλυφθεί και πριν κάτι χιλιάδες χρόνια λόγω κομβικής θέσης στο Αιγαίο. Οι άνθρωποι της εποχής του Χαλκού ταξίδευαν, αλλά όχι για αναψυχή, φυσικά.

Βλαχόπουλος

 

Τι καινούργιο μας δίνει αυτή η ανασκαφή;

Η ανασκαφή αυτή ξεκίνησε ύστερα από τον εντοπισμό της θέσης Βαθύ, στο Μέσα Νησί της Αστυπάλαιας, από τον – συμπτωματικά, επίσης Πατρινό – καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χρίστο Ντούμα, ο οποίος είχε κάνει την πρώτη διερεύνηση της θέσης.  Ο Ντούμας στα μαθήματα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, μας είχε επισημάνει τη σημασία που είχε το Βαθύ, αλλά ο ίδιος, διευθυντής στις ανασκαφές στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, δεν μπόρεσε να ανοίξει ένα νέο ανασκαφικό μέτωπο. Έτσι, πολλά χρόνια μετά, το 2010-11 βρέθηκα εδώ, με πρόσκλησή του, γνωρίζοντας τη σημασία αυτής της θέσης από επιφανειακές, μόνο, έρευνες.  Πρόκειται για έναν κόμβο ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων του προϊστορικού Αιγαίου, κατά την 4η και 3η χιλιετία προ Χριστού. Το Βαθύ είναι βραχώδες ακρωτήριο που βρίσκεται στο εσωτερικό μιας θαλασσινής λεκάνης, η οποία μοιάζει πολύ με λιμνοθάλασσα. Είναι ταυτόχρονα ένα ασφαλές αγκυροβόλιο, αλλά και σημαντικός σταθμός στα εμπορικά δίκτυα του νησιωτικού Αιγαίου. Δείχνει ότι η μεσοπέλαγη Αστυπάλαια, που ήταν σε πλεονεκτική θέση για την ναυσιπλοϊα και την επικοινωνία από τη Νεολιθική περίοδο και μετά, κράτησε κάποια πρωτεία στη ναυτική περιπέτεια του Αιγαίου, διαχρονικά. Και αυτή η διαχρονία αποτυπώνεται στα μνημεία του Βαθιού.

Βλαχόπουλος

Ένα είδος πρωτεύουσας ή σημείο αναφοράς, κυρίως;

Σημείο αναφοράς, θα έλεγα, γιατί οι πολιτειακές δομές του Αρχιπελάγους στους χρόνους εκείνους μας είναι άγνωστες. Οπότε, κρατώντας το μοντέλο των νησιών που επιβιώνει μέχρι τα πρόσφατα χρόνια,  θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αστυπάλαια ήταν η πρωτεύουσα του εαυτού της, αλλά το Βαθύ πρωτεύον κέντρο για την Αστυπάλαια. Όλα τα ευρήματα δείχνουν ότι ήταν οπωσδήποτε σημαντικός κόμβος για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών, της ναυτοσύνης και του εμπορίου, αλλά και ότι λόγω των ειδικών συνθηκών απόλυτης νηνεμίας στον ομώνυμο κόλπο, πιθανότατα, ήταν επίσης κέντρο κατασκευής πλοίων προηγμένης τεχνολογίας, όπως μας δείχνουν οι βραχογραφίες πολύκωπων πλοίων που έχουμε πάνω στην ακρόπολη.

Ναυπηγείο, δηλαδή.

Είναι μια εκτίμηση με βάσιμη πιθανότητα. Στις βραχογραφικές παραστάσεις των καραβιών, επιπλέον, έχουμε την αρχαιότερη απόδοση του τιμονιού του σκάφους.

Με βάση όσα γνωρίζουμε, και όσα τεκμηριώνει η αρχαιολογική σκαπάνη, τι κόσμος κυκλοφορεί στο Αιγαίο εκείνον τον καιρό; Τι ακριβώς συμβαίνει;

Η ιστορία του προϊστορικού Αιγαίου γράφεται με κεφάλαια που προκύπτουν είτε αργά είτε ανέλπιστα στην έρευνα. Η απώτατη ιστορία της Αστυπάλαιας, για παράδειγμα, μας έγινε γνωστή, όταν σε ένα σπήλαιο στη θέση Βάτσες, ανασκάψαμε (η Ιωάννα Ευσταθίου της Εφορείας Σπηλαιολογίας, με τη συνεργασία των φοιτητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), μια ταφή ενήλικου άνδρα, η οποία χρονολογείται στο 9.500 προ Χριστού. Όταν λοιπόν έχουμε την ευχέρεια να διαπιστώσουμε με ασφαλή χρονολόγηση κάτι τόσο παλαιό, ότι δηλαδή τα νησιά όχι μόνο κατοικούνταν στη Μεσολιθική περίοδο, αλλά ότι μπορεί ένα μέλος της κοινωνίας να θάβεται μέσα σε ένα παχύτατο στρώμα βρώσιμων σαλιγκαριών, και να φοράει περιδέραιο με κελύφη κοχυλιών, να κτερίζεται όπως λέμε στην Αρχαιολογία, η ιστορία μας δικαιώνει που την ερευνούμε στον τόπο αυτό. Αυτό το εύρημα είναι ένα από τα παλαιότερα ταφικά σύνολα σε όλη τη Μεσόγειο.

Μιλάμε για ελληνικά φύλα που δραστηριοποιούνται στην περιοχή; Η ναυσιπλοϊα έχει δώσει τη δυνατότητα των ανταλλαγών;

Στην τόσο μακρινή 10η χιλιετία, μπορεί το DNA να έδωσε σημαντικά στοιχεία για το φύλο, την ηλικία, τις διατροφικές συνήθειες, τη σωματική διάπλαση του ατόμου, αλλά είναι αδύνατο να δοθούν στοιχεία αυτού που αργότερα ονομάζεται φυλετική ή εθνική ταυτότητα. Συνεπώς αρκούμαστε να γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι πληθυσμοί που είχαν φτάσει σ’ αυτά τα μεσοπέλαγα νησιά και τι είχαν πετύχει ως κοινωνική συγκρότηση. Πρέπει να περάσουν πολλές χιλιετίες για να φτάσουμε στο Βαθύ, που φαίνεται ότι κατοικήθηκε στο 3500 προ Χριστού. Και πάλι, για τη σπουδαία κοινότητα που το κατοικεί, που φτιάχνει αυτά τα εντυπωσιακά ογκολιθικά αμυντικά και λιμενικά έργα για να προστατεύσουν το ακρωτήριο και να εποπτεύσουν τη θαλάσσια κίνηση, δεν μπορούμε να  μιλήσουμε για ελληνικό ή για οποιοδήποτε άλλο εθνικό στοιχείο. Επιπλέον, το εξαιρετικά σημαντικό σύνολο βρεφικών εγχυτρισμών, δηλαδή ταφών βρεφών και παιδιών μέσα σε αγγεία που ανασκάπτουμε στην προϊστορική ακρόπολη, είναι οστεολογικά αδύναμο για να «διαβάσουμε» το DNA του. Αυτό που μπορούμε όμως να πούμε είναι ότι αυτοί οι πληθυσμοί στο Αιγαίο είναι συγκροτημένοι, είναι ήδη νησιωτικοί, διαγράφουν μια μακραίωνη τροχιά χρόνου, από όπου και να έχουν έλθει. Η Ανατολή την εποχή αυτή, μην ξεχνάμε, είναι το άλλο μισό του Αιγαίου. Για ελληνόφωνους πληθυσμούς και Έλληνες, όπως τους εννοεί η Ιστορία, δηλαδή λαό με γλωσσική ταυτότητα και εθνική συνείδηση θα μιλήσουμε αργότερα. Πρώτα με τους Μυκηναίους, που από τον 14ο αιώνα ζουν σε μεγάλη ακμή στο νησί, και ύστερα όταν ιδρύεται η πόλη της Αστυπάλαιας, τον 9ο – 8ο αιώνα. Μην ξεχνάμε όμως ότι το όνομα του νησιού αναφέρεται σε ένα «άστυ παλαιόν», δηλαδή σε οργανωμένες κοινωνίες ακόμα παλαιότερες.

Βλαχόπουλος

Ολη η ομάδα σε ένα καρέ. Κάποια μέρα, και αυτή η φωτογραφία θα έχει ιστορική αξία

Μιλάμε δηλαδή για 2-2.500 χρόνια πριν τον Όμηρο, για να το πω σχηματικά.

Ακριβώς όπως το λέτε. Η περίοδος που ερευνούμε στο Βαθύ ονομάζεται Τελική Νεολιθική και Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, που λόγω των άμεσων επαφών με τις γειτονικές Κυκλάδες, ονομάζεται Πρωτοκυκλαδική. Το δείχνουν τα μαρμάρινα ειδώλια που έχουμε βρει.

Αυτός ο πολιτισμός, λοιπόν, μπορεί να αποκαλείται Προϊστορικός, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι τόσο υποτυπώδης, όσο υποδηλώνει η πρόσληψη του όρου στη σημερινή γλώσσα.

Εντοπίζετε, κύριε Μάγνη, κάτι πολύ σημαντικό. Χρησιμοποιούμε συμβατικά μια περιοδολόγηση του προϊστορικού χρόνου, αλλά στην πραγματικότητα διαβάζουμε και συγκροτούμε ψηφίδες ιστορίας. Μπορεί να μην είναι, με τη νεότερη πρόσληψη του όρου, οι κοινωνίες εκείνες εγγράμματες, αλλά ποιος μας λέει ότι τα μοτίβα που σκαλίζουν παντού στα βράχια, οι σπείρες, τα εγχειρίδια, τα όπλα, οι ανθρώπινες μορφές, δεν είναι ένα ανθρώπινο αλφάβητο; Μπορεί να θεωρείται προϊστορική η αρχαιολογία πριν από το 1000 π.Χ., αλλά έχουμε δομές κοινωνιών για τις οποίες πλέον μπορούμε να προσεγγίσουμε ιστορικά δεδομένα.

Ίσως πρέπει να αναθεωρήσουμε την έννοια του όρου «προϊστορικός».

Ναι, γι’ αυτό πριν από χρόνια είχε προταθεί ο όρος «πρωτοϊστορικός». Αλλά αυτά είναι παιχνίδια ορολογίας. Προτείνω, σε ό,τι αφορά τις κοινωνίες του Αιγαίου, να αναφέρεται κανείς με τον όρο «Αιγαιακός, της τάδε χιλιετίας», γιατί έτσι αποδίδει τη συνοχή που έχουν αυτές οι νησιωτικές κοινότητες μεταξύ τους. Η Αστυπάλαια, π.χ., επικοινωνεί με την Αμοργό, την Κω, τα Μικρασιατικά παράλια, τα βαθύτερα σημεία της Ανατολής, αλλά και την ηπειρωτική χώρα. Μοιράζεται τεχνολογία, τεχνογνωσία, πρώτες ύλες. Η Αστυπάλαια δεν έχει μέταλλα, και όμως οι βραχογραφίες μιλάνε για μια κοινωνία που έχει μικρά ξίφη και βέλη, που αρματώνει πλοία με ξυλεία που δεν διέθετε ποτέ το νησί. Άρα έχει έρθει από αλλού, τη Σάμο, τη Νάξο ή την Κρήτη. Συνεπώς, μάλλον η Αστυπάλαια πρακτορεύει ασφάλεια για τους ναυτιλλόμενους, διαθέτει τεχνογνωσία και τεχνολογία με πρώτες ύλες που έρχονται από αλλού, αλλά και ένα πνεύμα διεθνές στην αναζήτησή τους και το ανταλλακτικό τους εμπόριο.

Οι πληθυσμοί των νησιών εκείνης της εποχής, συγκροτούν κοινότητες; Έχουν συνεργασία, προσμείξεις, επικοινωνία αυτές οι κοινότητες μεταξύ τους;

Αυτό είναι σαφές. Η  οχυρωματική τέχνη, αυτό που αποκαλούμε εμείς ακροπόλεις, η τέχνη με την οποία λαξεύουν και οικοδομούν τον ασβεστόλιθο αλλά και δημιουργούν βραχογραφίες επικρούοντας την πέτρα, το γεγονός ότι οι κοινότητες της Νάξου, της Ηρακλειάς, της Αμοργού, της Κέρου επικοινωνούν με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια σύμβολα, φτιάχνουν με ανάλογη οικοδομική τέχνη τα τείχη και τους οικισμούς, θάβουν με τον ίδιο τρόπο τους νεκρούς ή φτιάχνουν με τα ίδια μυστικά τα κεραμικά τους σκεύη, την ίδια κεραμική γνώση υψηλής τεχνολογίας δηλαδή, σημαίνουν ότι μιλάμε για ένα δίκτυο κοινωνιών που έχει κατοχυρώσει, πολύ πριν την εποχή που ερευνούμε εμείς, την κινητικότητα και τα δίκτυα επαφών.
Δεν υπάρχουν ζωντανές κοινότητες που μπορεί να είναι μόνο αυτοαναφορικές. Είναι μέσα στο γονιδιακό ιδίωμα των νησιών,  οι πληθυσμοί τους να ταξιδεύουν, να επιμειγνύονται, να συμμαχούν, να αντιπαλεύουν. Πρέπει να φανταστούμε έναν πολύ κινητικό νησιωτικό κόσμο, ήδη από την 4η χιλιετία.

Άρα μήπως η θάλασσα, εν προκειμένω το Αιγαίο, και η διαμόρφωση των νησιών- μικρές αποστάσεις- είναι ο καλός αγωγός του πολιτισμού και η μήτρα των εξελίξεων που επακολούθησαν;

Ναι. Και μάλιστα το Αιγαίο, που είναι μοναδική θάλασσα της Μεσογείου με αυτό το πολυνησιακό δίκτυο, έχει αποδειχθεί ότι λειτούργησε από την απώτατη προϊστορία, ως γέφυρα για τις τεχνολογικές καινοτομίες που δίνει η Ανατολή, αλλά και τις καινοτομίες που οι εφευρετικοί νησιωτικοί πληθυσμοί εμφανίζουν πολύ νωρίς. Αυτά με τη σειρά τους μεταφέρονται στην ηπειρωτική χώρα, αλλά παράλληλα υπάρχουν και πράγματα που έρχονται από την ηπειρωτική χώρα, όπως ο χαλκός της Λαυρεωτικής ή πρώτες ύλες απαραίτητες μέσα σ’ αυτό το δίκτυο των νησιών. Η σμύριδα από τη Νάξο, το μάρμαρο από την Πάρο, ο οψιανός από τη Μήλο ή το Γυαλί της Νισύρου τεκμηριώνουν μια ενδονησιωτική κινητικότητα, που επίσης αποτυπώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Τα νησιά, όπως αποδείχθηκε σε όλη τη διαχρονία του ελληνικού πολιτισμού, ήταν ο καλός αγωγός όλων των στοιχείων που έφτασαν από την Ανατολή στις ακτές του Αιγαίου, αλλά και από τα Βαλκάνια και την ηπειρωτική χώρα, αυτό που λέμε σήμερα ελλαδική χερσόνησος, προς την Ανατολή. Αν δεν υπήρχαν τα νησιά του Αιγαίου, δεν θα υπήρχε εν πολλοίς ο ελληνικός πολιτισμός, στη μορφή που τον γνωρίζουμε, μπορώ να πω.

Οι βραχογραφίες, είναι ας πούμε οι εφημερίδες του καιρού εκείνου; Πώς λειτουργούν;

Είναι ανακοινώσεις πάνω σε βράχια προσεκτικά επιλεγμένα. Τα επίκρουστα σημάδια γίνονται σεβαστά από τους αποδέκτες, δεν λαμβάνουν τη μορφή graffiti, δεν θυμίζουν δηλαδή το ευκαιριακό λάξευμα που κάθε κοινωνία συνηθίζει, είτε ως πρόχειρη γραφή αστεϊσμού ή διαβολής, είτε ως κατάργηση ενός προηγούμενου μηνύματος, όπως συμβαίνει με τα συνθήματα. Οι βραχογραφίες που τεκμηριώνουμε από την 5η, 4η και 3η χιλιετία στην Άνδρο, τη Νάξο, την Αστυπάλαια, και αλλού, είναι αποτυπώσεις θεσμικές. Η κοινότητα επιλέγει το τι και το πού θα λαξευτεί, και ελέγχει την ορατότητά τους. Οι βραχογραφίες σπειρών βρίσκονται σε σημεία που προσανατολίζουν ή σφραγίζουν χώρους ειδικής σημασίας, δηλαδή τελετουργιών ή δημοσίων συναθροίσεων. Οι βραχογραφίες πλοίων και όπλων στις πύλες και τα μονοπάτια του Βαθιού λειτουργούν ως θυρεοί επίδειξης ισχύος, είναι η έξωθεν καλή μαρτυρία της ακμαίας κοινότητας.
Πρόκειται δηλαδή είναι μια πρωτογραφή, άσχετα αν δεν αντιστοιχεί σε ήχους ή εικόνες που ταυτίζονται με λέξεις. Αυτό θα συμβεί στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία.

Μια απορία αδαούς. Πολιτισμοί που κατορθώνουν και φτιάχνουν πλοία και διάφορα τεχνουργήματα και εργαλεία πολύ λειτουργικά, γιατί δεν έχουν ακόμα ανακαλύψει την ιδέα της γραφής για μια καλύτερη επικοινωνία; Τι τους δυσκολεύει; Ή δεν θεωρείται αναγκαίο;

Θεωρείται αναγκαίο όποτε είναι αναγκαίο. Την περίοδο που τα νησιά του Αιγαίου ακμάζουν στην 4η και 3η χιλιετία, υπάρχουν εγγράμματες κοινωνίες. Είναι οι συγκεντρωτικές κοινωνίες της Μεσοποταμίας, δηλαδή ανακτορικές ή θεοκρατικές κοινότητες που έχουν ηγεμονικά καθεστώτα, τα οποία ελέγχουν την παραγωγή αλλά και θεσπίζουν σύστημα φόρων, νόμων, ιερατείων κλπ. Όταν υπάρξουν αυτές οι ανάγκες, η γραφή θα έρθει ως απαραίτητο επακόλουθο σύνθετων κοινωνικών δομών. Το Αιγαίο την εποχή αυτή έχει έρθει σε επαφή με εγγράμματες κοινωνίες: περίπου την εποχή που η Μεσσοποταμία γράφει με τις σφηνοειδείς γραφές, στην αρχή της 4ης χιλιετίας η Αίγυπτος έχει αναπτύξει το πρώτο σύστημα ιερογλυφικών.  Οι κοινωνίες του Αιγαίου και της Κρήτης δεν βρίσκονται ακόμα σε αυτή τη δομή ή βαθμίδα που ονομάζουμε «ανακτορική», δεν έχουν σύστημα κοινωνικής πυραμίδας με κορυφή τον ηγεμόνα, με ευρείες εδαφικές επικράτειες, με διεκδίκηση συγκεκριμένης πλουτοπαραγωγικής δυνατότητας, ώστε να θεσπιστούν σύνθετα συστήματα φόρων και ελέγχου παραγωγής. Η γραφή θα έρθει πολύ αργότερα στο Αιγαίο, όταν οι κοινωνίες θα γίνουν ανακτορικές. Τότε, και οι Μινωίτες θα αναπτύξουν συστήματα γραφής και οι Μυκηναίοι θα γράψουν τα ελληνικά με τη Γραμμική Β.Η προϊστορία μας διδάσκει ότι οι κοινωνίες βρίσκουν και εφαρμόζουν αυτό που απαιτεί η συγκρότηση και η δομή τους.

Οπως και στις μέρες μας.

Ναι. Τα συστήματα των ανθρώπινων κοινοτήτων διαπερνούν οι ίδιες αρχές.

Η αρχαιολογική επιστήμη έχει πλέον απορίες; Η σκαπάνη σας εκπλήσσει ή απλά επιβεβαιώνει θεωρίες που δεν είχαν επαρκώς τεκμηριωθεί;

Η Αρχαιολογία είναι κατά βάσιν μια μεθοδολογία ερωτήσεων. Οι απαντήσεις συνιστούν την επιστήμη της Ιστορίας. Συνεπώς, το δικό μας δίκτυο μεθόδων διερεύνησης των ερωτημάτων στο πεδίο, και μετά στο εργαστήριο, στο μουσείο κλπ, είναι η τροφοδοσία της Ιστορίας, δηλαδή της αυτογνωσίας. Η Αρχαιολογία θα πάψει όταν θα πάψουν να αναπτύσσονται ή να διατυπώνονται ερωτήματα των ανθρώπων για τον παρελθόντα χρόνο.Έχω την αίσθηση ότι συχνά η Αρχαιολογία ταυτίζεται με το εύρημα. Θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι η επιστήμη μας ταυτίζεται με το ερώτημα. Αν δεν μάθεις να ρωτάς, δεν θα πάρεις ποτέ απαντήσεις, όσα αριστουργήματα και να βρεις. Θα γεμίζεις ένα σακούλι με σημαντικά ευρήματα, αλλά δεν έχεις θέσει σωστά το ερώτημα, αυτά τα μικρά πετραδάκια μπορεί να είναι χρήσιμα για κάποια ιδιωτική συλλογή ή για το σκοτεινό και ανώνυμο εμπόριο τέχνης, αλλά δεν θα συστήνουν Ιστορία.

Η αρχαιολογική γνώση, πώς μπορεί να αξιοποιηθεί κατά τρόπο επιδραστικό στην κοινωνία;

Θα ξεκινήσω πάλι από την Ιστορία. Η διδασκαλία της πρέπει να αλλάξει τον νουθετικό και λίγο εθνοκεντρικό χαρακτήρα που έχει. Πηγαίνοντας προς τα πίσω, χωρίς να παραβλέπει τις μεγάλες ιστορικές κατακτήσεις του έθνους, του κράτους, της κοινωνίας, της θρησκείας, της γλώσσας, να μας διδάξει ότι οι απαρχές, αυτό που συνήθως λέμε προϊστορική Αρχαιολογία, μπορεί να προσφέρει για το τοπίο, για τον τόπο, για την αντίληψη του περιβάλλοντος, πολύ περισσότερα κλειδιά κατανόησης στο σήμερα.Πρέπει εκπαιδευθεί η κοινωνία, οι νέοι ιδίως, ότι στο περιβάλλον υπάρχουν όλες οι διαχρονικές αλήθειες, φτάνει να μάθουμε να το ξεφυλλίζουμε. Οπότε, κατακτώντας την απώτατη γνώση για τους κυνηγούς των σπηλαίων και των θηραμάτων, για το πρώτο ραφτό δερμάτινο ρούχο ή για τον πρώτο λαξευμένο κορμό ξύλου που διέπλευσε μια στεριά για να φτάσει σε ένα νησί, αυτή θα είναι μια σημαντική κατάκτηση στην επίγνωση της ανθρώπινης περιπέτειας. Θα είναι, αυτό που είπατε, επιδραστικότητα.

Αρκεί να μην υπονομεύεται η επιστήμη σας από τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις, την εθνικιστική ζέση που πήγε να μας τινάξει στον αέρα στην Αμφίπολη.

Η Πολιτική, με την αριστοτελική έννοια, είναι η πατρίδα του Ανθρώπου. Μερικές φορές, όμως, πολιτική καταντά να νοείται μια διαδικασία απεργασμάτων υποδεέστερων αξιών, που δεν ταιριάζουν στην σκεπτόμενη κοινωνία, ούτε στη βελτίωσή της. Ενώ λοιπόν η Πολιτεία, η πολιτική, έχει τη δυνατότητα να προσφέρει αλήθεια και γνώση, και έχει την υποχρέωση για αυτό, συχνά δεν ταπεινώνει έγκαιρα τις ανόητες εξάρσεις που συνδέονται είτε με τη ματαιοδοξία ατόμων είτε με την ευκαιριακή ανάφλεξη κάποιων θεμάτων, δηλαδή σκοπιμοτήτων, που οι πολιτικοί ενισχύουν. Και επειδή έχουμε ταλαιπωρηθεί πολύ και από την πρώτη κατηγορία ανθρώπων και από τη δεύτερη, πιστεύω ότι η Πολιτεία οφείλει να γνωρίζει, να κριτηριοποιεί και να είναι σε θέση να ελέγξει τα αγαθά που προσφέρει η επιστημονική γνώση του ιστορικού χρόνου και να εξουδετερώνει την ευκαιριακή του εκμετάλλευση. Η άγνοια είναι η πάθηση και η γνώση το αντίδοτο.