Ο Ζαχαρίας και η κυρία Ζαχαρία

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ».

H χοντρή, η νευρική, που πασχίζει να της φύγει το στρες, είναι μια αναγνωρίσιμη γυναικεία φιγούρα. Ο στίχος έχει ψυχογραφικά χαρακτηριστικά: Περιγράφει έναν βουλιμικό θηλυκό χαρακτήρα που υπονομεύεται από ανασφάλειες και ένταση και εκτονώνεται ηδονίζοντας τον ουρανίσκο, με αποτέλεσμα να επιβαρύνει τον εαυτό του αισθητικά και να ανατροφοδοτεί το άγχος του, απομειώνοντας την εκτίμηση για τον εαυτό του, μέσα από μια διπλή ποινική κατηγορία: Αφενός για τα κιλά και την εμφάνιση, αφετέρου για την αδυναμία να συγκρατηθεί, να τηρήσει με μια στοιχειώδη συνέπεια ένα πρόγραμμα διατροφής. Καταλήγει, πολύ συχνά, να αυτολανσάρεται ως ο τύπος του διασκεδαστικού, απολαυστικού ευτραφούς, νομιμοποιώντας κοινωνικά την αδυναμία του, και προκαλώντας κάποια κύματα συμπάθειας: Τι ωραία που τα λέει το Μαράκι (η χοντρή).

Αφαιρώντας το χαρακτηριστικό της χοντρής από το τραγούδι, ακυρώνεις το νόημα του στίχου, θολώνοντας τον τύπο του ανθρώπου. Υπάρχουν νευρωτικοί και αγχώδεις διάφορων εκδοχών. Άλλο πράγμα ο λιπόσαρκος αγχώδης, άλλο πράγμα ο εύσαρκος, άλλο πράγμα ο μικροκαμωμένος, άλλο πράγμα ο ασούμπαλος. Ο ευπρεπισμός του τραγουδιού έρχεται σαν διορθωτική επέμβαση αισθητικού χαρακτήρα, από αυτές που αφήνουν πίσω τους ένα διαφοροποιημένο πρόσωπο, με αμβλυμένο το ελάττωμα, αλλά με μια εμφανισιακή αοριστία: Το αποτέλεσμα είναι ένα «περίπου από κάτι» που υπήρχε, αλλά δεν ξέρουμε τι ήταν, για να αντικατασταθεί από κάτι που δεν ξέρουμε τι είναι. Η επόμενη κίνηση είναι να αλλάξουμε τον τίτλο από τη γελοιογραφική σειρά «Ο Ζαχαρίας και η Χοντρή», όπου ο Ζαχαρίας είναι ένα ανθρωπάκι που στενάζει κάτω από το ανοικονόμητο πάχος και τη βουλιμία της συζύγου, το όνομα της οποίας έχει υποκατασταθεί από το χαρακτηριστικό του σώματός της, με τις καμπύλες να υπερτονίζονται για να αναδειχθεί η αντίστιξη και να επαυξηθεί η πλάκα. Είναι ο καιρός όπου οι άνθρωποι «έχουν πλάκα» και όχι χιούμορ. Ο όρος χιούμορ εισήχθη στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες και ακόμα δεν τον έχουμε μεταφράσει. Οι παλιοί έλεγαν «έχεις πνεύμα» ή «φλέγμα». Η πλάκα ήθελε χοντρές, να λες τη λέξη και να γεμίζει με ντρρρρρ το στόμα σου, με τις κοιλιές της και τους μαστούς της, σαν τις φιγούρες που η Βερτμίλερ έβαζε να βιάζουν  τον ταλαίπωρο Τζιανκάρλο Τζιανίνι στον «Μίμη τον Σιδερά» όπου γέμιζε λίπη η μεγάλη οθόνη: Ηταν μια σάτιρα της ανδρικής ανεπάρκειας σε συνθήκη αντιστροφής της εξουσίας, του πάνω χεριού.

Είναι ασφαλώς απρεπές και σκληρό να αποκαλείς κάποιον χοντρό- όταν είναι χοντρός πράγματι- αλλά αυτό δεν τον λεπταίνει. Χοντρός παραμένει. Όταν τον συναντάμε, λέμε «να ένας χοντρός», από μέσα μας. Κανείς δεν λέει από μέσα του «να ένας πολίτης που δεν τον λες λεπτό». Ο στιχουργός θα χρησιμοποιήσει τις λέξεις που βγαίνουν από μέσα του ή θα κάνει πως δεν είδε τον χοντρό δίπλα του; Το θέμα, φυσικά, δεν είναι η λέξη που χρησιμοποιείς  αλλά ο λόγος και ο τρόπος που τη χρησιμοποιείς. Ο Γουίλ, ο μαύρος θερμαστής, είναι ένας μαύρος θερμαστής τον καιρό που οι θερμαστές ήταν οπωσδήποτε μαύροι και τους φέρονταν σαν σκλάβους (άραγε εκεί έχουν αλλάξει τα πράγματα;). Αν δεν του προσδώσεις το χρώμα του, έχεις αναιρέσει τη δύναμη του τραγουδιού και της αυτοθυσίας του Γουίλ που τρώει την αδειανή μποτίλια στο κεφάλι.

Αν υπάρχει κάτι ανάρμοστο στον στίχο που κουρεύτηκε, είναι ότι ο χοντρός στην ιστορία, είναι γυναίκα, ενώ θα μπορούσε να είναι και άντρας, μια χαρά, με πανομοιότυπο χαρακτηριστικά, απλά πιο προσεκτικός στις εκδηλώσεις. Αλλά αφού ο στιχουργός είδε γυναίκα, για γυναίκα έπρεπε να γράψει. Αν έκανε κάτι διαφορετικό, δεν θα μιλούσε πλέον για τον «Αδωνι», θα λήστευε τα μάτια του, την ψυχή του και τη γενιά του.