Οβερ Ρούλ’ς

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για την υπόθεση της Ρούλας Πισπιρίγκου

Είναι δύο άγρια μάτια μέσα από μια κουκούλα. Μπορεί να είναι και το βλέμμα του φοβισμένου ανθρώπου:  Ακούει κατάρες, ξέρει πού πηγαίνει, αλλά δεν βλέπει πώς πηγαίνει,  έχει μια υποψία για το μέλλον, την κυνηγάει το παρελθόν και το παρόν τρέμει κάτω από τα πόδια της. Ο φωτογράφος έχει δώσει μάχη για να βγάλει τη φωτογραφία της χρονιάς. Εγκριτες ιστοσελίδες τον επαινούν. Σύσσωμα τα ΜΜΕ θα αναδημοσιεύσουν το στιγμιότυπο, με άδεια ή χωρίς. Σύσσωμοι, μαζί κι ο φωτογράφος στοιχιζόμαστε πάνω από μια παρανομία. Ο νόμος απαγορεύει ρητά τη λήψη εικόνας κατά την προσαγωγή ατόμων σε δικαστικές αρχές. Όχι απλά τη δημοσίευση, αλλά τη φωτογράφηση. Ισχύει μάλιστα αυτεπαγγέλτως .  Βγάζεις κάμερα; Σε πάνε μέσα. Γιατί θεσπίστηκε ο νόμος; Αφενός για την προστασία του τεκμηρίου της αθωότητας. Αφ’ ετέρου για λόγους σεβασμού στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ο κατηγορούμενος θα προσαχθεί, θα απολογηθεί, θα δικαστεί, θα φυλακιστεί, αν κριθεί ένοχος. Ποια υπηρεσία προσφέρει η εικόνα;  Μα για να βεβαιωθεί ο πολίτης ότι το σύστημα λειτουργεί. Ας έχει εμπιστοσύνη ο πολίτης στη δημοκρατία. Δεν έχει ανάγκη από τέτοιες αποδείξεις. Μα,   για να ικανοποιείται το δημόσιο αίσθημα. Να κάτσει το δημόσιο αίσθημα εκεί που κάθεται. Θα ικανοποιηθεί όταν έρθει η ώρα όπως ο νόμος ορίζει. Μα η αρχή της δημοσιότητας των δικών  στηρίζεται στη φυσική επαφή του πολίτη με τα τεκταινόμενα. Συνεπώς, η προστασία της μορφής του κατηγορουμένου καταλύει την αρχή αυτή. Ναι, αλλά η έννοια της δημόσιας δίκης δεν περιλαμβάνει όρους πεζοδρομίου. Είναι «πεζοδρόμιο» ο λαός; Ναι, αν δεν προσεγγίζει τη δίκη με πνεύμα σεβασμού στους κανονισμούς, τη δικονομία, την ατμόσφαιρα των συνθηκών απονομής δικαίου. Είναι σαν τη συναυλία. Νιώθεις ένα σσστ, μέσα σου. Όπως στην εκκλησία.

Όλα αυτά, μια φορά κι έναν καιρό. Ο νόμος έχει εδώ και καιρό ακυρωθεί στην πράξη. Δεν είναι ο μόνος. Στην περίπτωση της Ρούλας Πισπιρίγγου δεν έχει υπάρξει διάταξη που να έχει ισχύσει. Προσωπικά στοιχεία δημοσιεύθηκαν, φωτογραφίες ανηλίκων επίσης, νεκρών μάλιστα, οικογενειακά στιγμιότυπα ήρθαν στο φως, πήγαν και ήρθαν οι υπαινιγμοί που καταστρατηγούσαν το τεκμήριο αθωότητας αλλά και προεξοφλούσαν την εκδοχή του εγκλήματος, απλά στη βάση της λογικότερης εξήγησης, και μετά ήρθαν οι εμπειρογνώμονες, οι απόστρατοι, οι ειδικοί, μια μεραρχία ανθρώπων που αγόρευε δημόσια για μια ενδεχόμενη ποινική βάση μιας ιστορίας, χωρίς να έχουν πραγματική πρόσβαση στα στοιχεία που θα επέτρεπαν την αγόρευση αυτή. Καλά έκαναν, αφού εκ των υστέρων δικαιώθηκαν. Πάμε για την επόμενη Ρούλα τώρα.

Το δημόσιο αίσθημα, όπως και οι επαναστάσεις, καταργεί το δίκαιο. Είναι σαν το παρκάρισμα στην Κορίνθου. Παρκάρει ένας, παρκάρουν όλοι, και θεσπίζεται στην πράξη μια λωρίδα παράνομης στάθμευσης την οποία δεν πειράζει πλέον κανείς. Η διαφορά είναι, όταν μιλάμε για ευαίσθητα ζητήματα- όπως νομίζουμε ότι είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα όρια της δημόσιας τοποθέτησης- όταν ένας νόμος καταλύεται πρέπει να υποκαθίσταται από κάποιον άλλον, γιατί στην πορεία το τραπουλόχαρτο που γέρνει θα παρασέρνει και τα  άλλα τραπουλόχαρτα και θα έχουμε σαν κοινωνία αγριέψει στην πρεμούρα μας να θεραπεύσουμε την αγριότητα.

Θα ρωτήσει τώρα κάποιος: Πέθαναν τρία παιδιά, το ένα σίγουρα δολοφονήθηκε από την ίδια του τη μάνα, και σένα σε νοιάζουν τα δικαιώματα; Η απάντηση είναι, ναι. Αν δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί, είναι περιττή η συζήτηση. Απλά, έχε τον νου σου, μην έρθει κάποια ώρα δική σου, και δεν υπάρχουν δικαιώματα για να πιαστείς, αλλά  θα έχει βγει η γνωμάτευση της κοινωνίας  κρίνοντας από μια φωτογραφία. Χίλιες λέξεις δεν είναι η φωτογραφία; Τι τις θέλουμε τις δίκες, λοιπόν.