Πώς εμπνεύστηκε τον πίνακα του Κρυφού Σχολειού ο Γύζης

Του Σήφη Μπουζάκη

     «Ει και πολλά κατά την εποχήν ταύτην επάθομεν δυστυχήματα, αληθώς όμως ειπείν, ουδεμία ξενική κυριαρχία έδωκεν εις ημάς τοσαύτην άνεσιν και άδειαν προς ρύθμισιν ταύτην και ανάπτυξιν, όσον η Οθωμανική,  ήτις…ουδέν σπουδαίον κώλυμα έθηκεν εις την ελευθερίαν της εκπαιδεύσεως».

                     Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, περ. ΠΑΝΔΩΡΑ, 1850

Επιλέξαμε σκόπιμα το παραπάνω απόσπασμα από άρθρο του εθνικού μας ιστοριογράφου, όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Κ Θ Δημαρά (1986) «Κων/νος Παπαρρηγόπουλος: Η εποχή του,  η ζωή του, το έργο του», ως την πλέον κατάλληλη εισαγωγή στο παρόν άρθρο.   

Αν στην εύστοχη διαπίστωση του Παπαρρηγόπουλου συνεκτιμήσουμε και την πολύ σημαντική απόφαση της Συνόδου, που συγκάλεσε τον Φεβρουάριο του 1593 στην Κωνσταντινούπολη ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Β’, ο Τρανός, τότε θα έχουμε μια έγκυρη καταγραφή της εκπαιδευτικής πραγματικότητας στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας από δύο σημαντικές προσωπικότητες.  

Στην απόφαση της Συνόδου αναφέρονται τα εξής: « Ωρισεν η Αγία Σύνοδος, έκαστον Επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην την δυναμένην ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και μαθείν προαιρουμένοις, εάν των επιτηδείων χρείαν έχωσιν».

Από τα δύο παραπάνω παραθέματα, αλλά και από πλήθος άλλων πηγών, προκύπτει, η θεσμική δυνατότητα του Πατριαρχείου να οργανώνει την εκπαίδευση των Ορθοδόξων Χριστιανών και να καθορίζει τον προσανατολισμό της (θρησκευτικό-θεολογικό). Και, βέβαια, τόσο η διαπίστωση του Παπαρρηγόπουλου, που ουσιαστικά καταρρίπτει τον ‘μύθο’ του ‘κρυφού σχολειού’ -ποιος ο λόγος, εξάλλου, για ‘κρυφά σχολειά’, όταν το Πατριαρχείο, αλλά και τοπικοί εκκλησιαστικοί φορείς, μπορούν να ιδρύουν και να λειτουργούν ‘φανερά σχολειά’- όσο και η απόφαση της Συνόδου’ κινούνται στο πλαίσιο της Οθωμανικής ‘έννομης τάξης’.’ Με βάση αυτή την ‘έννομη τάξη’, όλοι οι υπήκοοι του Σουλτάνου, και οι Μουσουλμάνοι, χωρίστηκαν σε ΜΙΛΕΤΙΑ με μόνο κριτήριο το θρήσκευμα, ανεξάρτητα από γλώσσα, τόπο κατοικίας και φυλετική καταγωγή. Ουσιαστικά, δηλαδή, οι Οθωμανοί ‘εκχωρούν’ την εκπαίδευση των υπόδουλων στα ΜΙΛΕΤΙΑ, τα οποία έχουν επικεφαλής θρησκευτικό ηγέτη.  

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο οικουμενικός πατριάρχης τίθεται επικεφαλής του Μιλετιού των Ορθόδοξων Χριστιανών, όχι μόνο των Ελλήνων. Η λέξη Ελληνας μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, όπως μας πληροφορεί ο Ι Κακριδής, είχε υβριστική σημασία, επειδή σήμαινε τον ‘ασεβή’ , τον ‘εθνικό’. Δεν είναι, γι’ αυτό, τυχαίο, ότι η καθομιλουμένη που μιλούσαν οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι ονομαζόταν ‘ρωμαϊκά’ ή ‘ρωμαϊκή γλώσσα’. Γι’ αυτό και ο όρος Ρωμιοί αντί του Ελληνες.

Με βάση την Οθωμανική  ‘έννομη τάξη’, στα ‘Μουσουλμανικά Μιλέτια’ θα λειτουργήσουν δύο τύποι σχολείων, τα mektep για τη στοιχειώδη εκπαίδευση και οι ‘Μεντρεσέδες’ ή ‘Ιεροσπουδαστήρια’ για τη Μέση, ενίοτε και την ανώτερη. Για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς φορολογούμενους (αγρότες, κτηνοτρόφους, εμπόρους, ναυτικούς, βιοτέχνες), που ανήκαν στην κατώτερη κοινωνική τάξη, τους ‘ραγιάδες’, από την άλωση της πόλης και μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, δεν λειτούργησαν οργανωμένα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης. Εξάλλου, στις αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές, τα παιδιά βοηθούσαν τους γονείς στον δύσκολο αγώνα επιβίωσης κάτω από άθλιες συνθήκες.  

Εδώ γεννιέται και ο μύθος του ‘κρυφού σχολειού’ που συνδέεται πρωτίστως με την ανάγκη να καλυφτούν οι ανάγκες του κλήρου (παπάδες, ψάλτες -γι’αυτό μόνο αγόρια-) που θα μάθαιναν ανάγνωση με τη βοήθεια των κληρικών που γνώριζαν τη γλώσσα του Ευαγγελίου. Ως ‘βιβλία’, για την εκμάθηση της ανάγνωσης χρησιμοποιούνταν, ο ‘οκτώηχος’, το ‘ψαλτήρι’ ή ‘οι πράξεις των Αποστόλων’ και ως ‘διδακτήρια’, είτε ο χώρος του ναού, είτε κάποιο κελί σε μοναστήρι, είτε η φτωχική οικία του παπα-δάσκαλου. Με την έννοια αυτή, ο γνωστός πίνακας του Ν. Γύζη ‘Το κρυφό σχολειό’, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν αφαιρεθεί ο ένοπλος φουστανελοφόρος που υποτίθεται προστατεύει τα παιδιά και τον παπα-δάσκαλο από τους Τούρκους.   

 Στα αστικά κέντρα, ως δάσκαλοι θα λειτουργήσουν εγγράμματοι επαγγελματίες , συνήθως τσαγκάρηδες ή ράφτες, που δίδασκαν έναντι μικρής αμοιβής σε μικρό αριθμό μαθητών ανάγνωση και γραφή ( οι λίγοι εύποροι είχαν οικοδιδασκάλους). Για τις ανάγκες αυτών των παιδιών, ήδη από το 1641, είχε εκδοθεί στη Βενετία αναγνωστικό, 16 σελίδων, με τίτλο «Χρήσιμος Παιδαγωγία προς τους νέους επιθυμούντας μαθείν ιερά γράμματα». Το αναγνωστικό λεγόταν και ‘Φυλλάδα’ (ο όρος διατηρείται μέχρι σήμερα με απαξιωτικό περιεχόμενο) και περιείχε ελληνικό και λατινικό αλφάβητο και εκκλησιαστικά κείμενα (το ‘πιστεύω’, το ‘πάτερ ημών’ κ.α.).

Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στην υποτυπώδη έως ανύπαρκτη εκπαίδευση των λαϊκών στρωμάτων, έμποροι και εκκλησιαστικοί ηγέτες, από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά, ιδρύουν και λειτουργούν σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, ‘φανερά σχολειά’, σε διάφορες περιοχές.  

Αυτή είναι η εικόνα της εκπαίδευσης μέχρι τα τέλη του 18ου, αρχές 19ου αιώνα, λίγο πριν από την επανάσταση του 1821. Στα προεπαναστατικά χρόνια, θα πρωταγωνιστήσουν ο Κοραής, λόγιοι της Δύσης και έμποροι. Το ‘νέο σχολείο’ που όλοι αυτοί οραματίζονται είναι προσανατολισμένο στις ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού -χωρίς τον διαφωτισμό και τη Φιλική Εταιρεία δεν θα υπήρχε επανάσταση, υποστηρίζει τεκμηριωμένα ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης- στη διάδοση των φώτων, που θεωρούν ότι αποτελεί το κυριότερο μέσο για την πνευματική αναγέννηση του έθνους. Είναι η δύσκολη μετάβαση από το θρησκευτικά προσανατολισμένο σχολείο της προηγούμενης περιόδου υπό το Πατριαρχείο, στο κοσμικό σχολείο του έθνους κράτους. Μια μετάβαση που θα φέρει σε σύγκρουση το Πατριαρχείο με τις νέες αντιλήψεις των λογίων για τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης στις ιδέες Διαφωτισμού. Σ’ αυτό, όμως το θέμα, θα επανέλθουμε με άλλο άρθρο μας.