Πότε παρεμβαίνει και πότε γίνεται… άλλοθι

Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής Οικονομικών ΑΠΘ-πρ. αν. υπουργός Οικονομικών-πρ. στέλεχος ΕΕ.

Η πολιτική του ανταγωνισμού ανήκει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της ΕΕ.

Αυτή χαράσσεται σύμφωνα με τη Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ.

Η πολιτική αυτή θεωρεί ότι είναι ασυμβίβαστες και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες και αποφάσεις μεταξύ επιχειρήσεων, που δύνανται να επηρεάζουν με δυσμένεια την εσωτερική αγορά, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό και ασκώντας επιπτώσεις στη διαμόρφωση των τιμών, στον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης προϊόντων, θέτοντας άνισους όρους. Επίσης, απαγορεύεται η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, κάτι που εκδηλώνεται με άμεση ή έμμεση επιβολή μη δίκαιων τιμών και την εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών.

Η ΕΕ μεριμνά, με τα κράτη-μέλη της ΕΕ, για εφαρμογή των αρχών του ανταγωνισμού. Εχει τη δικαιοδοσία να παρέμβει σε περιπτώσεις, όπου παρατηρείται αντιανταγωνιστική συμπεριφορά, όπως εκεί όπου εταιρείες εφαρμόζουν διαφορετικές τιμές για ίδια προϊόντα στις αγορές, ενώ οι όροι της αγοροπωλησίας μεταξύ παραγωγών και εταιρειών διάθεσης δεν διαφέρουν. Μπορεί να παρέμβει στις περιπτώσεις, όπου μονοπώλια καταχρώνται τη θέση τους στην αγορά. Παρόμοια παρέμβαση και στην περίπτωση ολιγοπωλιακής αγοράς.

Τα μονοπώλια είναι ορατά και γνωρίζουμε τους όρους του παιχνιδιού που επιβάλλουν, με άγραφη «συμφωνία κυρίων» που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί με την επιβολή προσυνεννοημένων τιμών κ.λπ. Επιβάλλει κυρώσεις μετά από
έρευνα. Μπορεί να επιβάλει πρόστιμα έως και το 10% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών εταιρείας.

Αρμόδιος φορέας για εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού στην ΕΕ είναι η Γενική Διεύθυνση της ΕΕ, που παρεμβαίνει όταν παρατηρείται διακίνηση προϊόντων μιας εταιρείας σε τουλάχιστον δύο κράτη-μέλη της ΕΕ και όταν ο όγκος του εμπορίου προϊόντων, που αντιμετωπίζουν προβλήματα, είναι υψηλός.

Η ολιγοπωλιακή μορφή της ελληνικής αγοράς, που οδηγεί σε στρεβλώσεις στις τιμές κάποιων προϊόντων, μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους. Ενδεικτικά, στην Ολλανδία, σε ολιγοπώλιο ελεγχόμενο από λίγες μεγάλες μεταφορικές εταιρείες, η κυβέρνηση «άνοιξε» την αγορά μέσω χρηματοδότησης της δημιουργίας νέων μεταφορικών εταιρειών, λύνοντας το πρόβλημα.

Ως προς τις διαφορετικές τιμές τροφίμων ανάμεσα στην Ελλάδα και χώρες της ΕΕ, το γεγονός από μόνο του δεν εισάγει κυρώσεις. Οταν ένας παραγωγός πουλά το προϊόν του με διαφορετικούς όρους σε τουλάχιστον δύο χώρες της ΕΕ (διαφορετικός όγκος παραγγελιών, διαφορετική απόσταση, διαφορετικοί όροι πληρωμής, διαφορετικό κόστος ασφάλισης κ.λπ.) εύλογα εισάγει διαφορετικές τιμές στους φορείς, που διαθέτουν τα προϊόντα του.

Οταν ένας Ιταλός παραγωγός, λόγου χάριν, πουλά στις Βρυξέλλες προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές από το Παρίσι, ενώ όλοι οι όροι είναι ίδιοι, αυτό δεν επιτρέπεται και επιβάλλονται κυρώσεις.

Η ΕΕ δεν παρεμβαίνει σε θέματα ανταγωνισμού-τιμών, ενώ η εκάστοτε κυβέρνηση παραμένει πλήρως αρμόδια στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) στον καθορισμό διαμόρφωσης του ύψους του ΦΠΑ ανά κατηγορία προϊόντων, β) στον καθορισμό πλαφόν στην τιμή ενέργειας

γ) στον καθορισμό ειδικών φόρων κατανάλωσης

δ) στην επιβολή υψηλών φόρων στα υπερκέρδη ή απρόβλεπτα κέρδη

ε) στην κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μιας εταιρείας

Στις περιπτώσεις αυτές κι όπου αλλού προβλέπεται, το οποιοδήποτε αίτημα μιας κυβέρνησης για συνδρομή της ΕΕ αποτελεί άλλοθι αποτυχίας από την πλευρά της.

Μπορεί να υπάρξει συνδρομή της μόνο στο πλαίσιο της αρχής της Επικουρικότητας, εφόσον η κυβέρνηση κρίνει ότι αδυνατεί ή είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει μια στρέβλωση της αγοράς.