Θέατρο: Πάθος και κοινωνικές συμβάσεις

Η πρόσληψη του έργου του Λόρκα στην Ελλάδα άρχισε το 1947, όταν ο Κάρολος Κουν, πρωτοπόρος στην εποχή του, παρουσίασε στο Θέατρο Τέχνης τον «Ματωμένο Γάμο» (Bodas de Sangre), με την αριστουργηματική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, με τη νεαρή Ελλη Λαμπέτη στον ρόλο της Νύφης. Εκτοτε τα έργα του γνώρισαν αλλεπάλληλες παρουσιάσεις από τις κρατικές σκηνές και τα ΔΗΠΕΘΕ της χώρας, από ιδιωτικούς θιάσους και ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες.

Η Mεγάλη απήχηση και αγάπη του ελληνικού κοινού για τον ισπανό ποιητή του θεάτρου οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: Στην ισπανική φλόγα της δραματουργίας του, που άγγιξε την ελληνική ψυχή και στη μελοποίησή του όχι μόνο από τις δύο μουσικές μας κορυφογραμμές -τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι- αλλά και από άλλους σημαντικούς συνθέτες (Λεοντή και Ξαρχάκο).

«Ζωγράφος της Ανδαλουσιανής ψυχής», σκιαγράφησε με αφειδώλευτο λυρισμό τον χαρακτήρα και την παράδοση, τα όνειρα και τις ελπίδες του ισπανικού λαού. Χαρακτηρισμός αρκετά στενόκαρδος, για να χωρέσει το έργο καθολικών αξιών, που έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Με επιρροές από το αρχαίο ελληνικό δράμα, ο  κορυφαίος Ισπανός δραματουργός κατέθεσε στο Παγκόσμιο Θέατρο ένα έργο που υπερβαίνει τη σφραγίδα του τόπου του, καθώς δομείται πάνω σε πανανθρώπινες έννοιες: τη χαρά της ζωής, τη μοίρα, τον έρωτα, τον θάνατο.

Στο «ΜατωMeνο ΓάMο» (1933), όπως και στα δύο άλλα έργα της τραγικής τριλογίας του -τη «Γέρμα» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα»- το θέμα είναι κοινό: η φωνή της καρδιάς και η επιταγή του ερωτικού ενστίκτου είναι πάνω από τον «νόμο του Θεού» και την ηθική των ανθρώπων. Σε αυτό το ακατανίκητο ερωτικό κάλεσμα υποτάσσεται η Νύφη του «Ματωμένου Γάμου» και επιχειρεί την απόδραση της από τη συμβατική τελετή του γάμου, μαζί με τον Λεονάρντο, αναζητώντας την ουσιαστική ισορροπία στην ικανοποίηση της φυσικής έλξης και στη λύτρωση από τα δεσμά των αυστηρών κοινωνικών συμβάσεων της εποχής.

Η φυγή, βέβαια, της ηρωίδας του Λόρκα και του αγαπημένου της μακριά, απ’ όσα συμπιέζουν το ερωτικό τους πάθος, δεν γίνεται χωρίς τίμημα. Τη χαρά της ζωής διαδέχεται η βία του θανάτου, που σφραγίζει την τελευταία πράξη του δράματος, καθώς οι δύο αντίπαλοι του «Ματωμένου γάμου», ο Γαμπρός και ο Λεονάρντο, χάνονται αλληλοσφαγμένοι. Η κάθαρση έρχεται μέσα από τη σκληρότητα του πάθους, του τρόμου και της βίας, αναζητήσεις, που παραπέμπουν στον τελετουργικό πρωτογονισμό του θεάτρου Σκληρότητος του Αντονέν Αρτώ. Ελπίδα για ανάσταση και λύτρωση στον Λόρκα δεν υπάρχει. Ο θάνατος ως κάθαρση είναι προτιμότερος από μία απροσδιόνυση ζωή. Σημαντική συνεισφορά στην υπόθεση του δράματος έχει και η μεταφυσική των συμβόλων και των στοιχείων της φύσης (Ζητιάνα, Φεγγάρι), τα οποία παρουσιάζονται από τον Λόρκα ως σκοτεινές και αδυσώπητες δυνάμεις, που καθορίζουν τα γεγονότα, κρίνουν, δικάζουν και καταδικάζουν, προοικονομώντας τη ζοφερή έκβαση.

Η επιδίωξη του Νικορέστη Χανιωτάκη να ελαφρύνει την τραγικότητα, με την ενσωμάτωση εμβόλιμων κωμικών και παρωδιακών στοιχείων, οδήγησε σε μια ακαταστάλακτη και αναποφάσιστη σκηνοθετική γραμμή, με εμφανή τη σύγχυση και την αμηχανία, που επηρέασε την απόδοση ορισμένων ρόλων και αποπροσανατόλισε το κοινό, παρά την προσπάθειά του να δομήσει την εικόνα της παράστασης στα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας.

Στον ρόλο της Μάνας η Μαρία Τζομπανάκη, αν και στιβαρή, επιβλητική και δυναμική παρουσία, μετέφερε στη σκηνή εν πολλοίς τον τηλεοπτικό της εαυτό. Ως εκ τούτου δεν κατάφερε να προσδώσει στην ερμηνεία της το απαιτούμενο τραγικό βάθος και την αναγκαία εσωτερικότητα, με αποτέλεσμα να μην μεταδώσει την αναμενόμενη συγκίνηση ακόμα και στον βαθύτατα λυρικό μονόλογο του φινάλε. Η Νύφη της Μαρίας Χάνου κατέθεσε ορισμένες ενδιαφέρουσες αποχρώσεις του ρόλου, αποδείχθηκε όμως αδύναμη στον συντονισμό της κινησιολογίας της με τον λόγο.

Ερmαιο του πάθους και ηφαίστειο που φλέγεται ο Λεονάρντο, υποστηρίχθηκε από το Νίκο Πουρσανίδη με υπερβάλλουσα και άμετρη παραστατικότητα. Ως Γαμπρός, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης εγκλωβίστηκε περισσότερο από κάθε άλλον στη σκηνοθετική γραμμή, και ταλαντευόμενος αχρείαστα ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, δεν έπεισε. Αποδυναμωμένοι και οι ρόλοι-σύμβολα του προσωποποιημένου Φεγγαριού με τον Κώστα Βασαρδάνη και του ενανθρωπισμένου θανάτου στο πρόσωπο της Ζητιάνας (Ισιδώρας Δωροπούλου) να μην κατορθώνουν να προσεγγίσουν τη δύναμη και τη σημασία που ο Λόρκα τους αποδίδει στη νομοτελειακή τραγική έκβαση. Η μόνη που διασώθηκε, μέσα στην ανυπαρξία ερμηνευτικής πυξίδας, ήταν η Μαριάννα Πολυχρονίδη. Χάρμα όρασης και ακοής, στον ρόλο της απατημένης Γυναίκας του Λεονάρντο, έκλεψε την παράσταση με τη συγκινητική της απόδοση και την υπέροχη φωνή της.

Αν και η μουσική του ευαίσθητου τραγουδοποιού Αλκίνοου Ιωαννίδη, παρά το βάρος της παρακαταθήκης του Χατζιδάκι, προσέδωσε στην παράσταση μια νέα σύγχρονη μουσική ταυτότητα και το λιτό σκηνικό της Αρτεμης Μουστάκα έναν αέρα αρχαίας τραγωδίας, ο «Ματωμένος Γάμος» της «Μυθωδίας» ζημιώθηκε από την αδικαίωτη ανανεωτική ματιά του σκηνοθέτη, παραμένοντας τελικά αναίμακτος.