Το «Χαλασμένο Τηλέφωνο» του Κωνσταντίνου Μάγνη: Όταν η σιωπή γίνεται ο πιο δυνατός διάλογος
Στο «Χαλασμένο Τηλέφωνο», ο Κωνσταντίνος Μάγνης ξετυλίγει έναν μονόλογο που θίγει την αποσύνδεση της σύγχρονης επικοινωνίας. Μέσα από την παρερμηνεία και τη σιωπή, το έργο καθρεφτίζει τις αποτυχίες και τις εσωτερικές συγκρούσεις που όλοι αναγνωρίζουμε.
Σε έναν κόσμο γεμάτο από «φασαρία» και υπερβολική πληροφορία, ο Κωνσταντίνος Μάγνης μας φέρνει αντιμέτωπους με τις αλήθειες που αρνούμαστε να δεχθούμε μέσα από το «Χαλασμένο Τηλέφωνο» για το οποίο μιλά στο pelop.gr.
Ένας άντρας που έχει χάσει τη δουλειά του περπατάει άσκοπα στους δρόμους της πόλης και για να δείχνει πολυάσχολος μιλάει διαρκώς στο κινητό του τηλέφωνο που είναι όμως χαλασμένο. Μην αντέχοντας την πραγματικότητα του σύντομα θα γεννηθεί στο μυαλό του η ιδέα ότι είναι μυστικός πράκτορας, πυροδοτώντας έτσι την παράλογη κωμωδία της ζωής του.
Στο μονολογικό έργο «Χαλασμένο Τηλέφωνο», οι παρεξηγήσεις και οι αποτυχημένες επικοινωνίες δεν είναι απλώς θέμα τεχνικών προβλημάτων, αλλά εσωτερικών συγκρούσεων και κοινωνικών αδιεξόδων. Μέσα από το πρίσμα ενός ήρωα που μονολογεί, ο θεατής καλείται να κοιτάξει στον καθρέφτη και να αναρωτηθεί: Ποιος είναι στην άλλη άκρη της γραμμής και τι έχουμε αφήσει να χαθεί στη μετάφραση;
– Το χαλασμένο τηλέφωνο είναι ένα παιδικό παιχνίδι παρεξήγησης και λανθασμένης επικοινωνίας. Γιατί λοιπόν η παράσταση ονομάζεται «Χαλασμένο Τηλέφωνο»;
Δεν μιλάμε για ένα παιδικό παιχνίδι. Είναι ένα πραγματικό χαλασμένο τηλέφωνο. Προφανώς και τον τίτλο τον έβαλα παιγνιωδώς, ακριβώς γιατί παλιά όταν μιλούσαμε αναφερόμασταν στο παιχνίδι και όχι σε ένα πραγματικό χαλασμένο τηλέφωνο. Μιλάω κατά κάποιο τρόπο και για μια προσωπική μου εμπειρία. Πράγματι, είχε χαλάσει το τηλέφωνό μου, είχαν χαθεί τα δεδομένα και χρειάστηκα μία αναβάθμιση, μία «θεραπεία», πολύ απαιτητική οικονομικά. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Συνειδητοποίησα ότι το τηλέφωνο δεν είναι τόσο προσοδοφόρο ως συσκευή όσο είναι τα «μετέπειτα» που χρειάζονται. Ακριβώς επειδή το τηλέφωνο μας έχει δέσει τα χέρια, το θεωρούμε ζωτικής σημασίας. Υπήρξε βέβαια και μία δεύτερη κατάσταση… Περπατώντας στον δρόμο είδα έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι και ο άνθρωπος του έργου. Περπατούσε στον δρόμο και ήταν σε μία ψυχοπαθολογική κατάσταση. Οι περαστικοί δεν τον καταλάβαινων, γιατί η συμπεριφορά του ενώ δεν ήταν, έδειχνε φυσιολογική. Και όλα αυτά γιατί νόμιζαν ότι μιλούσε στο τηλέφωνο.
– Γιατί αποφάσισες το έργο αυτό να είναι ένας μονόλογος;
Γιατί καραρχάς αυτό επιβαλλόταν από μόνο του από την φύση του θέματος. Ο ήρωας δεν θα μπορούσε παρά να μονολογεί. Βέβαια, παρεμβάλλονται πρόσωπα και καταστάσεις με τα οποία συνδιαλέγεται, είτε σε πραγματικό είτε σε φαντασιακό επίπεδο. Αυτό συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Είτε μιλάμε με άλλον, είτε με τον εαυτό μας, αρχίζουμε στο μυαλό μας τα σενάρια, αυτοσκηνοθετούμαστε πριν ακόμα επικοινωνήσουμε ή κάποιες φορές χωρίς να επικοινωνήσουμε καθόλου.
– Και κάποιες φορές τα σενάρια που έχουμε στο κεφάλι μας δεν «βγαίνουν».
Γιατί βγαίνουν τα πραγματικά; Η πραγματικότητα είναι σαν τους τυφώνες που χτυπούν -προς το παρόν- τον Ειρηνικό ή τον Ατλαντικό, και οι οποίοι υπερβαίνουν την δυνατότητα πρόβλεψης και άμυνας και φτιάχνουν την ιστορία καταπίνοντας τους επιμέρους. Αυτό είναι η πραγματικότητα και αυτό είναι η ιστορία.
– Σε έναν κόσμο που κυριολεκτικά κολυμπάει στην πληροφορία, πιστεύεις ότι αυτό που «λέγεται» ή «δεν λέγεται» στο «Χαλασμένο Τηλέφωνο» είναι μια διαμαρτυρία απέναντι στον σύγχρονο διάλογο;
Είναι μια διαμαρτυρία απέναντι στον μη διάλογο. Νομίζω ότι στη ζωή μας υπάρχουν πολλά φερτά υλικά, τα οποία εμφανίζονται ως αναγκαία τροφή είναι παράλληλα ένα απαραίτητο εισιτήριο για να συνυπάρχεις στον κοινωνικό στίβο. Την ίδια στιγμή όμως είναι άχρηστα και επιζήμια και παρελκυστικά. Μας εμποδίζουν να δούμε τον πραγματικό μας εαυτό. Είναι σαν τον βιοπορισμό, αναγκαίος και πολλές φορές δημιουργικός, αλλά όταν αυτός εκλείψει, δίνει διεξόδους σε μια διάσταση του εαυτού σου που είναι καταχωνιασμένη. Αυτό ισχύει και με την επικοινωνία, την ψευδοεπικοινωνία ή τη διάδοση πληροφοριών. Είναι αυτό που έλεγαν οι γιαγάδες μας: «Τι καταλαβαίνεις;».
– Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος που προσπαθεί να κρύψει ο ήρωας σου πίσω από την ταραχώδη επικοινωνία του;
Οι αποτυχίες του. Θα μπορούσε να θυμίζει -παρόλο που δεν υπάρχουν στοιχεία- τον «Θάνατο του Εμποράκου». Πιστεύω ότι υπάρχει μια συγγένεια, έχω ακούσια και όχι τόσο υποσυνείδητα επηρεαστεί από το θέμα αυτού του έργου, που όποιος το έχει διαβάσει καταλαβαίνει ότι είναι ένα έργο που σε σημαδεύει. Και αυτόν τον ρόλο καλείται να παίξει το θέατρο: σε τελευταία ανάλυση η λογοτεχνία και το θέατρο ασχολούνται με τις αποτυχίες, τις νευρώσεις.
– Ένα άτομο μόνο στη σκηνή – όσο «χαλασμένο» κι αν είναι το τηλέφωνο, ποιος περιμένεις να απαντήσει στην άλλη άκρη της γραμμής; Είναι το κοινό ή ίσως κάποιος «εαυτός», κάποιος που προσπαθούμε να ξεχάσουμε;
Σε αυτό δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Στην πραγματικότητα, στο τέλος, απαντά ο εαυτός μας. Αφού επιδοθούμε στο παιχνίδι των εσωτερικών συγκρούσεων, των συμπλεγματικών και των νευρωτικών, έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια μας, να αποδεχθούμε το τι συμβαίνει, να συμβιβαστούμε και να αφήσουμε την μεμψιμοιρία να πάψουμε να βουλιάζουμε από θλίψη και παιδιάστικη οργή και να παραδεχθούμε τις ήττες και τις μειονεξίες μας. Να τις αντιμετωπίσουμε. Είναι ένα σημείο που όποιος δει το έργο, αναγνωρίζει και τον εαυτό του, παρόλο που όσα διαδραματίζονται μπορεί να του είναι «ξένα». Αυτό είναι και η επιδίωξή μου, δεν γράφω για ένα κοινωνικό τέρας αλλά για όλους μας και για τον εαυτό μου.
– Πιστεύεις ότι οι θεατές ταυτίζονται περισσότερο με τον αποδέκτη του μηνύματος ή με εκείνον που προσπαθεί απελπισμένα να το μεταδώσει;
Πιστεύω ότι ταυτίζονται με τον αποδέκτη. Με τον εαυτό τους περισσότερο. Από ένα σημείο και μετά το έργο σηκώνει έναν καθρέφτη και αν δεις τον εαυτό του το έργο έχει πετύχει, ειδάλλως κάτι δεν κάναμε καλά.
– Αυτό δεν μπορεί να είναι λάθος του θεατή; Γιατί να φταίει το έργο;
Ποτέ δεν μου αρέσει αυτό που λέμε σωστό ή λάθος. Μπορεί να μπαίνει ένας θεατής με προδιαθέσεις. Κάποιοι μπαίνουν σε μία παράσταση νομίζοντας πως θα δουν κάτι ανάλογο του Καρναβαλικού Κομιτάτου, ή τα αστεία του σ-χολιαστή και ξενίζονται. Αυτό είναι κάτι από το οποίο ελπίζω να απαλλαγώ σύντομα: από την ευθύνη να κάνω τον κόσμο να γελάει κάθε 3 αράδες. Το έργο έχει και κωμικά στοιχεία αλλά θέλω να προχωρήσω παραπέρα και παράλληλα.
– Η δυναμική του μονόλογου συνήθως βασίζεται στην ψυχολογική διαδρομή του χαρακτήρα. Είναι αυτό το «χαλασμένο τηλέφωνο» το αποτέλεσμα των προσωπικών επιλογών ή μιας κοινωνίας που κάνει τους ανθρώπους να χάνονται σε αδιέξοδους διαλόγους;
Νομίζω ότι είναι κάτι ενδιάμεσο. Η κοινωνία αφ’ εαυτή είναι ένας μηχανισμός απρόσωπος, δεν ασχολείται με εμάς ως θεός ή ημίθεος ή μάγος μιας σφαίρας που εστιάζει πάνω μας. Οι προσωπικές μας επιλογές ασφαλώς και καθορίζουν τη ζωή μας, αλλά διασταυρωνόμαστε με άλλους ανθρώπους, που αν και είναι επιλογές μας, δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορούμενοι για τις δικές τους μειονεξίες όσο και είμαστε εμείς αυτοί που τους έχουμε διαλέξει. Η δυνατότητά μας να παρέμβουμε στη ροή της ζωής δεν είναι και τόσο μεγάλη, δεν είμαστε όλοι σκαπανείς ή μεγάλοι επαναστάτες. Κάποιες φορές απλά ακολουθείς το ρυάκι. Αυτό το βλέπεις και σε παλαιότερες εποχές, σε γυναίκες που ήταν παντρεμένες με άνδρες που τις καταδυνάστευαν και το προτιμούσαν, γιατί δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσουν μία άλλη ζωή. Συμβαίνει στον καθένα μας: ξέρω ότι τα πράγματα δεν είναι όπως πρέπει, αλλά…
– Αν είχες την ευκαιρία να «ανοίξεις τη γραμμή» του θεατή με μία μόνο φράση από το έργο, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Μία φράση είναι δύσκολο. Είναι η αναμέτρηση με τον περίφημο «Μεγάλο». Με διασκέδασε πολύ.
Ίνφο
«Χαλασμένο Τηλέφωνο» στο Επίκεντρο+
Παραστάσεις: Από 30 Οκτωβρίου έως 17 Νοεμβρίου
Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή: 9.15 μ.μ., Κυριακή: 8 μ.μ.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Μάγνης
Σκηνοθεσία – Επιμέλεια εικόνας – ήχου: Μίλτος Νίκας
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Ενδυματολογική επιμέλεια: Νάνσυ Κωνσταντινίδη
Ερμηνεύει ο Βασίλης Κόκκαλης
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News