Τσίπρας: Η προοδευτική κυβέρνηση θα είναι βιώσιμη και μακράς πνοής – Ποιους εξαιρεί από την πρόταση συνεργασίας
Ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρει πως εάν δεν είναι πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν απέχει μόλις μισή μονάδα από τον νικητή των εκλογών, δεν θα προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση.
Αποκλείσει το ενδεχόμενο να επιδιώξει τον σχηματισμό κυβέρνησης αν ο ΣΥΡΙΖΑ αναδειχθεί δεύτερο κόμμα στις εκλογές της 21ης Μαΐου ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή».
«Η προοδευτική κυβέρνηση θα είναι βιώσιμη και μακράς πνοής», υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και διευκρινίζει ότι από την πρόσκληση δεν εξαιρεί κανέναν, πλην της Ν.Δ., του κ. Βελόπουλου και της Ακροδεξιάς».
Αναφέρεται στην απλή αναλογική λέγοντας ότι «είναι ένα δικαιότερο σύστημα που αξίζει να δοκιμαστεί για πρώτη φορά και να δώσει σταθερή κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας» και εκφράζει την βεβαιότητά του ότι «θα είναι μία μεγάλη θετική αλλαγή για τον τόπο». «Αν αυτό λειτουργήσει δεν βλέπω τον λόγο να επιστρέψουμε στην οξύτητα και στην πόλωση, στις αμαρτωλές και αλαζονικές όπως αποδείχθηκε κυβερνήσεις μειοψηφίας». Ο Αλέξης Τσίπρας επαναλαμβάνει ότι προϋπόθεση είναι να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το πρώτο κόμμα στις εκλογές.
Για τις ενστάσεις από τον Νίκο Ανδρουλάκη σημειώνει: «Η ψήφος του λαού καθορίζει τα δεδομένα, τους συσχετισμούς και τις εξελίξεις. Και όταν ο λαός αποφανθεί, όπως πιστεύω ότι θα κάνει, όταν δώσει με την ψήφο του σαφή εντολή για προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας, δεν μπορώ να φανταστώ ποιο προοδευτικό κόμμα και με ποια επιχειρήματα θα αναλάβει την ευθύνη και το κόστος να πει «όχι». Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη και το κόστος, με οποιοδήποτε πρόσχημα, να οδηγήσει τη χώρα στις δεύτερες και τρίτες εκλογές που επιδιώκει η Ν.Δ». Διευκρινίζει ακόμη: «Η πρότασή μας δεν εξαιρεί κανέναν, πέραν της Ν.Δ., του κ. Βελόπουλου και φυσικά της Ακροδεξιάς. Αλλά, πέρα από τα κόμματα, απευθύνεται πρώτα και κύρια σε όλους τους δημοκρατικούς πολίτες. Στην κοινωνική πλειοψηφία που απαιτεί απαλλαγή από το καθεστώς της Δεξιάς και πολιτική αλλαγή. Και οι ηγεσίες των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης θα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε ένα κοινό πρόγραμμα αλλαγής και προόδου από τη μια, και στην περιπέτεια μιας νέας εκλογικής αναμέτρησης από την άλλη. Την οποία, επαναλαμβάνω, επιδιώκει και έχει προαναγγείλει ο κ. Μητσοτάκης. Δεν μπορώ να φανταστώ ποιο προοδευτικό κόμμα θα αναλάβει την ευθύνη να πει «όχι» (στη συνεργασία). Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη να οδηγήσει τη χώρα στις δεύτερες και τρίτες εκλογές που επιδιώκει η Ν.Δ».
Για τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ακόμη προβάδισμα της ΝΔ αναφέρει: «Κοντός ψαλμός αλληλούια. Έρχεται η ώρα της κρίσης και για τα πολιτικά κόμματα αλλά και για τις δημοσκοπήσεις. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι πολίτες δεν πρόκειται να τις λάβουν σοβαρά υπόψη για την τελική τους επιλογή».
Για την πρότασή του για την ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους αναφέρει ότι δεν αφορά μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά αλλά απευθύνεται στην καρδιά της μεσαίας τάξης και προσθέτει: «το κυριότερο, είναι μια εφαρμόσιμη και ρεαλιστική πρόταση. Δίνει τη δυνατότητα σε νοικοκυριά που έχουν μια στοιχειώδη οικονομική δυνατότητα αλλά που για λόγους αντικειμενικούς κοκκίνισε το δάνειό τους και τα πανωτόκια κατέστησαν απαγορευτική την εξυπηρέτησή του, με ένα πολύ μεγάλο «κούρεμα» και με κρατική ενίσχυση, να πάρουν πίσω το σπίτι τους σε μικρό χρονικό διάστημα 5 έως 10 ετών. Αυτό είναι πολύ κρίσιμο. Οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης δεν είναι μπαταχτσήδες. Γνωρίζουν ότι θα χρειαστεί να βάλουν το μερίδιο που τους αναλογεί για να καταφέρουν να αφήσουν μια μικρή περιουσία στα παιδιά τους. Αρκεί αυτό να το αντέχουν και να μπορούν να δουν σχετικά σύντομα το αποτέλεσμα».
Για το θέμα του Παύλου Πολάκη αναφέρει: «Για την Αριστερά η αυτοκριτική είναι μια πολύ σημαντική πράξη. Το να αναγνωρίζει κανείς λάθη, και μάλιστα δημόσια, να τα ξεχωρίζει από τις προθέσεις και να βλέπει τις αρνητικές επιπτώσεις τους στη συλλογική δράση, είναι πράξη στοιχειώδους ευθύνης. Και είναι πολύ πιο ουσιαστική από μια υποκριτική συγγνώμη».
Αναφέρεται στην ανάγκη αλλαγών στο κράτος μετά το δυστύχημα στα Τέμπη: «Υπάρχουν δεκάδες πληγές και παθογένειες, που καθιστούν το κράτος αναποτελεσματικό, άδικο, εχθρικό, ακόμη και επικίνδυνο, όπως αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο στα Τέμπη. Ενδημικό ρουσφέτι, αναξιοκρατία, οικογενειοκρατία, βόλεμα των ημετέρων, ιδιοποίηση του δημόσιου χρήματος με όρους αδιαφάνειας και διαφθοράς. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που υποσχέθηκε και διαφήμισε την αριστεία και το επιτελικό κράτος, το μόνο που έκανε ήταν τελικά να επενδύσει στις παθογένειες για ίδιον όφελος. Πολιτικό, αλλά και οικονομικό. Προσέδωσε στο κράτος όχι απλώς καθεστωτικά, αλλά ιδιοκτησιακά χαρακτηριστικά. Κατάφερε να ιδιωτικοποιήσει το κράτος κατά κάποιο τρόπο, με τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη βασικό μέτοχο. Ιδιόκτητη ΕΥΠ, ιδιόκτητη ΕΡΤ, ιδιόκτητα ταμεία ανοιχτά σε απευθείας αναθέσεις δισεκατομμυρίων. Και προκλητικό βόλεμα συγγενών και φίλων με παχυλές αμοιβές και σκανδαλώδη αδιαφάνεια. Όλα αυτά πρέπει να τελειώσουν. Και ας έχει κομματικό κόστος. Θέλουμε ένα κράτος αποτελεσματικό και δίκαιο. Με αυστηρούς κανόνες διαφάνειας και αξιολόγησης. Με έλεγχο σε κάθε πτυχή της λειτουργίας και της δράσης του. Σε κάθε ευρώ που ξοδεύεται. Με την ψηφιοποίηση ως εργαλείο και μέσο για να γίνει πιο φιλικό προς τον πολίτη. Και βέβαια με αναδιοργάνωση των «σκληρών» μηχανισμών του, όπως η ΕΥΠ και η Αστυνομία».
Αναφέρεται στις αλλαγές που έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ λέγοντας: «Αυτό που έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέσω των αποφάσεων Κεραμέως, ήταν μια λαθροχειρία εις βάρος των νέων παιδιών και των οικογενειών τους. Και το έκαναν όχι γιατί τους έπιασε ο πόνος για το επίπεδο των εισακτέων, αλλά γιατί θέλησαν να κατευθύνουν έναν ικανό αριθμό χιλιάδων νέων παιδιών στην επιλογή των κολεγίων. Αυτό είναι και άδικο και ανήθικο. Για αυτό και θα το αλλάξουμε».
Για την διακυβέρνησή του και την «υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης» αναφέρει: «Όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι σκόπιμα να ξαναγράψουν την ιστορία, η ιστορία του τόπου δεν ξεκίνησε το 2015. Εμείς παραλάβαμε μια μεσαία τάξη διαλυμένη από την κυβέρνηση Σαμαρά και μια χώρα χρεοκοπημένη με άδεια ταμεία. Και σε ό,τι αφορά τη δική μας διακυβέρνηση, εγώ ποτέ δεν δίστασα να πω ότι και επί των ημερών μας επιβαρύνθηκε η μεσαία τάξη, αλλά δεν ήταν επιλογή μας, ήταν εθνικός στόχος η έξοδος από τα μνημόνια. Ο κ. Μητσοτάκης όμως, που εκλέχθηκε με βασική υπόσχεση να την ελαφρύνει, την έχει οδηγήσει να ζει με κουπόνια. Με έμμεσους φόρους που της λεηλατούν το εισόδημα. Τέσσερα δισ. παραπάνω ήταν τα υπερέσοδα του κράτους μόνο από τον ΦΠΑ το 2022 σε σχέση με το 2021. Και οι υπουργοί του χαρακτηρίζουν «στρατηγικούς κακοπληρωτές» όσους κινδυνεύουν να χάσουν την περιουσία τους επειδή το κόστος ζωής και τα επιτόκια έχουν εκτιναχθεί. Αυτή τη στιγμή συντελείται η μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος και περιουσίας από τη μεσαία τάξη προς λίγους και ισχυρούς».
Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την προοπτική βελτίωσης αναφέρει ότι υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας και προσθέτει: «Αλλά αυτή η ευκαιρία μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο αν υπάρχει πολιτική βούληση απέναντι στον φόβο του πολιτικού κόστους και εάν εξασφαλισθεί ένας δομημένος διάλογος με σαφείς κόκκινες γραμμές και σαφή στόχο. Δυστυχώς ο κ. Μητσοτάκης δεν είχε ούτε έχει βούληση και στόχο. Για εμάς η βούληση για διάλογο είναι ξεκάθαρη. Κόκκινες γραμμές μας είναι η εδαφική ακεραιότητα και το δικαίωμά μας να αμυνθούμε αυτής. Και σκοπεύουμε να αξιοποιήσουμε τις συμμαχίες μας ορθά ώστε να υποστηρίξουμε αυτές τις κόκκινες γραμμές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και ο στόχος μας είναι απολύτως σαφής: η προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ».
Για τον φράχτη στον Έβρο αφού κατηγόρησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι «τον θυμήθηκε κατά παραγγελία του Αμερικανού επικοινωνιακού συμβούλου του, ακριβώς όπως ο Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, για να στήσει άλλη μια παράσταση πατριδοκαπηλίας» σημειώνει: «Ο φράχτης, λοιπόν, μπορεί να συμβάλλει σε ορισμένα σημεία στον Έβρο, αλλά προφανώς δεν είναι η λύση στο μεταναστευτικό. Δημιουργεί, δε, επιπλέον θέματα που αφορούν τον έλεγχο του ελληνικού εδάφους μεταξύ του φράχτη και των ελληνοτουρκικών συνόρων. Προφανώς και θα τον διατηρήσουμε, αλλά δεν θα μείνουμε σε αυτό». Για το μεταναστευτικό γενικότερα σημειώνει ότι η δική του κυβέρνηση αντιμετώπισε την μεγαλύτερη κρίση και προσθέτει: «Σε κάθε περίπτωση, αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι μια ισορροπημένη μεταναστευτική πολιτική. Με φύλαξη συνόρων αλλά και σεβασμό στους κανόνες του διεθνούς δικαίου».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News