Weapons: Φόβος πριν την απειλή

Το «Weapons» του Ζακ Κρέγκερ ξεκινά με μια υπόθεση που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από συλλογικό εφιάλτη.

Weapons: Φόβος πριν την απειλή

Η απώλεια είναι ένα κενό που βαραίνει την ψυχή, αναγκάζοντάς μας να μάθουμε να ζούμε με την οδύνη της απουσίας.

Η αφήγηση του «Weapons»  ξεκινά μέσα από τα μάτια ενός παιδιού-αφηγητή, που θυμάται μια Τετάρτη βράδυ πριν δύο χρόνια στη μικρή πόλη Μέιμπρουκ της Πενσυλβάνια. Ο Ζακ Κρέγκερ, μετά το αναπάντεχο «Barbarian», επιστρέφει με το Weapons, ένα θρίλερ που στηρίζεται σε μια ιδέα απλή και ταυτόχρονα τρομακτική. Ένα βράδυ, όλοι οι μαθητές μιας τάξης εξαφανίζονται μονομιάς. Κανείς δεν βλέπει ή ακούει τίποτα. Καμία εξήγηση, κανένα στοιχείο, καμία λογική συνέχεια. Μόνο ένα παιδί παραμένει ζωντανό και σιωπηλό, σαν μάρτυρας που κουβαλά το μυστικό ενός αδιανόητου γεγονότος. Η ταινία δεν ενδιαφέρεται για θεαματικές απαγωγές ή για εφέ. Αντίθετα, ξεκινά από την απουσία. Από το κενό που αφήνει πίσω της μια γενιά που εξαφανίζεται σε μια στιγμή.

Το «Weapons» του Ζακ Κρέγκερ ξεκινά με μια υπόθεση που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από συλλογικό εφιάλτη. Το αίνιγμα γίνεται ο πυρήνας της αφήγησης, και γύρω του πλέκονται οι ιστορίες των ενηλίκων που προσπαθούν να διαχειριστούν το αδιανόητο. Στο επίκεντρο, η δασκάλα Τζαστίν Γκάντι (Τζούλια Γκάρνερ) και ο πατέρας ενός από τα εξαφανισμένα παιδιά (Τζος Μπρόλιν) συγκροτούν δύο διαφορετικούς άξονες: εκείνη, παγιδευμένη ανάμεσα στο καθήκον και το τραύμα, εκείνος, θρυμματισμένος από την απώλεια, με την απελπισία να τον οδηγεί στα όρια της παράνοιας.

Η αφήγηση του Κρέγκερ είναι εσκεμμένα σφιχτή. Δεν μας χαρίζει εικόνες από την εξαφάνιση ούτε ερμηνείες για το ποιος ή τι κρύβεται πίσω από αυτήν. Αντίθετα, κινηματογραφεί το κενό: τους διαδρόμους του σχολείου που μένουν έρημοι, τα σπίτια που χάνουν την καθημερινή φασαρία των παιδιών, τα άδεια βλέμματα των ενηλίκων. Το μυστήριο λειτουργεί ως καταλύτης, δεν είναι το «τι έγινε» που μας καταδιώκει, αλλά το «πώς ζούμε» μετά από ένα τέτοιο γεγονός.

Η Γκάρνερ υποδύεται τη δασκάλα με συγκρατημένη ένταση, μια ερμηνεία που καταγράφει τη διάλυση της κανονικότητας μέσα από το πρόσωπο της γυναίκας που ένιωθε υπεύθυνη για τα παιδιά. Ο Μπρόλιν, από την άλλη, επενδύει τον χαρακτήρα του με μια ωμή σωματικότητα: η οργή του και η άρνησή του να αποδεχθεί την απώλεια είναι η βαρύτερη αλήθεια της ταινίας. Μαζί, σχηματίζουν ένα δίπολο ανθρώπινων αντιδράσεων απέναντι στο ανεξήγητο. Ο Κάρι Κρίστοφερ ως Άλεξ Λίλι, το μοναδικό παιδί που δεν εξαφανίστηκε, λειτουργεί σαν φάρος, μια σχεδόν υπερφυσική παρουσία που κρατά ανοιχτή την πόρτα ανάμεσα στη λογική και το άγνωστο. Ο Άλντεν Έρενραϊχ, στον ρόλο του Πολ Μόργκαν, προβληματικού αστυνομικού και παλιού έρωτα της Τζαστίν, δίνει μια σκιά ενοχής και ανολοκλήρωτου, η σχέση τους γίνεται το γήινο αντίβαρο απέναντι στη μεταφυσική απειλή. Ο Όστιν Άμπραμς ως Τζέιμς, άστεγος ναρκομανής, φέρνει τη βία και την απόγνωση της κοινωνικής περιφέρειας μέσα στην ίδια την καρδιά της πλοκής, υπενθυμίζοντας ότι ο τρόμος δεν προέρχεται μόνο από το υπερφυσικό αλλά και από την ίδια την κοινωνική αθλιότητα.

Ο Κρέγκερ στήνει την ιστορία σαν σπασμένο καθρέφτη, όπου κάθε θραύσμα αποκαλύπτει διαφορετική όψη του τρόμου. Δεν είναι τυχαίο ότι το σενάριο μοιάζει με μωσαϊκό τρόμου και ψυχολογικού δράματος, ο σκηνοθέτης παίζει με την παράνοια της απώλειας, το άγνωστο, την ενοχή και το υπόγειο διαβρωτικό χιούμορ. Ως θρίλερ, το Weapons δεν βασίζεται σε κυνηγητά, ανατροπές ή εύκολα σοκ. Αντίθετα, ποντάρει στην ατμόσφαιρα και στη διαρκή αίσθηση ότι κάτι σκοτεινό καραδοκεί. Ο Κρέγκερ, όπως είχε κάνει και στο Barbarian, λατρεύει να χειρίζεται το χώρο ως αφηγηματικό εργαλείο: τα πλάνα του επιμένουν στη σιωπή, στο άδειο, στο σκοτεινό. Ο θεατής καλείται να γεμίσει τα κενά με τη δική του φαντασία, κι εκεί ακριβώς εδράζεται η δύναμη του φιλμ.

Ωστόσο, η ταινία δεν είναι άτρωτη. Σε στιγμές, η εμμονή του σκηνοθέτη με την ατμόσφαιρα αφήνει την πλοκή κάποιες φορές γυμνή, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να δοκιμάζεται.  Άλλες φορές η ταινία μας κρατά συνεχώς σε αναμονή χωρίς ποτέ να παραδίδει μια καθαρτική απάντηση. Αυτό, όμως, είναι και το ρίσκο που την καθιστά ιδιαίτερη: το Weapons δεν υπόσχεται λύτρωση, αλλά μας εγκλωβίζει στην αβεβαιότητα, αντικατοπτρίζοντας τη δική μας ανάγκη για νόημα μπροστά σε τραγωδίες που δεν εξηγούνται. Τελικά, το Weapons είναι λιγότερο ένα μυστήριο που πρέπει να λυθεί και περισσότερο μια κινηματογραφική μελέτη πάνω στον φόβο, την απώλεια και την αδυναμία της ανθρώπινης λογικής να χωρέσει το αδιανόητο γιατί ο τρόμος είναι η σκιά που μεγαλώνει μέσα μας πριν καν φανεί η απειλή, μια εσωτερική παραίσθηση που μας παραλύει περισσότερο από κάθε εξωτερική απειλή.