25η Μαρτίου: Ποιος ήταν ο Παπαφλέσσας

Ο Γρηγόριος Δικαίος (γεννημένος ως Γεώργιος Δικαίος ή Παπαφλέσσας) (Πολιανή Μεσσηνίας, 1788 – Μανιάκι Μεσσηνίας, 20 Μαΐου 1825), περισσότερο γνωστός ως Παπαφλέσσας, ήταν Έλληνας κληρικός, πολιτικός και οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Παπαφλέσσας

Ο Παπαφλέσσας, γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1786 ή το 1788 και ήταν υστερότοκος γιος, από δεύτερο γάμο, του Δημητρίου Δικαίου, ο οποίος είχε συνολικά 28 παιδιά. Το επίθετο Δικαίος είναι το πραγματικό της εν λόγω οικογένειας και απαντάται ακόμη και σήμερα στο χωριό του, την Πολιανή Μεσσηνίας. “Δικαίος” ήταν μοναστηριακός τίτλος που σήμαινε τον επιστάτη ή διαχειριστή μοναστηριού ή ασκητηρίου. «Το δε Φλέσσας ή Φλεσσαίος, εικοτολογείται ως παραφθορά του Εφέσιος ή Εφεσαίος. Τούτου δε ένεκα νομίζουσι τινές ότι οι Φλεσαίοι κατάγονται εκ της Εφέσου». Το κοσμικό όνομά του ήταν Γεώργιος Δικαίος του Δημητρίου.

Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, την οποία δεν την τελείωσε και μόνασε το 1816 στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα, όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος (παπάς Φλέσσας εξ ου και το Παπαφλέσσας). Εξαιτίας του επαναστατικού χαρακτήρα του, ήλθε σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς, έφυγε από τη μονή του και πήγε στο μοναστήρι της Ρεκίτσας. Η νέα σύγκρουσή του με Τούρκο αξιωματούχο για τα περιουσιακά της μονής τον παρώθησε να αφήσει την Πελοπόννησο και να περάσει στη Ζάκυνθο, όπου γνώρισε τον Κολοκοτρώνη, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’.

Η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου 1818. Στα έγγραφα της Εταιρείας υπέγραφε με το όνομα Αρμόδιος και ως διακριτικά έβαζε τα αρχικά Α.Μ.Η μύησή του έγινε στην οικία των Αινιάνων στη συνοικία Θεραπειά και η παρουσία του στους κόλπους της θα προσέδιδε «ένα νέο δυναμικό τόνο» σε αυτήν. Στο Βουκουρέστι όμως, επειδή ο Αναγνωστόπουλος δεν του αποκάλυψε τη δομή της Φιλικής Εταιρείας, ο Αρχιμανδρίτης «μ΄ένα μαχαίρι στο χέρι επετήθηκε του Παν. Αναγνωστόπουλου φοβερίζοντάς τον, ότι θα τον σφάξει και θα προδώσει στη Σουλτανική εξουσία όλα τα Εταιρικά».

Τον Μάιο του 1820 συντάσσει μαζί με τον Γεώργιο Λεβέντη στο Βουκουρέστι το Σχέδιον Γενικόν. Στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας συγκαλείται σύσκεψη των στελεχών της Φιλικής Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Συμμετείχε και ο Δικαίος, ο οποίος, τόσο πριν τη σύγκληση της σύσκεψης, με επιστολές που έστειλε προς τον Υψηλάντη από την Κωνσταντινούπολη, όσο και στις εργασίες της σύσκεψης, υποστήριξε την άποψη για επίσπευση της έναρξης της Επανάστασης, παρουσιάζοντας πλαστά έγγραφα που εμφάνιζαν την Πελοπόννησο πανέτοιμη για επανάσταση.

Τελικά η σύσκεψη του Ισμαηλίου αποφάσισε -αναφορικά με τον Παπαφλέσσα- την αποστολή του στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπο του Αρχηγού.

Στην Πελοπόννησο
Ο Παπαφλέσσας τέλη Νοεμβρίου του 1820 αγοράζει καράβι από την Κωνσταντινούπολη στο όνομα του Φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή και αφού λαμβάνει το ποσό των 90.000 γροσίων από την τοπική Εφορία της Εταιρείας, αναχωρεί για Πελοπόννησο. Το δρομολόγιό του είναι διαδοχικά οι Κυδωνιές, όπου φορτώνει ένα πλοίο πυρομαχικά με προορισμό τη Μάνη, η Ύδρα όπου συναντά μια αμφιθυμική κατάσταση (οι Φιλικοί Οικονόμου, Γκίκας, Κυριαζής ενθουσιάζονται μαζί του, ενώ ο Λάζαρος Κουντουριώτης και οι άλλοι προύχοντες είναι επιφυλακτικοί), οι Σπέτσες, όπου κι εκεί συνάντησε την ίδια αμφιθυμική κατάσταση μεταξύ των προκρίτων. Προεστοί της Πελοποννήσου έστειλαν τον Παναγιώτη Αρβάλη με σκοπό να τον βολιδοσκοπήσει και τελικά ασπάσθηκε τις απόψεις του. Αυτό τον έκανε στα μάτια των προκρίτων «πιο επικίνδυνο και αποφάσισαν να τον απομονώσουν». Γι’ αυτό κυκλοφορούσε με ένοπλους σωματοφύλακες όταν πέρασε στην Πελοπόννησο.

Η Συνέλευση της Βοστίτσας
Στις εργασίες της Συνέλευσης της Βοστίτσας συμμετείχε και ο Παπαφλέσσας, ο οποίος παρουσίασε τις εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη σχετικά με την έναρξη της Επανάστασης στο Μοριά. Αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη, δισταγμό και ανοιχτή εχθρότητα: κυρίως συγκρούστηκαν μαζί του οι Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης. Προτάθηκε η απόσυρσή του στο μοναστήρι της Σιδηρόπορτας (κοντά στο χωριό Καρβέλι Μεσσηνίας) προκειμένου να μην θέσει σε κίνδυνο την Επανάσταση. Ο Δικαίος απείλησε όμως τους προκρίτους πως θα ξεκινούσε μόνος του την επανάσταση μισθώνοντας 1.000 Πελοποννήσιους χωρικούς και άλλους τόσους Μανιάτες, λέγοντας «κι όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι ας τον θανατώσουν».

Η δράση του Παπαφλέσσα μετά τη σύσκεψη της Βοστίτσας και μέχρι το τέλος του 1821

Στη συνέχεια κινήθηκε στη Γορτυνία και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, προκειμένου να έλθει σε επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα (προύχοντες και οπλαρχηγούς). Παρουσιαζόταν ως προσωρινός εκπρόσωπος του Αλ. Υψηλάντη και ανακοίνωνε ότι είχε οριστεί η 25η Μαρτίου ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης. Στα Λαγκάδια στις 2/14 Φεβρουαρίου συναντήθηκε με τους Δεληγιανναίους, οι οποίοι ήταν δύσπιστοι για όσα έλεγε και τον φυγάδευσαν κατόπιν στη μικρή Μονή Γαρδικίου της Μεσσηνίας. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης τον αποκαλεί αγύρτη παλιοκαλόγερο στα απομνημονεύματά του. Η αντίδραση των προκρίτων απέναντί του δεν ερμηνεύεται μόνο ως αποτέλεσμα της αρνητικής στάσης τους απέναντι στην επανάσταση. Ο καθηγητής της Νεώτερης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Στέφανος Παπαγεωργίου, λέει χαρακτηριστικά, «Οι έμπειροι προύχοντες έβλεπαν στο πρόσωπο του Δικαίου τον εκπρόσωπο μιας κατώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος επιδίωκε εκτός από την εκδίωξη των Τούρκων και την απελευθέρωση των Ελλήνων,την ανατροπή της προεπαναστατικής κοινωνικής και πολιτικής πυραμίδας…». Κατά τον Φραντζή, και ο Αναγνωσταράς έβλεπε εχθρικώς τον Παπαφλέσσα επειδή “εφέρετο αυθαδώς και ατίμως”, μεταξύ άλλων παραβιάζοντας τον κανονισμό της Φιλικής Εταιρείας και καταχρώμενος τα χρήματά της.

Από τη μονή Γαρδικίου όπου βρίσκεται, στέλνει επιστολή στον Υψηλάντη και του ζητά να επισπεύσει τον ερχομό του. Έπειτα, συναντά τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κιτριές και προκειμένου να κάμψει τους δισταγμούς του τού υπόσχεται μεταπελευθερωτικά την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Η παρακίνησή του σε κάποια πρόσωπα βρίσκει ανταπόκριση: στις 14 Μαρτίου ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σουλιώτης, ταχυδρόμος, σκοτώνει μαζί με άλλους, τρεις Τούρκους εισπράκτορες. Ο Παπαφλέσσας έρχεται σε επαφή με τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, και μοιράζει μικρούς και μεγάλους στρατιωτικούς βαθμούς σε σημαντικούς οπλοφόρους, με εντολή να μαζέψουν και να εξοπλίσουν χωρικούς.

Επίσης, μετά την άφιξη των πολεμοφοδίων που οι Φιλικοί της Σμύρνης είχαν στείλει, αναθέτει τη μεταφορά τους στους Νικηταρά και Αναγνωσταρά, ενώ με «τέχνασμα» εξασφαλίζει άδεια εκτελωνισμού αυτού του φορτίου από τον Πετρόμπεη. Η δε εμφάνισή του με κράνος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση αφού «…η επί το ευρωπαϊκότερον εμφάνισις εξασκούσεν αλλόκοτον επίδρασιν». Στις 23 Μαρτίου εισέρχεται με το σώμα του και με άλλους οπλαρχηγούς υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σπηλιάδη, δυο μέρες νωρίτερα (21 Μαρτίου 1821), ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έστειλε 20 άνδρες του υπό την αρχηγία του ανηψιού του Κωνσταντή Πιερράκου στη Μονή της Σιδερόπορτας, όπου βρισκόταν ο Παπαφλέσσας, με εντολή να τον σκοτώσουν, και ο τελευταίος σώθηκε μόνο χάρις σε προειδοποίηση που έλαβε από τον Ηλία Μαυρομιχάλη. Μετά κινήθηκε στην Ανδρίτσαινα, στην Καρύταινα, στα Βέβαιά, στο Άργος όπου πήγε προς ενίσχυση των πολιορκημένων Ελλήνων του κάστρου με 15 άνδρες, και τέλος στην Κόρινθο για να ανακόψει τις τουρκικές δυνάμεις που κινούνταν προς τα εκεί, και επειδή ο Μουσταφά μπέης έκαιγε τα χωριά απ’ όπου περνούσε, ο Δικαίος διέταξε «για αντίποινα να πυρπολύσουν –αρχές Μαΐου– τα ονομαστά σεράγια του Κιαμήλ μπέη […] καθώς και τα τουρκικά σπίτια της Κορίνθου».

Τον Ιούλιο του 1821 βρέθηκε στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδος προκειμένου να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη και το Δεκέμβριο στην Κορινθία, όταν παραδόθηκε το κάστρο του Ακροκορίνθου στους Έλληνες. Όταν εκδηλώθηκε η ρήξη ανάμεσα στον Υψηλάντη και τους προκρίτους –το καλοκαίρι του 1821– ως αποτέλεσμα της πρότασης που έκανε ο πρώτος στους δεύτερους σχετικά με την κατάργηση κάθε πολιτικής αρχής που δεν είχε διοριστεί από τον ίδιο, και μετά την άρνηση των δεύτερων να αποδεχθούν τις προτάσεις αυτές και αφού αποχώρησε από τα Βέρβενα ο Υψηλάντης μαζί με τον Δικαίο, ο οποίος ήταν ένας από αυτούς που διαφώνησαν με τους προκρίτους, –φαίνεται– να υποκίνησε και τη στάση των στρατιωτών απέναντι των συγκεντρωμένων προκρίτων στα Βέρβενα. Στη Συνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος του 1821) συμμετέχει ως πληρεξούσιος και ονομάζεται γερουσιαστής.

Ο Παπαφλέσσας στην Άλωση της Τριπολιτσάς το 1821
Στην Τρίπολη, σύμφωνα µε την παράδοση, στο τέλος της μάχης υπήρξε η ανάγκη μιας σημαίας που θα υψωνόταν για την απελευθέρωση της πόλης. Τότε ο Παπαφλέσσας έσχισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του και γνωστό αγωνιστή, Παναγιώτη Κεφάλας, να σχίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του, έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό. Η σηµαία αυτή, η οποία και από πολλούς θεωρείται ότι αποτέλεσε τη βάση της πρώτης επίσημης σημαίας του ελληνικού κράτους, υψώθηκε με ξέφρενο πανηγυρισμό στο τουρκικό διοικητήριο της ελεύθερης πλέον πόλης.

Η δράση του το 1822
Συμμετέχει επίσης τον Ιούνιο του 1822 σε επιτροπή για την εφαρμογή της συνθήκης παράδοσης του Ναυπλίου. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς προσπαθούν να αποκλείσουν τον Δράμαλη στην Κορινθία, με την κατάληψη επίκαιρων θέσεων και τη συμμετοχή του στη μάχη του Αγιονορίου.

Η δράση του το 1823
Η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος της Κυνουρίας τον εκλέγει Υπουργό των Εσωτερικών, θέση στην οποία θα παραμείνει μέχρι το θάνατό του. Στη διάρκεια της υπουργίας του εντέλλεται από την κυβέρνηση να συντάξει εγκύκλιο επιστολή ‘’προς τους Έλληνας της Δυτικής Εκκλησίας’’ με σκοπό την ευαισθητοποίησή τους στον κοινό αγώνα.

Ως Υπουργός των Εσωτερικών καθορίζει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των πολιτών προς το Έθνος.

Η δράση του το 1824
Αρχικά τάχθηκε με την παράταξη του Κολοκοτρώνη, αλλά αποδείχθηκε «αμφίρροπος εις τας κομματικάς του πεποιθήσεις κατά τον εμφύλιον πόλεμον». Την ίδια χρονιά, οπότε η κυβέρνηση Κουντουριώτη διέταξε την εκλογή παραστατών για τη γ΄ περίοδο της διοικήσεως, προκλήθηκαν αντιθέσεις σχετικά με την εκλογή παραστάτη της επαρχίας Λεονταρίου: οι ντόπιοι ήθελαν τον Πέτρο Σαλαμονό, ενώ οι κυβερνητικοί, μεταξύ αυτών και ο Παπαφλέσσας, Υπουργός των Εσωτερικών και της Αστυνομίας, ο οποίος παρενέβη, τον Νικόλαο Μιλιάνη.

Η μάχη στο Μανιάκι και ο θάνατός του
Αρχικά ο Παπαφλέσσας είχε σχεδιάσει να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Στο χωριό Δραΐνα της Μεσσηνίας, ήθελε να παρατηρεί από ψηλά και μακριά τους εχθρούς. Όμως τελικά αποφάσισε να τα αντιμετωπίσει στο Μανιάκι.

Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς εισέβαλε στην Πελοπόννησο, πρώτος ο Παπαφλέσσας ζήτησε να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι πολεμιστές, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος: αφού διορίστηκε από το Εκτελεστικό Σώμα στις 27 Απριλίου 1825, περιέρχεται από την επόμενη μέρα την κεντρική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο με σκοπό τη στρατολόγηση ανδρών. Το δρομολόγιό του ήταν αναχώρηση από Ναύπλιο, και μετάβαση διαδοχικά σε Τρίπολη, Λεοντάρι. Ο Παπαφλέσσας με συνεχείς του εκκλήσεις ζητά την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών που κρατούνταν στην Ύδρα. Είχε καταφέρει να συγκεντρώσει περίπου 2.000 πολεμιστές. Στις 19 Μαΐου, όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, περισσότεροι από 1.000 άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκανκαι έμεινε με μόνο 600 (ή κατά άλλους 500) πολεμιστές.

Στη Μάχη στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου, βρήκε το θάνατο προβάλλοντας ηρωική αντίσταση μαζί με τους λίγους άνδρες που του είχαν μείνει. Σύμφωνα με την ιστορία, που αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν, τους διέταξε να τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ πλησίασε τον νεκρό Παπαφλέσσα λέγοντας: «Αμαρτία να χαθεί τούτος ο πολέμαρχος!», σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας, της ανιδιοτέλειας και του θάρρους του.