Ενεργειακή επάρκεια: Το σχέδιο των τεσσάρων σημείων που εξετάζει η κυβέρνηση

Στη λιγνιτική παραγωγή επενδύει η κυβέρνηση προκειμένου η χώρα να μην αντιμετωπίσει πρόβλημα με την ενεργειακή της επάρκεια

Μαγδεβούργο

Ανησυχία και πολιτικές εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη φέρνει η απειλή της Ρωσίας για διακοπή φυσικού αερίου. Χθες ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, υπήρξε σαφής: Προειδοποίησε για ένα «δύσκολο» και «σκληρό» φθινόπωρο, ενώ εκτίμησε ότι κατά πάσα πιθανότητα θα διακόψει πλήρως την παροχή του προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Λίγο αργότερα η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, δικαίωσε τους φόβους του Μακρόν, υπογραμμίζοντας ότι το μέλλον του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 1 προς τη Γερμανία θα εξαρτηθεί από τη ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη και τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία φέρνει στην επιφάνεια τα εφιαλτικά σενάρια για ρεύμα και θέρμανση με το δελτίο, ενώ όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ προσπαθούν να έχουν εναλλακτικά σχέδια για τον χειμώνα που έρχεται. Στο ίδιο μήκος κύματος και η κυβέρνηση, που προχώρησε σε σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με την Επιτροπή Διαχείρισης Ενεργειακών Κρίσεων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας προκειμένου να εκπονήσει σχέδιο ενεργειακής επάρκειας για το χειμώνα. Έτσι προέκυψε σχέδιο τεσσάρων σημείων ενώ στο επίκεντρο βρίσκεται η αύξηση της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ σε επίπεδο διπλάσιο από το τρέχον, δηλαδή στις 10 τερραβατώρες.

Διπλασιασμός λιγνιτικής παραγωγής

Σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ – ΜΠΕ το σχέδιο για τον διπλασιασμό της λιγνιτικής παραγωγής που παρουσίασε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης περιλαμβάνει:

1. Την κατά προτεραιότητα ένταξη των λιγνιτικών μονάδων στον ημερήσιο προγραμματισμό για την κάλυψη του φορτίου, δεδομένων των τεχνικών τους χαρακτηριστικών που δεν επιτρέπουν την συνεχή αυξομείωση της παραγωγής τους.

2. Τη διασφάλιση επαρκούς χρονικού ορίζοντα ώστε να αποπληρωθούν οι επενδύσεις που θα απαιτηθούν για την εντατική εκμετάλλευση των υφιστάμενων λιγνιτωρυχείων και τη διάνοιξη νέων. Πρόκειται για επενδύσεις οι οποίες σύμφωνα με τις εκτιμήσεις προσεγγίζουν, αν δεν ξεπερνούν τα 150 εκατ. Ευρώ.

3. Την εγγύηση κάλυψης των δαπανών ΔΕΗ και εργολάβων στην (απίθανη με τα σημερινά δεδομένα) περίπτωση που ανατραπεί το σκηνικό στην διεθνή αγορά ενέργειας και καταρρεύσουν οι τιμές του φυσικού αερίου.

4. Την κατάργηση της ρήτρας που προβλέπει ότι η ΔΕΗ ως το 2023 θα διαθέτει το 40 – 50 % της λιγνιτικής παραγωγής ως αντιστάθμισμα για την υπόθεση της μονοπωλιακής πρόσβασης της ΔΕΗ στον λιγνίτη (Anti-Trust Case), της περιόδου του 2007.

«Πολεμικά χαρακτηριστικά»

Ουσιαστικά η λιγνιτική παραγωγή θα υποκαταστήσει μεγάλο μέρος της παραγωγής με φυσικό αέριο, η οποία εκτός από ακριβή ενδέχεται να μην είναι και διαθέσιμη στην περίπτωση που η Ρωσία προχωρήσει σε διακοπή του εφοδιασμού. Δεδομένου ότι από τις αρχές του Ιουλίου έχει επιβληθεί πλαφόν στην αποζημίωση των ηλεκτροπαραγωγών, κάθε λιγνιτική μεγαβατώρα αποζημιώνεται με 208 ευρώ ενώ η αντίστοιχη ποσότητα ενέργειας από τις μονάδες φυσικού αερίου με τις σημερινές διεθνείς τιμές του καυσίμου εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 400 ευρώ.

Έτσι για τις 5 επιπλέον τερραβατώρες που καλείται να καλύψει ο λιγνίτης το κόστος περιορίζεται στο 1 δισεκ. ευρώ ενώ για το φυσικό αέριο θα ήταν διπλάσιο. Χωρίς να συνυπολογίζεται το όφελος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τις τοπικές οικονομίες στις λιγνιτικές περιοχές.

Αρμόδιες πηγές επεσήμαναν στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι θα χρειαστεί κινητοποίηση με «πολεμικά χαρακτηριστικά» για να επιτευχθεί η ανάπτυξη και εκμετάλλευση των λιγνιτωρυχείων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Πρόσθεταν ότι είναι κρίσιμο οι εργασίες να αρχίσουν άμεσα, μέσα στο καλοκαίρι και πριν οι καιρικές συνθήκες δυσχεράνουν τις εκσκαφές και πάντως, χωρίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις για εγκρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας.

Σύμφωνα εξάλλου με κυβερνητικές πηγές, στη σύσκεψη παρουσιάστηκαν όλα τα δεδομένα παραγωγής, εισαγωγών, εξαγωγών και αποθήκευσης και διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πιο ευνοϊκή θέση συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ.