Ο καύσωνας «απειλεί» τις ευπαθείς ομάδες – Γιατί κινδυνεύουν περισσότερο οι καρδιοπαθείς
Σε διεθνείς καταγραφές έχει σημειωθεί αύξηση των καρδιαγγειακών νοσηλειών κατά 6-10% σε περιόδους καύσωνα καθώς και διπλασιασμός του κινδύνου αιφνίδιου καρδιαγγειακού θανάτου.
Εκπέμπει SOS η ιατρική κοινότητα για την προστασία των πολιτών από τον καύσωνα και ιδιαίτερα στις ευπαθείς ομάδες, όπως οι καρδιοπαθείς.
Σύμφωνα με το Γεράσιμο Σιάσο, Πρόεδρο Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Καθηγητή Καρδιολογίας, τους θερινούς μήνες παρατηρείται σημαντική αύξηση στη συχνότητα των οξέων καρδιακών συμβαμάτων. Σε διεθνείς καταγραφές έχει σημειωθεί αύξηση των καρδιαγγειακών νοσηλειών κατά 6-10% σε περιόδους καύσωνα καθώς και διπλασιασμός του κινδύνου αιφνίδιου καρδιαγγειακού θανάτου.
Γιατί κινδυνεύουν περισσότερο οι καρδιοπαθείς
Σε υψηλές εξωτερικές θερμοκρασίες το σώμα μας πρέπει να εργαστεί εντονότερα, προκειμένου να διατηρήσει σταθερή τη θερμοκρασία του, γεγονός που αυξάνει το φορτίο εργασίας της καρδιάς και όλου του καρδιαγγειακού συστήματος. Ο οργανισμός σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας ενεργοποιεί τους θερμορρυθμιστικούς μηχανισμούς προκειμένου να αποβάλλει την περίσσεια θερμότητας και συγκεκριμένα:
Αυξάνεται η καρδιακή συχνότητα (ταχυκαρδία) με σκοπό να αυξηθεί η καρδιακή παροχή και να καλυφθούν οι αυξημένες απαιτήσεις του οργανισμού.
Ενεργοποιούνται οι ιδρωτοποιοί αδένες για να αποβληθεί η θερμότητα μέσω της εξάτμισης.
Προκαλείται αγγειοδιαστολή στα αγγεία του δέρματος, ώστε να αποβληθεί η θερμότητα,
Η συχνότητα άλλα και το βάθος της αναπνοής αυξάνονται για την αποβολή του θερμού αέρα.
Οι μεταβολές αυτές αν και προστατευτικές δεν παύουν να αποτελούν επιβάρυνση για το καρδιαγγειακό σύστημα, και κυρίως για τους ασθενείς με προυπάρχουσα καρδιακή νόσο.
Συμπτώματα τα οποία πρέπει να μας οδηγήσουν σε αναζήτηση ιατρικής βοήθειας
Παράλληλα, οι υψηλές θερμοκρασίες του περιβάλλοντος μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα όπως αδυναμία, εξάντληση, κράμπες ακόμα και την απειλητική για τη ζωή θερμοπληξία. Η τελευταία εμφανίζεται μετά από παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο, κυρίως σε περιόδους καύσωνα και εκδηλώνεται με απότομη αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος (> 40-41°C), έντονο αίσθημα δίψας, ξηρότητα και ερυθρότητα δέρματος, συγχυτική συμπεριφορά, ακόμα και με σπασμούς και απώλεια συνείδησης-κώμα.
Επιπλέον μπορούν να επιτείνουν τη συμπτωματολογία οποιασδήποτε, προυπάρχουσας υποκείμενης καρδιακής νόσου με την εκδήλωση συμπτωμάτων όπως θωρακική δυσφορία/άλγος, δύσπνοια, αίσθημα παλμών, ζάλη, απώλεια συνείδησης. Στην περίπτωση αυτή ο ασθενής θα πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια από καρδιολόγο.
Τι πρέπει να κάνουν οι ευπαθείς ομάδες στον καύσωνα
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, για την πρόληψη και αποφυγή των ανωτέρω, δυνητικά επικίνδυνων καταστάσεων, ασθενείς με υποκείμενη καρδιακή νόσο, όπως στεφανιαία νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια, βαλβιδοπάθειες, μυοκαρδιοπάθειες, πνευμονική υπέρταση θα πρέπει να λαμβάνουν τα ακόλουθα μέτρα:
Αποφυγή της έκθεσης στον ήλιο και των μετακινήσεων κατά τις ώρες υψηλής ακτινοβολίας (12:00-16:00)
Αποφυγή της βαριάς σωματικής εργασίας και της υπερβολικής άσκησης.
Αποφυγή μεγάλων γευμάτων.
Παραμονή σε δροσερό χώρο, κατά προτίμηση αεριζόμενο με φρέσκο αέρα.
Κατανάλωση άφθονων υγρών (έως 1.5-2 λίτρα). Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια οφείλουν να ελέγχουν τακτικά το σωματικό τους βάρος για την αποφυγή πιθανής συστηματικής συμφόρησης από την αυξημένη χορήγηση υγρών.
Σε περίπτωση μεγάλης εφίδρωσης προσθήκη μικρής ποσότητας αλατιού στις τροφές για αναπλήρωση ηλεκτρολυτών.
Περιορισμός στην κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών και καφεΐνης, καθώς επιτείνουν την αφυδάτωση.
Κατανάλωση άφθονων φρούτων και λαχανικών, πλούσιων σε νερό (π.χ. πεπόνι, ροδάκινο, αγγούρι, ντομάτες κλπ.)
Διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος με συχνά, χλιαρά ντους.
Επιλογή κατάλληλου ρουχισμού (ελαφρύς, ανοιχτόχρωμος ρουχισμός).
Τροποποίηση της αντιυπερτασικής αγωγής μετά από επικοινωνία με καρδιολόγο. Πιθανότατα απαιτείται η μείωση της δοσολογίας ή και της συχνότητας χορήγησης των αντιυπερτασικών φαρμάκων, ειδικότερα επί εμφάνισης συμπτωμάτων όπως αδυναμία, ζάλη.
Τροποποίηση της δοσολογίας της διουρητικής αγωγής μετά από επικοινωνία με καρδιολόγο. Απαιτείται η μείωση της δόσης της διουρητικής αγωγής ιδιαίτερα σε περίπτωση υπότασης, αδυναμίας, σύγχυσης, ζάλης. Η τροποποίηση της διουρητικής αγωγής πρέπει να γίνεται υπό τακτικό έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και του σωματικού βάρους.
Η επαφή με το νερό της θάλασσας πρέπει να γίνεται σταδιακά και να έχουν μεσολαβήσει τουλάχιστον 2 ώρες από το τελευταίο γεύμα.
Όσον αφορά την αναπόφευκτη χρήση του κλιματιστικού, καθώς βρισκόμαστε εν μέσω περιόδου σημαντικής διασποράς του COVID-19, συστήνεται να γίνεται τακτικός αερισμός με καθαρό αέρα.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News