Κώστας Τσιάρας: «Καλύπτουμε κενά τα οποία δημιούργησε η νομοθεσία των προηγούμενων ετών»

«Για πρώτη φορά τίθεται ζήτημα για τα παράνομα λογισμικά, και σε ό,τι αφορά την ποινική αντιμετώπισή τους, αλλά και σε ότι αφορά τη δημοσιοποίηση του καταλόγου των παράνομων λογισμικών», δήλωσε μεταξύ άλων ο υπουργός δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας.

Τσιάρα

«Η Κυβέρνηση παρουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο νόμου. Καλύπτουμε κενά, τα οποία δημιούργησε η νομοθεσία των προηγούμενων ετών», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας, μιλώντας στην κοινοβουλευτική επιτροπή που επεξεργάζεται το σχέδιο νόμου για τη διαδικασία της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών.

«Βάζουμε ασφαλιστικές δικλείδες που δεν υπήρξαν ποτέ στο παρελθόν», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης και πρόσθεσε: «για πρώτη φορά τίθεται ζήτημα για τα παράνομα λογισμικά, και σε ό,τι αφορά την ποινική αντιμετώπισή τους, αλλά και σε ότι αφορά τη δημοσιοποίηση του καταλόγου των παράνομων λογισμικών. Νομίζω ότι είναι μια καινοτομία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που σε ένα πολύ σύντομο χρόνο, εγώ εκτιμώ, ότι θα ακολουθήσουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η Ελλάδα μπορεί, πραγματικά, να πρωτοπορεί».

Ο σκοπός του νομοσχεδίου
Σκοπός του νομοσχεδίου, είπε ο κ. Τσιάρας, «είναι η θωράκιση και ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Συντάγματος, είναι η βελτιστοποίηση της δράσης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, είναι η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών από λογισμικά παρακολούθησης, είναι η οργανική και λειτουργική αναβάθμιση του επιπέδου κυβερνοασφάλειας στη χώρα και βεβαίως είναι η αποτελεσματικότερη προστασία των φυσικών προσώπων, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

«Το νομοσχέδιο στην πραγματικότητα παρουσιάζει μια ποινική νομοθεσία, η οποία εξοπλίζει με τα απαραίτητα εργαλεία για την αντιμετώπιση των λογισμικών και των συσκευών παρακολούθησης την ελληνική νομοθεσία», είπε ο κ. Τσιάρας και πρόσθεσε ότι πλέον η χρήση των λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης από ιδιώτες αναβαθμίζεται σε κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη, ενώ σήμερα είναι ένα απλό πλημμέλημα. Στο σημείο αυτό μάλιστα, ο υπουργός Δικαιοσύνης απευθύνθηκε στον εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Τζανακόπουλο:

«θα μας πείτε γιατί με την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα τον Ιούνιο του 2019, και μάλιστα με μια σπουδή που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει, μια μέρα πριν κλείσει η Βουλή για να οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές, αλλάξατε το 370 α΄ του Ποινικού Κώδικα, υποβιβάζοντας το αδίκημα της παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών από κακούργημα σε πλημμέλημα; Είναι ένα ερώτημα, το οποίο το έχω θέσει και σε άλλη προηγούμενη συζήτηση στην Ολομέλεια του Ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά προφανώς απάντηση δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω και βεβαίως εξακολουθώ να περιμένω».

Τα απαγορευμένα λογισμικά και οι συσκευές παρακολούθησης, είπε ο κ. Τσιάρας, θα καταγράφονται στο εξής σε ειδικό κατάλογο, δημόσια προσβάσιμο, ο οποίος διαρκώς θα επικαιροποιείται. Η προμήθεια των λογισμικών παρακολούθησης από το δημόσιο θα είναι δυνατή μόνο υπό προϋποθέσεις προεδρικού διατάγματος, το οποίο νωρίτερα θα έχει υποβληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Αναφερόμενος στη λειτουργία της ΕΥΠ, ο κ. Τσιάρας κάλεσε τα κόμματα να ξεκαθαρίσουν αν πιστεύουν ότι πρέπει να έχει ρόλο στην ελληνική πολιτεία. «Εάν θεωρούμε ότι μια πολιτεία, μια χώρα μπορεί να κινηθεί με ασφάλεια στη σημερινή πραγματικότητα χωρίς να έχει μια αναβαθμισμένη, σοβαρή, θωρακισμένη υπηρεσία πληροφοριών, προφανώς, η συζήτηση η οποία κάνουμε δεν έχει κανέναν λόγο. Αλλά, εάν όμως πιστεύουμε ότι πρέπει να περιχαρακώσουμε τον ρόλο της , να αναβαθμίσουμε τη λειτουργία της και να κρατήσουμε σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, τότε νομίζω ότι η συζήτηση αυτή πρέπει να κινηθεί σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης.

Σε σχέση με τη διαδικασία της άρσης του απορρήτου, ο κ. Τσιάρας υπογράμμισε ότι ο όρος εθνική ασφάλεια εξειδικεύεται νομοθετικά και προβλέπεται πως την άρση μπορούν να ζητήσουν μόνο η ΕΥΠ και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, εφόσον ανταποκριθούν σε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις τεκμηρίωσης. Ο υπουργός Δικαιοσύνης ανέφερε για πρώτη φορά τίθενται επιπρόσθετες δικλείδες, όταν η άρση αφορά πολιτικά πρόσωπα, αφού για την άρση πρέπει να συντρέχει εξαιρετικά πιθανή διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας ενώ απαιτείται και άδεια του Προέδρου της Βουλής.