Το πολιτιστικό έγκλημα της Χούντας
Η ταινία με τίτλο «Το πολιτιστικό έγκλημα της Χούντας» δημιουργήθηκε με αφορμή τα 30 χρόνια από τη Χούντα των συνταγματαρχών.
«Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβεν την διακυβέρνησιν της χώρας»! Όσοι άνοιξαν τα ραδιόφωνα τους στις 06:30 το πρωί της Παρασκευής 21 Απριλίου 1967 πάγωσαν στο άκουσμα της είδησης. Αυτή η πρόταση συμπύκνωσε όλα όσα θα ζούσαν οι Έλληνες για 7 χρόνια.
Η ταινία με τίτλο «Το πολιτιστικό έγκλημα της Χούντας» δημιουργήθηκε με αφορμή τα 30 χρόνια από τη Χούντα των συνταγματαρχών, είναι εκπομπή που παρουσιάζει η δημοσιογράφος Ρένα Θεολογίδου με θέμα τα εγκλήματα αισθητικής, τα καταστροφικά αποτελέσματα και τις ολέθριες συνέπειες της απριλιανής δικτατορίας στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Με συνεντεύξεις και ντοκουμέντα της εποχής αποδεικνύεται ότι η επιβολή της Χούντας ανέκοψε βίαια την πνευματική αναγέννηση της δεκαετίας του ’60 στην Ελλάδα, επιβάλλοντας μια αισθητική εθνικοπατριωτικών εξάρσεων και κακού γούστου.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, μαέστρος της πολιτιστικής άνοιξης που προηγήθηκε της Χούντας, μιλά για το καίριο πλήγμα που κατάφερε το δικτατορικό καθεστώς στον πολιτισμό, καθιστώντας την «ασχήμια» κυρίαρχη σε κάθε έκφανση αυτού του τομέα. Πλάνα από τις γιορτές πολεμικής αρετής της χούντας στο Καλλιμάρμαρο, αλλά και από εκδηλώσεις όπως η Ολυμπιάδα Τραγουδιού, αποτυπώνουν την ακραία κακή έως φαιδρή αισθητική της χουντικής προπαγάνδας.
Ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης μιλάει για τη σχέση πολιτικής και πολιτισμού, λέγοντας πως «η Δικτατορία απέδειξε ότι ο πολιτισμός είναι κυρίως ανθρώπινη συμπεριφορά… πως η δοκιμασία του πολιτισμού στους δύσκολους καιρούς ελέγχεται στην ίδια την ανθρώπινη συμπεριφορά». Καταθέτει, επίσης, την προσωπική του μαρτυρία από την εποχή, αναφερόμενος στη λογοκρισία των στρατοκρατών και στην αντίσταση των πνευματικών ανθρώπων. Η Όλια Λαζαρίδου διαβάζει την επιστολή του Γιώργου Σεφέρη κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Φιλιππίδης αναφέρεται στους οικιστικούς νόμους της δικτατορίας και στην επίπτωσή τους στη σημερινή εικόνα των ελληνικών πόλεων, ενώ ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος μιλά για την τεράστια συμβολή των εξόριστων Ελλήνων του εξωτερικού στον αντιδικτατορικό αγώνα.
Τις συνεντεύξεις πλαισιώνουν πλάνα αρχείου από γεγονότα της περιόδου. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται αποσπάσματα από το ανατρεπτικό σίριαλ «Εκείνος κι Εκείνος», μία από τις ελάχιστες φωτεινές στιγμές της ελληνικής τηλεόρασης, που έκανε τότε τα πρώτα της βήματα σε μια ζοφερή εποχή λογοκρισίας. Τέλος, γίνεται σύντομη αναφορά σε θεατρικές παραστάσεις που κατάφεραν να περάσουν τον σκόπελο των απαγορεύσεων του απριλιανού καθεστώτος.
Ένα δεύτερο διάγγελμα, από τη συχνότητα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, ενημερώνει λίγες ώρες αργότερα τον ελληνικό λαό πως το δικτατορικό καθεστώς, «λόγω της εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων», αναστέλλει μια σειρά άρθρων του Συντάγματος. Παράλληλα, επιβάλλει στρατιωτικό νόμο…
Φαίνεται ότι τα πάντα στη ζωή βρίσκονται υπό αίρεσιν, γι αυτό πρέπει να επαγρυπνούμε, γιατί όπως έγραφε ο Αμερικανός φιλόσοφος Γουίλ Ντυράν, «ο πολιτισμός δεν κληρονομείται. Κάθε γενιά πρέπει να τον μάθει και να τον κερδίσει από την αρχή. Αν αυτή η μεταβίβαση διακοπεί για έναν αιώνα, ο πολιτισμός θα πεθάνει και θα ξαναγίνουμε άγριοι».
Είχαμε στα σκαριά, λοιπόν, το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Το Πολιτιστικό Έγκλημα της Χούντας». Είχαμε πάρει τις ανάλογες εγκρίσεις από την ΕΡΤ και είχαμε βάλει μπρος τις μηχανές, για την οργάνωση της παραγωγής, την απόκτηση αρχειακού υλικού και τον προγραμματισμό των γυρισμάτων. Σ’ αυτήν την προσπάθεια μας και κυρίως στις συνεννοήσεις βοηθούσε ο Νίκος ο Κούνδουρος, ο οποίος θα ήταν και ένας από τους συνεντευξιαζόμενους κι αυτός ήταν ο οποίος είχε κάνει τις πρώτες συνεννοήσεις με την Μίκη Θεοδωράκη για την συμμετοχή του στο εγχείρημα.
-Ελισσαίε, το ξέρεις το σπίτι του σίγουρα; μου είπε ο Νίκος, πάντως όχι ιδιαίτερα ανήσυχος.
-Μένω από κάτω στη Ζαχαρίτσα σου λέω…
-10 η ώρα πρέπει να είσαι εκεί. Πήγαινε μόνος δεν χρειάζεσαι παρέα ε; κάνε τις συνεννοήσεις και την Τρίτη παίρνεις το συνεργείο και πάτε για γύρισμα, εντάξει;
-Έγινε, του είπα και σημείωσα κάτι στο ημερολόγιό μου.
-Με τον Μαρωνίτη το γύρισμα πότε το ‘χεις.
-Αύριο 11.30 στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
-Καλά αν δεν μπλέξω στην Εταιρεία με τους μουρλοσκηνοθέτες,( τότε ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών), μπορεί να περάσω από κει, είπε, και ξεμάκρυνε σε κάποιο διπλανό γραφείο.
Τι δέκα και κουραφέξαλα, 9.30 ώρα ήμουν έξω από το σπίτι του Μίκη, τόσο χαρούμενος που θα τον γνώριζα από κοντά, αλλά και τόσο αγχωμένος. Πώς θα στεκόμουν μπροστά του, τι θα του έλεγα, πώς θα φερόμουν. Μπορεί να είχα φτάσει από τις 9.30 αλλά βέβαια δεν το χα σκοπό να χτυπήσω την πόρτα του πριν τα σήμαντρα του κόσμου ηχήσουν 10 ακριβώς.
Χάζευα το όμορφο λευκό κτήριο, που ο καθένας καταλάβαινε, πως θα είχε υπέροχη θέα προς την Ακρόπολη, τον λόφο του Φιλοπάππου, μέχρι κάτω στον Πειραιά θα έβλεπε κανείς, σκεφτόμουν.
Χτύπησα το κουδούνι ακριβώς και μία πολύ ευγενική κυρία με συνόδευσε σε ένα γραφείο καθιστικό ή καθιστικό γραφείο, δεν κατάλαβα ακριβώς και με έβαλε να καθίσω, αφού με ρώτησε τι να μου φέρει.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και πριν προλάβω να «εξετάσω» το χώρο, η πόρτα του δωματίου γέμισε από τον Μίκη.
Σηκώθηκα, ήρθε κοντά μου έσφιξε το χέρι λέγοντας διάφορα, ενώ γελούσε κι ενώ ήμουν τόσο αγχωμένος δεν καταλάβαινα τίποτα.
Κάθισε στο γραφείο και ακουμπώντας την καρέκλα του μου είπε.
-Εδώ δεν είναι καλά για τη συνέντευξη;
-Ναι πώς, είπα, πολύ καλά.
-Ο Νίκος με πρωτόβαλε εδώ για συνέντευξη κι από τότε τις κάνουμε όλες σ’ αυτό το σημείο, έχει και καλό φως όπως μου έχουν πει οι ειδήμονες, είπε και γέλασε τρανταχτά, Άγγλοι, Γάλλοι Πορτογάλοι σ’ αυτό το γραφείο με στήνουν, ολοκλήρωσε τη φράση του.
Του είπα κάτι τελείως τεχνικά για την συνέντευξη και το γύρισμα κι αυτό ήταν, ο Μίκης άρχισε να μιλάει να κουνάει το κεφάλι, να περιστρέφει τα μάτια, να απλώνει τα χέρια λες και είχε μπροστά του ολόκληρη ορχήστρα ή ένα ογκώδες πλήθος. Τι ογκώδες και τι πλήθος που εγώ είχα ο καημένος ζαρώσει στη γωνιά του καναπέ κι άκουγα άναυδος, σιωπηλός, μαγεμένος.
«Το λαϊκό τραγούδι ξεκινά βασικά από δυνατές ρίζες. Είναι η βυζαντινή μουσική και το δημοτικό τραγούδι.
Μέσα όμως από τη μάζα των λαϊκών τραγουδιών είδαμε για πρώτη φορά να ξεπετιέται το ελληνικό τραγούδι, και αυτή τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός χάρη σε πέντε-έξι λαϊκούς βάρδους ξανάπιασε το νήμα του δικού του τραγουδιού, και συνέχισε.
Πώς γνωρίζουμε το ελληνικό τραγούδι; Μουσικολογικά, από τα βασικά στοιχεία που το συνθέτουν: τη μελωδική του γραμμή, τον ρυθμό και την αρμονία. Υπάρχει ακόμα το ήθος και ο χαρακτήρας του ποιητικού κειμένου, ο γνήσια νεοελληνικός τρόπος της ερμηνείας του και η τέχνη της συνοδείας, που είναι συνδεδεμένη με το μπουζούκι. Το όργανο αυτό, το αποκλειστικά ελληνικό, αφού κεντήσει την εισαγωγή, στη συνέχεια σχολιάζει διαλογικά τη μελωδική του γραμμή, ώστε κάθε τραγούδι να είναι ένας πλήρης κύκλος, όπου μια ιστορία σχεδιάζεται, διαγράφεται, ολοκληρώνεται με σαφείς αισθητικούς νόμους, που έχουν τη ρίζα τους στην αρχή κάθε έντεχνου μουσικού έργου, την «ερώτηση- απάντηση», δηλαδή τη σύνθεση των αντιθέσεων που είναι ο πρώτος νόμος της φούγκας και της σονάτας. Το γνήσιο και ολοκληρωμένο ελληνικό τραγούδι είναι ισάξιο σε σημασία και δυναμικό απόθεμα με τα ενδοξότερα γερμανικά λίντερ, τις σημαντικότερες ιταλικές άριες, τις βαθύτερες μελωδίες της ρωσικής σχολής».
Μιλούσε ασταμάτητα, κρατούσα σημειώσεις, αλλά δεν μπορούσα να σταυρώσω λέξη. Ήθελα να του πω, πως έφηβος στο γήπεδο της Παναχαϊκής, ούρλιαζα στις συναυλίες του, γιατί αφού δεν μπορούσα να τον φτάσω με τίποτ’ άλλο, προσπαθούσα να τον φτάσω με τις ιαχές μου, και ακόμα ήθελα να του πω πως ένα βράδυ ξύπνησα δακρυσμένος ακούγοντας το «Γιώργο κρατιέμαι από ένα λουλούδι» από τον « Ήλιο και Χρόνο» του με τον Α. Καλογιάννη και ήθελα ακόμα να του πω ήμουν τόσο χαρούμενος, περήφανος και αγχωμένος που γνώρισα έναν σπουδαίο Έλληνα. Δεν είπα τίποτα, ούτε κατ ελάχιστο εκμεταλλεύτηκα την γλυκιά τύχη να βρίσκομαι κοντά του, ούτε και αξιοποίησα στο ελάχιστο τον άπλετο χρόνο που μου δόθηκε μαζί του.
Καθώς κατέβαινα τα σκαλιά «στο γύρισμα θα τα πάω καλύτερα», σκέφτηκα, για να δικαιολογηθώ στον εαυτό μου, που με κοίταζε περιφρονητικά.
Το ντοκιμαντέρ είναι διάρκειας 72’ σε σκηνοθεσία του Ελισσαίου Βγενόπουλου και μπορείτε να το παρακολουθήσετε εδώ.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News