Το κορίτσι με τα ψώνια

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Μιλούσε ζωηρά και φιλικά με τα κορίτσια του ταμείου. Κοιτούσε προς την πλευρά τους, αλλά κάπως αόριστα. Τότε προσέξαμε το μπαστουνάκι στα πόδια της. Απλά κοιτούσε προς την πηγή των ομιλιών. Η κοπέλα ήταν- είναι- τυφλή. Θα ήθελε μήπως να της πήγαιναν τα πράγματα στο σπίτι; Το προσωπικό προσφέρθηκε με προθυμία και ενδιαφέρον. Όχι καλέ, σιγά, δυο γωνίες δρόμος είναι, απέκρουσε η κοπέλα της μικρής μας ιστορίας. Μέχρι να της περάσουν την κάρτα από το POS, είπε και δυο κουβέντες παραπάνω: Τις τελευταίες μέρες κάνει προμήθειες σε βάθος δεκαημέρου, αντί επταημέρου, για να αραιώσει τις εξόδους της για εφόδια. Ο λόγος είναι τα έργα στην Τριών Ναυάρχων. Εχουν ανοιχτεί χαντάκια, μεγάλα κομμάτια του πεζοδρόμου είναι περιχαρακωμένα από (κόκκινες, για μας) κορδέλες. Δεν εξήγησε, αλλά δεν χρειαζόταν. Δεν μπορεί ένας τυφλός, όσο έμπειρος και αν είναι, να ελιχθεί σε μια τέτοια διαδρομή. Καλά καλά μπερδευόμαστε κι εμείς που βλέπουμε. (Η αντιδιαστολή αυτή ακούγεται σαν ύβρις. Ασε αυτές τις συγκρίσεις).

Φεύγοντας είδαμε την περιοχή με τα δικά της, σβηστά μάτια. Μια ακανόνιστη κατάσταση. Ημιδουλεύουμε, ημιπερνάτε. Και ένας διάδρομος που είχε ανοιχτεί για τους πεζούς από τον εργολάβο, είχε φραχτεί από μια σταθμευμένη βέσπα. Ο οδηγός της σκέφτηκε ότι οι αρτιμελείς και ευέλικτοι «κάνουν μία έτσι» και περνάνε. Δεν σκέφτηκε τους πολίτες με αμαξίδιο, τους τυφλούς, τους ηλικιωμένους, τις μητέρες με καροτσάκια. Είναι καθιερωμένο τους οδηγούς αυτούς να τους αποκαλούμε ασυνείδητους. Οι στερεοτυπικοί χαρακτηρισμοί δεν βοηθούν την κατανόηση των φαινομένων, άλλο μας υπηρετούν μέσα από μια απλουστευτική, αλληλοενοχοποιητική μονολιθικότητα. Σύμφωνα με αυτήν, στην πόλη υπάρχουν οι Καλοί και Ευαίσθητοι, υπάρχουν και οι Ασυνείδητοι. Τι να κάνουμε; Αυτός είναι ο (άλλος) κόσμος.

Μπροστά στη σκληρότητα ενός κόσμου που δεν έχει επίγνωση της βαρβαρότητας που απελευθερώνει η αυθαιρεσία και ο ετσιθελισμός- ο αναμάρτητος ας σηκώσει χέρι, καθώς μας φαίνεται ότι όλοι έχουμε καβαλήσει ένα πεζοδρόμιο «για δύο λεφτά»- οι μειονεκτικοί συμπολίτες είχαν δύο επιλογές.

Η μια να ζουν παραιτημένοι, όπως συνέβαινε επί αιώνες με τους ανάπηρους, με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί μια εσφαλμένη εικόνα για τον πραγματικό πληθυσμό τους, και άρα να εκπαιδευτούμε στην αγνόησή τους, αφού στο κάτω, ανάπηροι είναι, ας αποδεχθούν την κατάστασή τους. Εμείς την προκαλέσαμε;

Η άλλη επιλογή ήταν να διεκδικήσουν χώρο και ρόλο, πράγμα που έγινε με τα χαρακτηριστικά κινήματος, τα τελευταία χρόνια. Η κοπέλα της ιστορίας μας ανήκει καταφανώς στην κατηγορία των ανάπηρων που σήκωσαν ανάστημα με ηθικό και απουσία μοιρολατρίας, παράπονου ή και ανομολόγητου φθόνου που θα δικαιολογούσε η θέση τους. Βγαίνει για τα ψώνια της, υπερασπίζεται το δικαίωμα στην ισοτιμία και εν τέλει στην κατάργηση των διακρίσεων, κάτι που είναι ντουμπλ φας: Δεν ζητάς μόνο χώρο ως τυφλός, αλλά πασχίζεις να ζεις όσο μπορείς ως μη τυφλός. «Όχι καλέ, σιγά, δύο γωνίες δρόμος είναι». Είμαι ένας κανονικός άνθρωπος που «απλά» δεν βλέπει. Να με σέβεσαι, όπως οφείλεις να σέβεσαι τους πάντες, αρτιμελείς και μη. Αλλά να μη με οικτίρεις. Ο αυτοσεβασμός, ο εγωισμός, το πείσμα, είναι τα καλύτερα μπαστούνια που μπορεί να βρει κανείς, οποιοσδήποτε, σε οποιαδήποτε συνθήκη. Η αίσθηση ότι «μπορώ» ή ότι «θα μπορέσω να μπορώ».

Φτάνει βέβαια η ώρα που θα πέσεις πάνω στη βέσπα του διαδρόμου. Αλλά όλη η απόσταση που θα έχεις διανύσει ως εκεί, είναι το νόημα της ζωής. Ποιο είναι άλλωστε το νόημα της ζωής; Να της δίνεις εσύ ένα νόημα και να το ακολουθείς, ένα όραμα, μια σύλληψη, ένα απωθημένο, μια αγκαλιά, μια πεταλούδα, τη μυρωδιά ενός λουλουδιού, ακόμα και τον δράκο που βγάζει φωτιές. Αν δεν σε κάψει, αν δεν τον κάψεις, θα βάλεις τον καφέ σου να ψήνεται και θα τα πείτε οι δυο σας, εσύ ήσουνα ο δράκος που φοβόμουνα, και άλλα τέτοια.