Λείπουν Ελληνες σαν τον Μίκη…
Ο Αντώνης Σπυρόπουλος είναι ακαδημαϊκός υπεύθυνος του Κέντρου Πληροφορικής Microlab Αιγίου.
Κάθε φορά που “αποχωρεί” ένας “μεγάλος”, αφήνει πίσω του αφενός μια πολύτιμη παρακαταθήκη και αφετέρου ένα αγεφύρωτο χάσμα.
Σε καιρούς αφιλόξενους για τα μεγάλα και τα τρανά, όπου δεσπόζουν η μετριότητα, τα εφήμερα σουξέ και οι εφήμερες “επαναστάσεις”, μας λείπουν οι μεγάλες αφηγήσεις, μας λείπουν οι εμπνευσμένοι “δρόμοι παλιοί”.
Καλό κατευόδιο αγαπημένε μας Μίκη…
Το λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του 60. Μια σημαδιακή περίοδος για τη χώρα μας, για το έθνος μας, για το λαό μας. Γιατί είναι ένα τραγούδι που ξεπερνά τα όρια του διασκεδαστικού και γίνεται ένα τραγούδι αποκάλυψη, γίνεται ένα τραγούδι εγγραφή πληγών, γίνεται ένα τραγούδι θέασης πληγών, ένα τραγούδι που, ξαφνικά, ξεπερνάει τα όρια του χορεύω ή του διασκεδάζω και αρχίζει τη διαδικασία του διεκτραγωδώ, εκεί δηλαδή που βρίσκεται και η σημαντικότερη σημασία του τραγουδιού. Τραγούδι, τραγωδία, διεκτραγωδώ είναι πάρα πολύ κοντά σε πράγματα τραγικά.
Πριν τη δεκαετία του 60 ξεκίνησε μια ομάδα μεγάλων προσωπικοτήτων, περιθωριακών για την εποχή τους, και κατέγραψαν πολλές από τις περιπέτειες αυτού του λαού και αυτού του έθνους. Είναι το λαϊκό ή ρεμπέτικο τραγούδι, που βάζει και τις πρώτες βάσεις για να συναντηθεί το τραγούδι με την τραγωδία του ίδιου του λαού. Οι ρίζες του και οι αφετηρίες του είναι ίδιες με αυτό του λαϊκού παραδοσιακού κλέφτικου και αρματολίτικου τραγουδιού. Οι αιτίες είναι ίδιες με αυτές που γέννησαν τις αρχαίες τραγωδίες και τους αρχαίους ελληνικούς χορούς.
Ξεκινά από μια παράδοση διαχρονική ενός και μόνο λαού που μέσα από την ώσμωση με τους λαούς που συνάντησε γέννησε τη λαϊκή παράδοση, δημιούργησε τον ελληνικό πολιτισμό και νοηματοδότησε αυτό που χαρακτηρίζουμε: ελληνικότητα. Διαχρονική, οικουμενική και αστείρευτη μέσα στους αιώνες αυτού του πολύπαθου έθνους, του έθνους των Ελλήνων.
Ερχεται, λοιπόν, σε μια περίοδο που τα σουξέ της εποχής ήταν τα φοξ τροτ, τα τανγκό και κάθε εισαγόμενο είδος μουσικής που είχε καθιερωθεί ως «εθνικό».
Πάνω σε αυτό το λαϊκό τραγούδι λοιπόν, πάτησε ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Χατζιδάκις και λίγο πριν πάνω σε αυτήν την παράδοση είχαν πατήσει όλοι της γενιάς του ‘30.
Και δεν ήταν η πρώτη φορά που η ιστορία αυτού του έθνους μας διδάσκει πως μέσα σε περιόδους κρίσης, κρίσης πνευματικής, κρίσης μουσικής, κρίσης πολιτικής, κρίσης αξιών και ήθους, αυτός ο λαός ξυπνά από τον λήθαργο και την ευωχία, ξυπνά από την αβελτηρία και τη μαλθακότητα του νου για να ξαναφέρει την ελπίδα για να «ασβεστώσει» και πάλι τη φτωχική, λουλουδιασμένη αυλή αυτού του, φωτισμένου από το καντηλάκι, χαμόσπιτου κάπου στις παρυφές των αβίωτων πολυκατοικιών της εξάρτησης, της σήψης, της μοναξιάς.
Αυτή την ελπίδα, το όραμα, που οι φωτισμένοι λόγιοι και γραμματισμένοι αυτού του τόπου κάποτε ονόμασαν ελληνικότητα, προσμένουμε. Αυτήν που οι σημερινοί φθαρμένοι και διεφθαρμένοι φραγκολεβαντίνοι κατεστημένοι διανοούμενοι, πολιτικοί διασύρουν, στρεβλώνουν, και χλευάζουν.
Μας λείπουν Ελληνες σαν τον Μίκη, τον Παλαμά, τον Ελύτη, τον Ρίτσο και τόσους άλλους που γέννησαν οι γενιές εκείνες, μας λείπει το όραμα που θα μας σηκώσει ψηλά, να πάρει νόημα η χαμοζωή, μας λείπει η γενιά που θα ξαναπιάσει το νήμα από κει που το άφησαν. Και σήμερα φαντάζει δυσθεώρητο όραμα, σήμερα από ποτέ, που χρειαζόμαστε αυτούς τους οικουμενικούς Ελληνες, έχουμε ανάγκη ζωτική την ελληνικότητά τους.
Είναι στο χέρι αυτού του, ευνουχισμένου, 40 χρόνια, λαού, να αναδείξει και να σκάψει στα μύχια της σκέψης τους. Η ελληνικότητα μας είναι το όραμα, είμαστε εμείς, είναι όσα σήμερα χλευάζουμε, η τρισχιλιόχρονη ιστορία μας. Και είναι η μόνη που μας κάνει παγκόσμιους, οικουμενικούς.
Και σαν ξυπνήσει ο λαός, αυτό το θαυμαστό έθνος των Ελλήνων μπορεί να γίνει άγγελος αν το θέλει, όπως μπορεί να είναι διάβολος συνάμα.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News