Δικαστική κρίση

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Δικαστική

Είχε ήδη βιάσει μια ανήλικη, είχε προγενέστερες καταδίκες για ποινικά παραπτώματα. Τι παραπάνω έπρεπε να δει ο δικαστής για να ζητήσει την παράταση της κράτησής του μέχρι το εφετείο; Αυτό συζητάει ο κόσμος για την περίπτωση του δολοφόνου της Ηλείας, ο οποίος καλύπτει πλήρως τις προδιαγραφές του καθάρματος. Και πάνω στην εύλογη αυτή σκέψη, που πυροδοτεί αγανάκτηση και τροφοδοτεί τον σκεπτικισμό για τα κριτήρια και τις ευαισθησίες της Ελληνικής Δικαιοσύνης, πατούν αναπόφευκτα οι πολέμιοι της νηφάλιας διαχείρισης των εγκληματιών, που απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τη σύγχρονη εγκληματολογία και σωφρονιστική ως εξοργιστική τρυφηλότητα και αλλήθωρο ακαδημαϊσμό.

Η Δικαιοσύνη- και μέσω αυτής η Πολιτεία- βγάζει τα μάτια της μόνη της. Πολλώ δε μάλλον όταν διαβάζεις τη συνέχεια: Για την εκδίκαση της έφεσης στην πρωτοβάθμια καταδίκη που δεν έγινε- μετά πέντε χρόνια, μάλιστα- επειδή ο κατηγορούμενος «δεν είχε δικηγόρο», και μετά επειδή είχαν αποχή οι δικηγόροι. Τα γνωστά. Για τα οποία δεν φταίει μόνο η Δικαιοσύνη, αλλά άντε να αποδείξεις σε δικηγόρους ότι έχουν άδικο. Αλλωστε, και να το αποδείξεις, δεν θα το βρεις. Κρατάμε ωστόσο για όποιον ενδιαφέρεται μια παρατήρηση για λόγους αρχής: Καλό είναι να ισχύει μια κάποια δεοντολογία σε σχέση με το επαγγελματικό καθήκον, υπό την έννοια του λειτουργήματος: Κάθε δουλειά, ακόμα και η ταπεινή, υπηρετεί ένα κοινωνικό αγαθό, από αυτά που ο σεβασμός τους συγκροτεί μια εύρυθμη, ομαλή, αλληλέγγυα, ηθική συνύπαρξη.

Παράγραφος: Αν δεν μπορεί να διακρίνει ένας δικαστής την περίπτωση ενός δυνητικά επικίνδυνου προσώπου, τότε ποιος μπορεί; Τα εγκλήματα εξετάζονται, υποτίθεται, στο ολιστικό τους περιεχόμενο, που υπερβαίνει την πράξη στην καθαρή της τεχνική διάσταση. Αυτή η θεώρηση αφορά τις συνθήκες, τους χαρακτήρες, τις καταβολές, το δείγμα γραφής, τις συμπεριφορές μετά την πράξη. Σε ξενίζει η ιδέα ότι- σε εποχές όπου ένας δορυφόρος μπορεί να σε καθοδηγήσει στο τελευταίο κατσάβραχο- το εγχώριο δικαστικό σύστημα δεν είναι σε θέση να αναλύσει μια προσωπικότητα και να διαγνώσει τις πιθανότητες υποτροπής, και μάλιστα στην περίπτωση ενός βιαστή ανηλίκου. Το δικαστήριο διέταξε τον δράστη να παρουσιάζεται στο τμήμα και να πλησιάζει το θύμα του, λες και το ζήτημα ήταν να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ξαναβιάσει το ίδιο θύμα.

Όταν μια διαδικασία μπάζει και η αδυναμία αυτή γίνεται πηγή συμφοράς που σκανδαλίζει την κοινωνία, αναπόφευκτο είναι να ξυπνά ο ειδικός και ο αντισυστημικός μέσα μας, μέσω του μηχανισμού της γενίκευσης. Μοιραία ενισχύεται η τρέντι άποψη ότι «δεν υπάρχει κράτος», ότι «ο δικαιωματισμός έχει προκαλέσει παράλυση», ότι «οι αριστεροί έχουν διαλύσει τα πάντα» και ότι ο σωστός τρόπος να βρίσκεις το δίκιο σου είναι ο δοκιμασμένος: Με αυτοδικίες και λιντσαρίσματα. Πίσω από κάθε αρνητή της ψήφου βρίσκεται ένας πολίτης που πιστεύει ότι δεν υπάρχει Δικαιοσύνη στη χώρα, με νωπή την εκκωφαντικά κακή διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών από την κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία έπεισε τους πάντες ότι η κυβερνητική προτεραιότητα δεν ήταν η αλήθεια, αλλά να μην το παρακάνουμε με την αλήθεια σε βάρος της δημόσιας εικόνας της κυβέρνησης. Και αντίστοιχα βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε κυβερνώντας ότι υπηρέτησε ύποπτες ελαστικοποιήσεις, στο όνομα του ανθρωπισμού, βεβαίως βεβαίως.

Καιρό τώρα ακούμε ότι η κυβέρνηση αναβαθμίζει τη Δικαιοσύνη (και την Υγεία, προπάντων υγεία). Πάμε και φέρνουμε τους ποινικούς κώδικες με αυστηροποιήσεις και ελαφροποιήσεις, αλλά κυρίως ζητούμενο είναι να δούμε το φαινόμενο του έλληνα δικαστή και της πραγματικής δίκης σε όλες τις εκφάνσεις της. Κάποιες φορές- λίγες; ναι, αλλά ηχηρές- οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων είναι η επιτομή της απαξίωσης της δημοκρατίας. Όμως τώρα αν υπήρχε ο Ψαθάς δεν θα εμπνεόταν για ευθυμογραφήματα επί της ζωής του δικαστηρίου. Δεν είναι για γέλια η κατάσταση, γιατί παράγει δράματα και απαξία, ο,τι χειρότερο για την Πολιτεία, τη δημοκρατία, την κοινωνία.