Δίκη για το Μάτι: Ανατριχιαστικές οι καταθέσεις για τις δίδυμες – «Δεν ήξερες αν αυτά που πάταγες κάτω, ήταν σάρκα»

Όπως κατέθεσε η μητέρα του, στη δίκη για την πυρκαγιά, τα παιδιά έπαιζαν και τα πεθερικά της ετοιμάζονταν να τα επιστρέψουν στο σπίτι τους, στη Νέα Μάκρη. «Τους χαιρετήσαμε και ήταν η τελευταία φορά που τους είδαμε» λέει η ίδια.

Δίκη

Σπαρακτική ήταν η κατάθεση της μητέρας και της θείας των δίδυμων κοριτσιών, Σοφίας και Βασιλικής, που βρήκαν τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς στο Μάτι.

Όπως κατέθεσε η μητέρα του, στη δίκη για την πυρκαγιά, τα παιδιά έπαιζαν και τα πεθερικά της ετοιμάζονταν να τα επιστρέψουν στο σπίτι τους, στη Νέα Μάκρη. «Τους χαιρετήσαμε και ήταν η τελευταία φορά που τους είδαμε» λέει η ίδια.

«Συνεχώς παίρναμε τα πεθερικά μου και δεν πιάναμε γραμμή. Έπαιρνα τηλέφωνο στην αστυνομία, τους ρωτούσα αν ξέρουν κάτι. Τότε ο σύζυγος μου πήρε ένα μηχανάκι να ψάξει να βρει τα παιδιά μας και τους γονείς του. Είχα ανοίξει την τηλεόραση, δεν ήξερα ακριβώς τι βλέπω και τι γίνεται. Κάποια στιγμή με πήρε ο σύζυγος μου τηλέφωνο.

“Είμαι στον δρόμο έχει φωτιές δεξιά και αριστερά δεν μπορώ να δω τίποτα. Είναι παντού σκοτάδι και φωτιά” μου είπε» πρόσθεσε η μητέρα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της ΕΡΤ.

«Στις 27 Ιουλίου ταυτοποιήθηκαν οι σοροί μερικών και ανάμεσά τους υπήρχαν δυο άτομα μικρής ηλικίας. Δυστυχώς το επόμενο πρωί μάθαμε ότι ήταν τα δικά μας παιδάκια. Η πεθερά μου ήταν από κάτω, τα παιδιά ανάμεσα και ο πεθερός μου από πάνω με ανοιχτές τις αγκαλιές τους. Τις κηδέψαμε στις 3 Αυγούστου του 2018» είπε με δάκρυα στα μάτια.

Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση της θείας των παιδιών. «Αυτά που πάταγες κάτω δεν ήξερες αν ήταν σάρκα. Αυτό το χωράφι θα είναι πάντα ένα νεκροταφείο ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν είναι. Πήγα στο σπίτι και το φαγητό ήταν ακόμη εκεί, σάπιο αλλά εκεί. Ήταν και οι τέσσερις αγκαλιά. Δεν είχε μείνει τίποτα.

Από τη Βασιλική είχε μείνει μια καρδούλα, τίποτε άλλο. Φτάσαμε στις 3 Αυγούστου να κάνουμε την κηδεία, 11 ημέρες μετά. Για να φτάσουμε εκεί και να δούμε τέσσερα φέρετρα και από εκεί και μετά έπρεπε να ζούμε κανονικά. Πώς θα κοιτούσα τον αδερφό μου και τη Γεωργία στα μάτια, να τους πω τι; Πως όλα πήγαν καλά; Τίποτα δεν πήγε, κανείς. Θα πρέπει να χαίρομαι για αυτό ή να λυπάμαι που ζω;» διερωτήθηκε η θεία των παιδιών.