Η γιαγιά Διαμαντίνα και ο μπάτλερ Τζίλμπερτ

*Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι επίτιμος δικηγόρος.

Διαμαντίνα

«…Οπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι’ ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί…».
(Γιώργος Σεφέρης, 1966, Τρία κρυφά
ποιήματα, επί σκηνής, ΣΤ’).

Η γιαγιά Διαμαντίνα κάθισε στην αγαπημένη της κουνιστή πολυθρόνα, μια αυθεντική βιεννέζικη «Τονέ», ενθύμιο της πατρινής περιόδου της οικογένειας. Τα μάτια της Διαμαντίνας γλάρωσαν κι’ έπιασε την ασχολία που αγαπούσε. Το πλέξιμο. Το πλέξιμο των αναμνήσεων από το μεγάλο κουβάρι μνήμης, με τις βελόνες ενός, δόξα τω Θεώ, υγιούς μυαλού.

Είχε προχωρήσει η Κυριακή. Τέσσερις η ώρα δεν το λες πια μεσημέρι. Ο γιος της με τη νύφη της και τα δύο εγγόνια έφυγαν. H εξουθενωμένη Διαμαντίνα δεν άντεχε ούτε τα πιάτα να βάλει στο πλυντήριο. Υπέροχα τα εγγόνια, δεν λέω, αλλά η καημένη η Διαμαντίνα, από τότε μάλιστα που έχασε και τον Μεμά* της, είχε βαρύνει και κουραζόταν εύκολα. Την προηγουμένη, Σάββατο, είχε ψωνίσει κατσικάκι, και θα το έκανε στον φούρνο με πατατούλες μπέιμπυ, σκέτο λουκούμι συριανό. Το απόγευμα όμως της ίδιας μέρας, της τηλεφώνησε ο γιος της, και όπως πάντα, μη θέλοντας να καταλάβει ότι ο ίδιος δεν ήταν πια είκοσι χρονώ, ούτε η μάνα του πενήντα, την «παρακάλεσε» να τους φτιάξει για το τραπέζι της Κυριακής (κανονισμένο δυο βδομάδες πριν, γιατί τα παιδιά είχαν φορτωμένο πρόγραμμα), κασερόπιττα και γίγαντες. Κάτι πήγε να πει η Διαμαντίνα για το ψητό της Κυριακής, το βδομαδιάτικο «έπαθλο» της ελληνικής οικογένειας, αλλά ο Φοίβος (ο γιος) είπε ότι η Τόνια (η νύφη), ήθελε κασερόπιττα και γίγαντες, γιατί απέφευγαν το κρέας.

Τι να κάνει η καημένη η Διαμαντίνα, έβαλε το κατσικάκι στην κατάψυξη, κι’ έφτιαξε την κασερόπιττα και τους γίγαντες με μπόλικο φρέσκο μαϊντανό. Το αστείο είναι ότι τα εγγόνια γκρίνιαξαν το φαγητό, γιατί ήθελαν κρέας, αλλά τέλος πάντων, το έφαγαν συνοδεία παραινετικού λογυδρίου της μαμάς Τόνιας για την αξία των οσπρίων, και το πόσο συντελούν σε καλές επιδόσεις στο μπάσκετ. Πήγε η Διαμαντίνα να διηγηθεί μια παλιά οικογενειακή ιστορία, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ματαιοπονούσε, γιατί ο Φοίβος σχεδόν έδειχνε ότι βαριόταν, τα εγγόνια είχαν κολλήσει τη μύτη τους στα κινητά, και η Τόνια προσπαθούσε να τα κάνει να φάνε τους γίγαντες.

Η Διαμαντίνα λικνιζόμενη απαλά πέρα-δώθε στην κουνιστή της πολυθρόνα, μισοκοιμισμένη και μισοξύπνια, αφού γρήγορα ξεπέρασε τα γλυκά παράπονά της, βάλθηκε να σκαλίζει όλο και πιο βαθειά τις αναμνήσεις της. Θυμόταν τον πατέρα της να της διηγείται ιστορίες του μπισνόννου** της σιορ Κωνσταντάκη, από τη μακρόχρονη κεφαλλονίτικη περίοδο της οικογένειας. Ο Κωνσταντάκης, ωραίος τύπος, έκανε εξαγωγή τη σταφίδα του στην Αγγλία, αλλά παρόλο που ήταν Ληξουριώτης (στεριανός) και όχι Λιβαθινός (θαλασσινός), είχε και μια μεγάλη βρικογολέττα*** τριακοσίων τόνων τον «Αγιο Χαράλαμπο» (πολιούχος του Ληξουρίου). Στον «Αγιο Χαράλαμπο» υπηρετούσε ως μόνιμος σχεδόν ναύκληρος (προϊστάμενος του πληρώματος), ο Εγγλέζος Τζίλμπερτ. Κομμένος και ραμμένος πάνω στον τύπο του «άντρακλα του πελαγίσιου» που λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο τραγούδι του Μάνου Λοΐζου. Οταν ο Τζίλμπερτ πενηντάρισε, ο σιορ Κωνσταντάκης τον πήρε σπίτι του, μια χαρχάρα διακοσίων ετών, ως «ναύκληρο» του σπιτιού. Σήμερα οι μεγαλοπιασμένοι θα αποκαλούσαν τον Τζίλμπερτ «μπάτλερ», αλλά ο σιορ Κωνσταντάκης (μόνο αυτός), τον αποκαλούσε «Μπόζ’ν» που σημαίνει ναύκληρος στην εγγλέζικη ναυτική πιάτσα. Η γιαγιά Διαμαντίνα σιγά-σιγά είχε αρχίσει να ζηλεύει τον Τζίλμπερτ. Ακουγε ιστορίες ότι όλοι, εκτός από τον Κωνσταντάκη και την κυρά του, τη σιόρα Αντζολα, στεκόντουσαν μπροστά του κλαρίνο σαν Εγγλέζοι ναύτες. Ποιο να ήταν το μυστικό του Τζίλμπερτ; η δύναμή του, τα βαριά σπασμένα του Ελληνικά; Οχι, ήταν ο «αέρας» του. Τον έβλεπες, και αμέσως θεωρούσες φυσικό να κάνεις αυτό που έλεγε, και το έλεγε πάντα ευγενικά. Αχ! Καψερή Διαμαντίνα, που έχεις γίνει ένας μπάτλερ, με όλα τα προσόντα εκτός από ένα. Το κύρος. Λίγη προσοχή παιδιά με τη γιαγιά. Δεν είναι μπάτλερ. Είναι η Γιαγιά. Κάποτε τα λόγια της θα φυλάγουν τη μορφή της, αλλά η ίδια θα έχει φύγει, δεν θα είναι πια εκεί.

*Μεμάς. Υποκοριστικό του Γεράσιμος. Από το «Ο Αγιος “με μας”».
**Μπισνόννος. Ο προπάππους.
*** Βρικογολέττα. Μεγάλο ιστιοφόρο πλοίο της εποχής.

*Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι επίτιμος δικηγόρος.