Κάρμινα Μπουράνα

Αν ρωτιούνταν δέκα εκατομμύρια Ελληνες τι θα πεί κεντροαριστερά, δεν ξέρουμε πόσοι θα απαντούσαν εύκολα. Οι περισσότεροι ίσως να απαντούσαν παραπέμποντας σε κόμματα ή
πρόσωπα. Κεντροαριστερά είναι ο Γιώργος, μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, το παλιό ΠΑΣΟΚ. Μάλλον και Ανδρουλάκης. Κάποια στιγμή θα μάθουμε. Ο Λοβέρδος είναι η κεντροδεξιά της κεντροαριστεράς και τα μπέρδεψε. Αλλοι θα απαντούσαν με ιστορικούς όρους:
Κεντροαριστερά είναι η προοδευτική παράταξη που υπερασπίστηκε κατ’ εξοχήν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολλών. Άλλος θα απαντούσε με γνώμονα τι δεν είναι η κεντροαριστερά: Δεν είναι δεξιά και δεν είναι αριστερά. Αλλά η ερώτηση τι πιστεύει η
σημερινή κεντροαριστερά που δεν το πιστεύει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη και ο ορθολογικός ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι και πολύ εύκολο να απαντηθεί. Εν τέλει η απάντηση μπαίνει με βάση την προσωπική αίσθηση- αισθητική- διαίσθηση και παράδοση: Είμαι εκεί, γιατί
εκεί πάντα ήμουν, εκεί νιώθω ότι ανήκω, αυτό μου πάει. Άλλος πάλι το βλέπει με γνώμονα τη σημειολογία των προσώπων και την ιστορική σήμανση των συμβόλων. Δεν είμαι Βορίδης, δεν είμαι Γεωργιάδης, δεν είμαι «πατρίς- θρησκεία», δεν είμαι Πολλάκης, δεν
είμαι Βελουχιώτης (μάλλον), δεν συμπαθώ την κουκουλοφορία. Αρα τι μένει να είμαι;

Στην ουσία, η κεντροαριστερά είναι μια διαρκής πρόσκληση να συμπεριληφθείς ως αναδρομικός δικαιούχος σε μια ηρωική εποχή αγώνων για τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη. Είναι μια υπόθεση και μια παρακαταθήκη ευγενής και μεθυστική, παραστατικά
αποτυπωμένη μέσα από το διθυραμβικό μέρος των Κάρμινα Μπουράνα: Και ποιος δεν θα ήθελε να ανήκει σε έναν τέτοιο παρελθόν, ακόμα και αν δεν έχει σχέση μ’ αυτό, ακόμα και
αν οι σημερινές εποχές δεν το δικαιολογούν; Ο φιλελευθερισμός είχε πάντα ένα πρόβλημα στην ηρωοποίηση του δικού του παρελθόντος (έναν σκηνοθέτη δεν έβγαλε), και έχει
ενδιαφέρον ότι ενώ ο φιλελευθερισμός στον 20 ο αιώνα εκφράστηκε ως εξουσιαστικό και ιδεολογικό ρεύμα από τον Ελ. Βενιζέλο, η λεγόμενη δημοκρατική παράταξη τον απορρόφησε ως ιστορία και σύμβολο, αποκόπτοντας από δικαιώματα τους σημερινούς φιλελεύθερους, μέρος των οποίων θεωρεί περισσότερο την παράταξη ως συνέχεια του σκληρού και ανέραστου Λαϊκού Κόμματος, που αποστρεφόταν τον Βενιζέλο. Αυτή η ελληνική πολιτική ιδιομορφία που πήγασε από τον Διχασμό του Α’Παγκοσμίου Πολέμου προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό πολιτικό αφήγημα για έναν αιώνα. Οσο και αν η παλιά δεξιά μετακινείται στην φιλελεύθερη περιοχή και έχει ενσωματώσει πλήρως τις δημοκρατικές διεκδικήσεις, δεν της αναγνωρίζεται η πρόοδος αυτή, για τον απλό λόγο ότι μεγάλο τμήμα της έχει συντηρητική ταυτότητα και ρέπει στον εθνικισμό.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης- υποβλεπόμενος από σημαντικό τμήμα οπαδών της παράταξής του που τον θεωρεί ιδεολογικά ύποπτο και δεν συμμερίζεται καθόλου τη λογική των ανοιγμάτων του- έχει πετύχει σε μεγάλο βαθμό, μεγαλύτερο από όσο ο επιβλητικός
Καραμανλής της μεταπολιτευτικής περιόδου, να δώσει στο κόμμα του αξιοσημείωτη συμβατότητα προς τους ψηφοφόρους με σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα και παράδοση, οι οποίοι πάντως προτιμούν τον ορθολογισμό από τις χίμαιρες. Από το σημείο εκείνο και πέρα αρχίζει το έδαφος το οποίο μπορεί να διεκδικήσει η σημερινή κεντροαριστερά. Το πρόβλημά της είναι πως όταν γίνεται συγκεκριμένη δεν λέει τίποτα σαγηνευτικό, και όταν επιχειρεί να πει κάτι σαγηνευτικό, δεν ακούγεται συγκεκριμένο. Όταν το ξεπεράσει, θα πάει καλύτερα. Εκτός αν δεν το ξεπεράσει καθόλου, αλλά αναδείξει ηγέτη πραγματικά ξεσηκωτικό. Δεν το βλέπουμε αυτό πολύ πιθανό με βάση τα σημερινά δεδομένα. Τι μένει;
Να βοηθήσουν οι συγκυρίες. Αυτές, πράγματι, βάζουν τα δυνατά τους. Εχεις εσύ δυνατά να βάλεις όμως;

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ