Λευτέρης Τσιρώνης: «Νοσταλγώ το ατέλειωτο ποδόσφαιρο στη φτωχογειτονιά»

Ενα μεγάλο δημόσιο ευχαριστώ στους εκλεκτούς εκπαιδευτικούς του τόπου του θέλησε να απευθύνει ο Λ. Τσιρώνης, κι έτσι εμείς κρατάμε στα χέρια μας το «εισιτήριο» για ένα κινηματογραφικό ταξίδι στο παρελθόν.

Τσιρώνη

Συγκέντρωσε…. ιστορίες σε έναν τόμο με τίτλο «Τρίτη Ανάσταση» (εκδ. Το Δόντι). Ιστορίες, που ξεπήδησαν από έντονη νοσταλγία για τα μαθητικά -σκληρά- του χρόνια. Ιστορίες μιας μακρινής εποχής, που για τους νεότερους και όσους δεν έχουν ανάλογα βιώματα μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από το πανί του σινεμά. Και αυτή η δύναμη της εικόνας -που έχει επιτύχει με τη γραφή του ο δημιουργός τους- τα λέει όλα. Ο Λευτέρης Τσιρώνης μιλά στην «ΠτΚ» για το βιβλίο του, θυμάται τα ωραία και τα άσχημα, σχολιάζει τα κακώς κείμενα του σήμερα.

Πότε ξεκίνησε -και με ποιο βιβλίο- η αγάπη σας για το διάβασμα, και πότε αυτή για το γράψιμο;
Το πρώτο βιβλίο που πήρα σαν δώρο το έτος 1969, ήταν «Ο Γέρος και η θάλασσα» του Νομπελίστα Ερνεστ Χεμινγουέι. Από τότε ξεκίνησε η βαθιά μου αγάπη για το διάβασμα, ενώ για το γράψιμο η αφορμή ήταν ο θαυμασμός μου για έναν αριστούχο συμμαθητή, κάπως μεγαλύτερο από μένα, στο Γυμνάσιο, που διάβαζε τις εκθέσεις του ενώπιον πεντακοσίων συμμαθητών.

Τέσσερα χρόνια μετά «Το ξύρισμα της Κυριακής» ξαναγυρίζετε, με τη νέα σας συλλογή διηγημάτων, στον γενέθλιο τόπο και στις μνήμες. Ποια εσωτερική σας ανάγκη υπαγόρευσε την επιστροφή;
Η επιστροφή στη γενέθλια γη είχε σαν αφορμή μια ανεξήγητη νοσταλγία για τα μαθητικά χρόνια, που δυστυχώς για εμάς, τα περάσαμε μέσα στη δικτατορία, με απίστευτη καταπίεση, αλλά πιο σημαντική ήταν η πρόθεσή μου για να απευθύνω στους εκλεκτούς εκπαιδευτικούς της πόλης μου, ένα δημόσιο μεγάλο «ευχαριστώ», γιατί μας έμαθαν γράμματα και μας βοήθησαν με το μεράκι τους, να προκόψουμε.

Τα διηγήματά σας βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, με την απαραίτητη μυθοπλασία, βεβαίως. Εχουν καταγραφεί έντονα στη μνήμη σας ή «ζωντάνεψαν» από σημειώσεις σε κάποιες σελίδες;
Οι καθημερινές ιστορίες που διηγούμαι, αληθινές και μη, ήταν καταχωνιασμένες για πάρα πολλά χρόνια στο πίσω μέρος του μυαλού μου και τυχαία βγήκαν στην επιφάνεια, χάρη σε μερικούς καλούς φίλους, φυσικά και είχαν καταγραφεί έντονα στη μνήμη μου, ενώ αρκετές είχαν σαν αφορμή την «Οδύσσεια» του Μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη.

Δύσκολες εποχές, άδολες αγκαλιές- τότε. Τι νοσταλγείτε και τι προτιμάτε να μη θυμάστε;
Πραγματικά δύσκολες εποχές, πέτρινα χρόνια, που δεν θέλω με τίποτε να θυμάμαι, αφού η σκληρή τιμωρία μάς ακολουθούσε, σαν τον… ίσκιο μας και δεν μας άφηνε ούτε μια στιγμή να ανασάνουμε από τα βάσανά μας. Νοσταλγώ, όμως, βαθιά το ατέλειωτο ποδόσφαιρο στη φτωχογειτονιά μου, με ήλιο και βροχή, μέχρι τα μεσάνυχτα, που λειτουργούσε σαν βάλσαμο στις πληγές μας.

Μιλήσατε προηγουμένως για το «ευχαριστώ» που θελήσατε απευθύνετε στους εκλεκτούς εκπαιδευτικούς σας. Στο διήγημα «Ο κύριος Γυμνασιάρχης» διαβάζουμε για τη συμπεριφορά «ενός αμόρφωτου και εμπαθούς εκπαιδευτικού», που έγινε αιτία να αλλάξετε κάποιοι μαθητές κατεύθυνση σπουδών. Την κατάσταση στην Παιδεία, στην εποχή μας, τη θεωρείτε…
Είναι αλήθεια ότι η αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά ενός εμπαθούς και αμόρφωτου Γυμνασιάρχη της εποχής του σκληρού ‘73, εμπόδισε σπουδαία εφηβικά μυαλά να εξελιχθούν σε κορυφαίους επιστήμονες που μπορούσαν να γίνουν, ο καθένας στον τομέα του, παρ’ όλα αυτά όμως οι περισσότεροι αρίστευσαν τελικά και σε άλλους κλάδους, αφού τα εφόδια των παθιασμένων δασκάλων τους, συντέλεσαν να πετύχουν στην επιστήμη τους. Κάνοντας μια αναφορά στη σημερινή κατάσταση της Παιδείας στην πατρίδα μας, θα μπορούσα να πω ότι λείπει το μεράκι, το πάθος και το φιλότιμο των δασκάλων μας, παρά τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, αφού είναι προφανής η αδυναμία των παιδιών μας να εκφραστούν ικανοποιητικά, στην πιο πλούσια και όμορφη γλώσσα του κόσμου.

Μέσα από τις ιστορίες σας βλέπουμε τη σημασία που έχει να «τρίβονται» οι νεαροί ήρωές σας στις δουλειές, ώστε αργότερα να μπορούν να αντεπεξέρχονται στις δυσκολίες. Σήμερα, για το βόλεμα -πολλών- παιδιών με τα χαρτζιλίκια γονιών και παππούδων ποια η άποψή σας;
Τα δικά μου εφηβικά καλοκαίρια σήμαιναν καθημερινό κυνήγι για την εξασφάλιση του πολυπόθητου μεροκάματου για δυο μήνες, που θα έδινε μια ανάσα στα έξοδα του σπιτιού και όταν το καλοκαίρι του 1972 δεν κατάφερα να εργαστώ στο εργοστάσιο με τα ροδάκινα, επειδή ήμουν ανήλικος, κόντεψα να πέσω σε κατάθλιψη, αφού δεν θα έβρισκα αλλού μόνιμη απασχόληση. Για το χαρτζιλίκι των γονιών και των παππούδων προς τα βλαστάρια μας, καλό θα είναι να υπάρχει μέτρο και σύνεση, γιατί δεν δημιουργούμε καλύτερους χαρακτήρες με αλόγιστη χρηματοδότηση των παιδιών μας, ώστε να μπορούν να εκτιμούν και τον δικό τους ιδρώτα.

Ολες οι ιστορίες σας εκτυλίσσονται σε Αρτα, Τζουμέρκα, εκτός από 3 -μία στην Κομοτηνή, μία στην Αθήνα και μια στην Πάτρα. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με κάθε μια απ’ αυτές τις πόλεις;
Η σχέση μου με την γενέθλια πόλη, την Αρτα και τα Τζουμερκοχώρια, είναι σίγουρα η πιο καθοριστική, βαθιά και
λυτρωτική, αφού εκεί μεγάλωσα, ανδρώθηκα και έζησα τα πρώτα δεκαεφτά χρόνια μου. Τα αξέχαστα καλοκαίρια στη
Μικροσπηλιά των Τζουμέρκων της Αρτας, ήταν αυτά που με καθόρισαν σαν χαρακτήρα και με εφοδίασαν με όσα χρειαζόμουν για να επιβιώσω μέσα στη βουή της μεγάλης πόλης, να αντιμετωπίσω άλλους ανθρώπους και να κρατήσω τον χαρακτήρα μου αλώβητο από χίλιους δυο κινδύνους. Στην Αθήνα έμαθα να ζω μέσα σε μια ανθρώπινη ζούγκλα, τα δύσκολα χρόνια της Μεταπολίτευσης, από το 1974 μέχρι και το 1980, να συναντώ πολλούς καθημερινούς κινδύνους και να τους αντιμετωπίζω με τέχνη και διπλωματία, γιατί αλλιώς δεν θα είχα ελπίδες επιβίωσης, ενώ στην Κομοτηνή, στα φοιτητικά μου χρόνια, συνάντησα αξιαγάπητους φίλους και συμφοιτητές, που η σχέση μας εξελίχτηκε σε σχέση ζωής, ακόμα και μετά από σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια. Ενώ η Πάτρα, είναι τελικά ο μεγάλος σταθμός της ζωής μου, αφού εδώ έκανα την οικογένειά μου και εργάστηκα για σαράντα χρόνια, εισπνέοντας τον ευρωπαϊκό αέρα της, καμαρώνοντας για τη μεγάλη Παναχαϊκή.

Επιστρέφοντας, μετά το ταξίδι σας στο παρελθόν, τι σας φοβίζει, τι σας θυμώνει στο σήμερα, και πώς βλέπετε το μέλλον;
Σήμερα, μετά από το νοσταλγικό μου ταξίδι στο παρελθόν, με φοβίζει η μεγάλη ανασφάλεια που αντιμετωπίζουν τα παιδιά μας στην οικονομική και κοινωνική τους καθημερινότητα, με θυμώνει αφάνταστα που ακόμα δεν καταφέραμε σαν χώρα, να γίνουμε ένα γνήσιο ευρωπαϊκό κράτος, με αρχές, συνέπεια, παραγωγικότητα και κοινωνική συνοχή, παρά τις κατά καιρούς μεγαλόστομες διακηρύξεις. Χωρίς όμως να απαλλάσσω των ευθυνών και εμάς τους ίδιους.
Θέλω να πιστεύω πως μετά από λίγα χρόνια θα μπορούμε να ατενίζουμε με περισσότερη σιγουριά και αυτοπεποίθηση
τα προβλήματα της εργασίας, της κοινωνικής αντίληψης και υγείας, στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης, για να δικαιωθούν οι αγώνες των προγόνων μας, για προκοπή και ευημερία.