Οταν ο Πατρινός Κώστας Μπακογιάννης θυμόταν την πρώτη μέρα του πολέμου το 1940
Θυμήθηκε τις βόμβες που έπεσαν, τον κόσμο που σκοτώθηκε, την αγωνία των Πατρινών να σωθούν βρίσκοντας καταφύγιο εκτός πόλης, αλλά και τον δικό του αγώνα επιβίωσης, πουλώντας εφημερίδες από τα ξημερώματα μέχρι αργά το βράδυ — συχνά υπό τον ήχο των σειρήνων.

Ο Πατρινός Κώστας Μπακογιάννης είχε βιώσει σε ηλικία μόλις 13 χρόνων την πρώτη ημέρα του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, και τον ταυτόχρονο φονικό βομβαρδισμό της Πάτρας από ιταλικά αεροπλάνα. Τις συγκλονιστικές αναμνήσεις εκείνης της ημέρας κατέγραψε το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, σε δημοσίευμά του το 2024, όπου ο ίδιος αφηγήθηκε με λεπτομέρειες όσα έζησε τότε η πόλη.
Θυμήθηκε τις βόμβες που έπεσαν, τον κόσμο που σκοτώθηκε, την αγωνία των Πατρινών να σωθούν βρίσκοντας καταφύγιο εκτός πόλης, αλλά και τον δικό του αγώνα επιβίωσης, πουλώντας εφημερίδες από τα ξημερώματα μέχρι αργά το βράδυ — συχνά υπό τον ήχο των σειρήνων.
«Εκείνη τη Δευτέρα του Οκτωβρίου του 1940», αφηγείται ο Κώστας Μπακογιάννης στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, «ξημέρωσε μία ηλιόλουστη ημέρα και εγώ εργαζόμουν ήδη από το 1939, στην ηλικία των 12 ετών, στην επιχείρηση του Αλεξάκη στην οδό Γερμανού, που έφτιαχνε σχολικά είδη και λειτουργούσε και ως βιβλιοπωλείο».
Στις 9:25 το πρωί ήχησαν οι σειρήνες. Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ο Αλεξάκης, είχε φύγει για δουλειές στο κέντρο, όμως δεν πρόλαβε το λεωφορείο – κάτι που του έσωσε τη ζωή, αφού λίγα λεπτά αργότερα βόμβες έπεσαν στην οδό Γούναρη, στο σημείο όπου θα περνούσε. Από τον βομβαρδισμό σκοτώθηκαν πολλοί Πατρινοί. Άλλες βόμβες έπεσαν στην οδό Τριών Ναυάρχων, καθώς οι πιλότοι των ιταλικών αεροπλάνων μπέρδεψαν τις νεραντζιές με στρατεύματα, αλλά και κοντά στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Ανδρέου.
«Λίγη ώρα μετά», συνεχίζει, «ο Αλεξάκης γύρισε στην επιχείρηση και μας είπε: “Κλείστε και φεύγουμε, έχουμε πόλεμο.” Πήγα στο σπίτι μου στα Ταμπάχανα και έμαθα πως δύο θείοι μου είχαν ήδη κληθεί στο στρατό. Για να γλιτώσουμε από τους βομβαρδισμούς, φύγαμε με τα πόδια για την Κρήνη, δέκα χιλιόμετρα μακριά».
Το βράδυ ξέσπασε νέος βομβαρδισμός, ενώ η οικογένεια του Κώστα Μπακογιάννη κρυβόταν σε ένα χαμηλό σπιτάκι. «Εκείνη τη νύχτα», θυμάται, «η Πάτρα ήταν τόσο σιωπηλή που ακούγαμε στην Κρήνη το ρολόι του Παντοκράτορα».
Μία εβδομάδα αργότερα επέστρεψαν στην πόλη. «Είχαν ξεκινήσει τα συσσίτια στα Ψηλά Αλώνια και στο κάστρο», λέει. «Έπαιρνα φαγητό σε μια κατσαρόλα και το πήγαινα σπίτι. Οι μαυραγορίτες είχαν ήδη εμφανιστεί».
Όταν η επιχείρηση του Αλεξάκη έκλεισε, ξεκίνησε να πουλά εφημερίδες για να επιβιώσει. Από τη 1:00 τη νύχτα μέχρι το βράδυ περπατούσε σε όλη την Πάτρα πουλώντας «Νεολόγο», «Τηλέγραφο» και «Ταχυδρόμο», ενώ κάθε φορά που ηχούσαν οι σειρήνες, έψαχνε απεγνωσμένα για καταφύγιο.
Θυμάται ακόμα τους βομβαρδισμούς του λιμανιού, όπου βυθίστηκε πλοίο με αλεύρι και ο κόσμος μάζευε ό,τι μπορούσε για να φτιάξει λίγο ψωμί, καθώς η πείνα θέριζε.
«Όταν κατέρρευσε το μέτωπο, το 1941, μπήκαν στην Πάτρα οι Ιταλοί και οι Γερμανοί», αναφέρει. «Οι Ιταλοί στρατοπέδευσαν στα Σύνορα και μας υποχρέωναν να στεκόμαστε προσοχή όταν περνούσε η μπάντα τους. Μία μέρα, καθώς σκούπιζα έξω από την επιχείρηση, ένας Ιταλός με κλώτσησε δυνατά με την αρβύλα του».
Λίγους μήνες αργότερα αρρώστησε από υγρή πλευρίτιδα, εξαντλημένος από την κούραση και την πείνα. «Έζησα», λέει, «και θυμάμαι πως στις 4 Οκτωβρίου 1944, την ημέρα που απελευθερώθηκε η Πάτρα, ήμουν μια κίτρινη κλωστή. Όμως τα βάσανα της Κατοχής τα πέρασε πολύς κόσμος – όχι μόνο εγώ».
πηγή: amna.gr
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News