Ου παιδεύουσι τέκνα

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος»

 

Ο μπαμπάς, η μαμά, το αγόρι. Εχουν βγει από τη θάλασσα, κάθονται σε πτυσσόμενες καρέκλες, από αυτές που κουβαλάει πολύς κόσμος στην παραλία για να μην νοικιάζει ξαπλώστρα ή επειδή δεν υπάρχει ξαπλώστρα ή απλά επειδή με την καρέκλα θρονιάζεσαι όπου σου κάνει κέφι, κατά κανόνα μπροστά από το κύμα, αν γινότανε και μέσα στο νερό. Ομπρέλα οικόσιτη πάνω από το κεφάλι τους. Ησυχοι, διακριτικοί, ξεκουράζουν το μάτι τους και την ψυχή τους. Οι ενήλικοι σχεδόν παραιτημένοι, δεν θεωρούν πως έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν κάτι παραπάνω από μια βουτιά με μηδενικές καταναλώσεις και ταπεινές οικοσκευές. Ωρα φαγητού, αναχώρηση για το σπίτι. Ο πατέρας φορτώνεται τα κομμάτια της ομπρέλας και τις πλαστικές καρέκλες. Επίσης, ένα σακκίδιο που περιείχε σνακ. Θα πληρώσει με ιδρώτα όση δροσιά απόλαυσε νωρίτερα. Η μητέρα με τη σειρά της θα κουβαλήσει τσάντες μπάνιου, τη δική της, του πατέρα, του παιδιού. Και το παιδί θα πάρει το κινητό ενός εκ των γονέων και τίποτε άλλο, και θα τους ακολουθήσει χαζεύοντας σε μια πλατφόρμα, κάποια παιχνίδια ή αναρτήσεις, ανάλαφρο και ημιαφηρημένο. Τα παιδιά στην ηλικία των 7-8 δεν μαζεύουν το μυαλό τους, δεν συγκεντρώνονται, δεν είναι να τους αναθέτεις δουλειές. Οι δουλειές γίνονται μόνες τους από μια Μέρι Πόπινς, κοντούλα, στρουμπουλούλα, τη μαμά.

Οι γονείς σταμάτησαν να στενοχωρούν τα παιδιά τους αφότου τεκνοποίησε η γενιά που έζησε τον εφιάλτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδιαίτερα σε παιδική ηλικία. Ενοιωσαν πείνα, είδαν θάνατο, βίωσαν τρόμο, βόμβα, μπότα εισβολέα, εμφύλιο και πάθος. Δεν είχα παιχνίδια. Όταν η μεταπολεμική εποχή έκανε βήματα προς την ευδαιμονία, ο Ελληνας γονέας βάλθηκε να γλυκαίνει τη ζωή των βλαστών του. Τότε ξεκίνησε το περίφημο «χάλασμα», στο οποίο συνέβαλε και ο Ελληνας παππούς, περίπου για τους ίδιους λόγους.

Μπορεί και να έπαιξε ρόλο και η μεταβολή των συνθηκών διαβίωσης. Το παλιό βαρύ πολυεπίπεδο σπίτι, με τους χώρους που επέβαλαν μια διακριτότητα και μια συνειδητοποίηση της θέσης και του ρόλου καθενός, υποκαταστάθηκε από την ενδοοικογενειακή δημοκρατία του διαμερίσματος, που αναίρεσε τις διαφορές και ισοπέδωσε τις ηλικίες. Κάπου εκεί ηττήθηκε η αυθεντία του «μεγαλύτερου», ο οποίος στο μεταξύ μεταλλάχθηκε, πριγκιποποιώντας τους κανακάρηδες. Εχοντας βιώσει ο ίδιος μια αμφισβήτηση από τις σκληροτράχηλες παλιές γενιές, έφτασε στο άλλο άκρο, ξεπλένοντας την αμφισβήτηση με αποθέωση και με υπερχάιδεμα.

Ενας οκτάχρονος, μαθημένος να του κουβαλάνε τα μπανιερά, θεωρώντας δικαίωμά του την πρόσβαση στο κινητό του πατέρα, ο οποίος ιδρωκοπάει για να το πάρει πίσω από τα παιδιά που διαπληκτίζονται ποιο θα το πρωτοκαταχραστεί, θα δυσκολευτεί να πάρει ευθύνες και να προπονηθεί πάνω σε ματαιώσεις, που αποτελούν το εισιτήριο προς την ωριμότητα. Εκπαιδευμένος πάνω στην ιδέα ότι δεν του αναλογούν βάρη, αλλά είναι κέντρο του σύμπαντος, θα δεινοπαθήσει μέχρι να μάθει να προσφέρει και φυσικά να φροντίζει τον εαυτό του. Μεγαλώνοντας, θα αναπτύξει ανασφάλειες, τις οποίες επίσης θα καλύψει ο γονέας, που θα στηρίζει το παιδί του όπως ο καλλιτέχνης των σκιών τις φιγούρες του λαϊκού θεάτρου.

Αλλά βέβαια μην αποκλείεις ότι το αγόρι της ιστορίας μας θα γίνει μεγάλος και τρανός στην κινητή τηλεφωνία, στα κοινωνικά δίκτυα ή τις νέες τεχνολογίας. Όμως θα του κουβαλάνε οι άλλοι τα πράγματα. Σκοτίστηκε, θα πεις. Γι’ αυτό άλλωστε θα γίνει μεγάλος και τρανός, γιατί θα έχει μάθει ότι είναι πρίγκιπας.

 

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ