Πού ναι η μπάλα;

Το απόφθεγμα έλεγε ότι γνήσιος άνδρας είναι εκείνος που τρώει έναν ξηρό καρπό και μπορεί να σταματήσει στον έναν (ενώ υπάρχουν κι άλλοι, εννοείται).  Κατ’ αναλογία ίσως μπορούμε να πούμε ότι ο γνήσιος φίλαθλος είναι εκείνος που παρακολουθεί γυναικείο μπιτς βόλεϊ και αυτό που κοιτάζει είναι πού πηγαίνει η μπάλα.  Πολύ περισσότερο εάν ανήκει σε μια παλιότερη γενιά, η οποία κοιτάει σε μισό μάτι την αναγνώριση κάποιων αθλημάτων σε ολυμπιακά, αθλημάτων που ήταν καταχωρισμένα στη φίλαθλη συνείδηση είτε ως απλή ψυχαγωγία είτε ως μια εκκεντρική ενασχόληση.

Η πραγματικότητα, αυτή η ύπουλη κυλιόμενη περιρρέουσα συνθήκη, δεν κάνει παζάρια. Τη δέχεσαι και προσαρμόζεσαι, τη δέχεσαι και τη σνομπάρεις, την αρνείσαι και βυθίζεσαι στο χαράκωμα του παρελθόντος, κάτι από όλα αυτά. Είσαι ελεύθερος να αποφασίσεις και δυνάμει των επιλογών σου θα διαβιώνεις. Αλλά διατηρείς το δικαίωμα να μην κοιτάζεις που πάει η μπάλα στο γυναικείο μπιτς βόλεϊ.  Ούτως ή άλλως, κανείς δεν πιστεύει ότι σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Εχεις άλλωστε τόσα πολλά να δεις σ’ αυτές τις αναμετρήσεις, ιδίως όταν οι αθλήτριες κάνουν με τα δάχτυλα πίσω από το μαγιό τους συνθηματικά σήματα στη συμπαίκτρια που σερβίρει.

Κάθε σπορ έχει τη δυσκολία του, κάτι που μπορεί να συναισθάνεται κανείς εάν έχει αθληθεί στοιχειωδώς.  Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γλιτώνεις την ανία που σου προκαλεί μια μεγάλη μερίδα τους, πολλώ δε μάλλον αν είσαι αδαής ως προς τα μυστικά τους. Οση ώρα, για παράδειγμα, και να παρακολουθείς ιππασία, αδυνατείς να καταλάβεις γιατί κερδίζει αυτός που κερδίζει, γιατί χάνει αυτός που χάνει, και γιατί το μετάλλιο το παίρνει ο ιππέας και όχι το άλογο, αλλά και από πού κι ως που φταις εσύ εάν το άλογο τα παρατήσει και αρχίσει να βοσκάει τα χορταρικά στα παρτέρια των εμποδίων.

Εξυπακούεται ότι αυτό παθαίνεις και με τη σκοποβολή, την ξιφασκία, την τοξοβολία, το τζούντο ( όπου δεν διακρίνεις αν παλεύουν πράγματι ή προσπαθούν να κατεβάσουν το παντελόνι του αντιπάλου) αλλά και με τα περισσότερα αγωνίσματα της γυμναστικής, όπως στη δοκό. Μεγαλειώδες να περπατάς πάνω σε ένα δοκάρι και να κάνεις και ανάποδη τούμπα μάλιστα σαν κινούμενο σχέδιο, αλλά πώς ξεχωρίζει η πρωταθλήτρια από εκείνην που τα εσχατώνει;

Για να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια, κατάπιαμε τη γλώσσα μας όταν ο Πετρούνιας εκτελούσε το πρόγραμμά του στους κρίκους. Η κυρία που έκανε την περιγραφή, γνώστρια του αθλήματος καταφανώς, μας κατατόπισε γύρω από τις επιμέρους δοκιμασίες- στάδια του προγράμματος, έστω και αν δεν συγκρατήσαμε τίποτα. Αλλά και πάλι, ποιος από εμάς κατάλαβε τι ήταν αυτό που έκανε τον πρωταθλητή μας τρίτο και όχι πρώτο, δεύτερο ή πέμπτο;

Σκάσε και χειροκρότα, μας συνέστησε ο πατριώτης μέσα μας, και προσθέσαμε ένα ακόμα μετάλλιο στο καλάθι μας, μαζί με εκείνα της κωπηλασίας, όπου τα πράγματα είναι απολύτως πιο σαφή. Αλλά βέβαια στις μεταδόσεις των αγώνων αυτών την έξαψη την ανεβάζουν η ελληνική συμμετοχή και η προσδοκία της διάκρισης, που υποδαυλίζεται από έναν αδικαίωτο- παλιά- ή αδηφάγο πατριωτισμό.  Που τον χαλιναγωγούμε για να μην εθνικίσει, όπως απαιτεί ο μπόμπιρας μέσα μας.

Φλας μπακ στα ατέλειωτα ασπρόμαυρα μεσημέρια του ’70, όπου βγάζαμε πρώιμο μούσι δέκα χρονών παιδιά μπας και δούμε μια άσπρη μέρα στις δισκοβολίες, τις σφαιροβολίες, τους ακοντισμούς, με ρίπτες, άλτες και δεκαθλητές να πηγαίνουν και να έρχονται στις βαλβίδες και τα σκάμματα. Δεν ήταν τόσο ο αθλητισμός που αγαπούσαμε, αλλά τα βάθρα,  όπως και η ειδωλολατρία που αναζητούσε τα ευκαιριακά της ινδάλματα. Πάντα το θέμα είναι ο εαυτός σου.

Μη μας μιλάτε τώρα. Πηδάει ο Καραλής. Α, τι καλά, θα αναφωνήσουν οι ασχετοενθουσιώδεις που πλαισιώνουν τις παρέες. Δεν έχουν και μεγάλη ιδέα για τη φύση του αγωνίσματος, καρμπόν με τη δική μας άγνοια ως προς τα αγωνίσματα που λοιδορούμε. Υποτίθεται ότι ξέρουμε από ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις, πόλο, χιλιοπεντακοσάρι του στίβου. Αλλά έτσι και μας βάλει κανείς σε μια πισίνα θα πιούμε τη μισή μέχρι να διανύσουμε δυο πενηντάρια σε ρυθμό επιταφίου.

Το παραβλέπουμε αυτό και κράζουμε τον Τσιτσιπά που δεν αποκρούει τα σερβίς των διακοσίων χιλιομέτρων την ώρα με τον τρόπο που θεωρούμε εμείς εξόφθαλμα ενδεδειγμένο, ενώ πίνουμε αργά αργά τον καπουτσίνο μας. Τι κάνεις ρε Στέφανε. Πού τη στέλνεις τη μπάλα; Ντάουν δε λάιν ρε συ, ντάουν δε λάιν ρε παιδί μου.