Ραψωδός Φιλόλογος: Μια συναυλία κι ένας στεναγμός

Ο Ραψωδός Φιλόλογος την τελευταία χρονιά δημιούργησε συναυλίες που έγιναν sold out σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη μέσα σε λίγα 24ωρα, ένα νέο single, καινούργιες συνεργασίες δίπλα σε παλιούς συνοδοιπόρους, καθώς και την υπόσχεση για τον καλύτερο ραπ δίσκο της πορείας του

Ραψωδός Φιλόλογος: Μια συναυλία κι ένας στεναγμός

Ξανά και πάλι στα ηχεία SOS, SOS

Λυρική μαγεία μέσα από τις οχλοβοές

Χαβαλές που σε αφήνει με άδεια χέρια στην ξερή

Χτυπά και πάλι, τρίτη φορά και φαρμακερή (Είναι ο Ρ.Φ.)

Ψιθύριζε ο Άλεξ, ο 18χρονος γιος μου δίπλα μου, καθώς διασχίζαμε την οδό Βουτάδων και στρίβαμε στο στενάκι της Ιάκχου για να τρυπώσουμε στο χώρο της συναυλίας. Εγώ κρατούσα το ρυθμό πάνω στο κορμί μου με τις χούφτες, σαν τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να τον πείσω να παρακολουθήσουμε μαζί τη συναυλία, αλλά απέβησαν όλες μου οι τυπανοκρουσίες άκαρπες.

Στις 9 Σεπτεμβρίου, η Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στο Γκάζι μετατράπηκε σε ένα κοσμικό παρατηρητήριο ρυθμών και στίχων, ένα αχανές διαστημόπλοιο που με κυβερνήτη τον Ρ.Φ (Ραψωδός Φιλόλογος) ταξίδεψε το κοινό σε πλανήτες ήχων, εικόνων και μνήμης. Η συναυλία αυτή, που χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους τους διοργανωτές ως «μοναδικό, ανεπανάληπτο διαστρικό ταξίδι στο χωροχρόνο», υπήρξε ταυτόχρονα επιστέγασμα μιας διαδρομής δύο δεκαετιών και αφετηρία μιας νέας δημιουργικής φάσης για τον καλλιτέχνη.

Από τις πρώτες νότες έγινε σαφές πως το Γκάζι δεν φιλοξενούσε απλώς μια επιστροφή, αλλά μια τελετουργία μύησης. Ο Ρ.Φ  επανήλθε «μια και καλή στα μικρόφωνα», όπως δήλωσε, και βύθισε το κοινό στη δεύτερη πράξη του έργου του που λειτουργεί ως διάλογος με τον ίδιο του τον εαυτό, ως αναμέτρηση με την εμμονή και την απώλεια, ως ηχώ της ωριμότητας ενός δημιουργού που γνωρίζει πια να μετατρέπει τα τραύματα σε ύλη καλλιτεχνική.

Η ατμόσφαιρα στην Τεχνόπολη ήταν πυκνή, φορτισμένη με τις κραυγές του πλήθους, αλλά και με την αίσθηση ότι κάτι μεγαλύτερο συνέβαινε. Δεν ήταν μόνο η μουσική ήταν η ιστορία που κουβαλούσε πίσω της. Ο Ρ.Φ, που φαντάζει ως ο πιο ιδιοσυγκρασιακός ράπερ της γενιάς του, κατάφερε να γεμίσει τον χώρο με εικόνες, παραστάσεις και στίχους που διαπερνούσαν την επιφάνεια για να αγγίξουν τον εσωτερικό κόσμο του ακροατή.

Μόλις φτάσαμε κοντά στις μπυραρίες ΜΑΜΟΣ, ο Άλεξ γύρισε αποφασιστικά με έπιασε από τους ώμους και «νουθετώντας» με είπε.

-Φιλαράκι μέχρι εδώ είσαι εσύ, κάθισε πιες τα μπυρόνια σου πιες και ένα στην υγειά μου και ένα στην υγειά του Ραψωδού. Φεύγω πάω με την παρέα μου τώρα, έχουμε κανονίσει να είμαστε στην πρώτη γραμμή κι όπως καταλαβαίνεις εσένα δεν σε παίρνει για τέτοια…

-Τι σε πειράζει που θα είμαι εγώ, εξ’ άλλου μέσα στα σκοτάδια η σιλουέτα μου μοιάζει νεανική, είπα κι έκανα μια στροφή. Έβαλε τα γέλια.

-Τα λέμε μετά τη συναυλία είπε, μου γύρισε την πλάτη και χάθηκε στο πλήθος.

Παράγγειλα μια μπύρα να καταλαγιάσω  τον πόνο μου και άραξα δίπλα σε ένα τραπεζοβάλερο.

Είναι γήρας, στα βλέμματα του κάθε νεογνού

Αναπτήρας, μέσα σε αποθήκες μπαρουτιού

(Χτυπάω τύμπανα πολέμου σειρήνες πανικού-πανικού)

Είναι η επιστροφή του Ραψωδού

Με το δεύτερο ποτήρι μπύρας ανέσυρα και τις ηλεκτρονικές μου πληροφορίες.

Ονοματεπώνυμο: Αλέξανδρος Πτίνης. Ψευδώνυμο Ραψωδός Φιλόλογος (Ρ.Φ).

Γέννηση: 15 Αυγούστου 1985 στον Πειραιά.

Μεγάλωσε στο Γαλάτσι· διατηρεί σύνδεση με τη γειτονιά του.

Σπουδές: ψυχολογία. Εργάζεται και ως ψυχολόγος / ψυχοθεραπευτής.

Πρώτα βήματα και ομάδες:

Από το 1996 συμμετείχε στο συγκρότημα Διαρρήκτες, όπου άρχισε να γράφει στίχους, να πειραματίζεται με καταγραφές, ακουστικές δοκιμές, κασέτες.

Το 2004 συναντά τους παραγωγούς/καλλιτέχνες DJ Strider και Κριτή, συνεργασίες που θα τον σημαδέψουν.

Δημιουργεί την ομάδα Ladose το 2007, με μέλη από διάφορα μέρη της Ελλάδας (Γαλάτσι, Κοζάνη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη κ.ά.). Σκοπός: ποικιλία ποιητικής φωνής, μουσικών επιρροών.

 Οι πτήσεις του φωτός άνοιγαν τις κουρτίνες του σκότους. Η Τεχνόπολη, με τα βιομηχανικά της κτήρια και τις ψηλές καμινάδες, έμοιαζε να ξυπνά από τον λήθαργο της μνήμης. Οι προβολείς έκοβαν τη νύχτα σε κομμάτια, φώτιζαν τις μεταλλικές επιφάνειες, τους τοίχους από κόκκινο τούβλο και τις γυάλινες προσόψεις, κάνοντάς τα να λάμπουν σαν σκηνικό άλλης εποχής που συνομιλούσε με το παρόν.

Οι ήχοι έφταναν βαθιοί και σωματικοί, σαν κύματα που περνούσαν μέσα από το πλήθος. Τα μπάσα χτυπούσαν το στήθος, τα λόγια του Ραψωδού ξεδιπλώνονταν σαν ιαχές, ενώ οι έντονες λάμψεις των φώτων γέμιζαν τον αέρα με μια σχεδόν τελετουργική ένταση. Δεν ήταν απλή συναυλία, έμοιαζε με συγκέντρωση ενέργειας, με ξόρκι που ζωντάνευε τα ερειπωμένα σύμβολα της βιομηχανικής Αθήνας.

Έβγαλα τα ράμματα απ’ τα βλέφαρα (Lucy)

Αιώνες για ‘μένα τα λίγα δεύτερα (Lucy)

Είχα ευθύνη για το φως μα δεν την έπαιρνα (Lucy)

Μα κατέβηκα από τα βουνά και το έφερα (Lucy)

Έβγαλα τα ράμματα απ’ τα βλέφαρα (Lucy)

Αιώνες για ‘μένα τα λίγα δεύτερα (Lucy)

Είχα ευθύνη για το φως μα δεν την έπαιρνα (Lucy)

Μα κατέβηκα από τα βουνά και το έφερα (Lucy)

Ο Ραψωδός Φιλόλογος την τελευταία χρονιά δημιούργησε συναυλίες που έγιναν sold out σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη μέσα σε λίγα 24ωρα, ένα νέο single, καινούργιες συνεργασίες δίπλα σε παλιούς συνοδοιπόρους, καθώς και την υπόσχεση για τον καλύτερο ραπ δίσκο της πορείας του. Έναν δίσκο που συμπύκνωσε τον Solmeister, τον Astronio, τον Ήρκο Αποστολίδη, τη Lucy, αλλά και κάθε εικόνα, εμμονή και παραλήρημά του, ανεξάρτητα από το σύμπαν απ’ όπου αναδύθηκαν.

Πριν δυο μέρες, θυμήθηκα, ο Αλέξανδρος είχε επισκεφθεί την έκθεση βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως και είχε γνωρίσει τον Astronio του είχε υπογράψει μάλιστα και το βιβλίο του που διάβαζε αυτόν τον καιρό. Το πλήθος μπροστά μου παλλόταν στους ήχους και στους στίχους του Ρ.Φ. Οι καμινάδες, λουσμένες σε μπλε και κόκκινα φώτα, έγιναν μνημεία φωτεινά. Στις επιφάνειές τους οι προβολείς σχημάτιζαν σκιές, σαν φαντάσματα εργατών που κάποτε δούλευαν εκεί, πριν οι μηχανές σωπάσουν. Τώρα οι μηχανές είχαν αντικατασταθεί από μεγάφωνα και τα καμίνια από προβολείς, αλλά η ενέργεια παρέμενε ίδια: μια ακατέργαστη δύναμη που ζητούσε διέξοδο.

Θα διαδοθεί σα φήμη θα το ξέρουν σε λίγο παντού

Ήρθα από την κορυφή του βουνού να κάνω βουντού

Έχω δραπετεύσει απ’ το κελί δεν είχε χώρο να γράψω αλλού

Τέλειωσ’ η κιμωλία κι έχω αρχίσει τα κάνω tattoo

Νοηματοδότηση του πόνου μεταμόρφωση

Θάνατος απόπτωση

Μόρφωση ανόρθωση

Τα δέντρα του φωτός ριζώνουνε στη κόλαση

Αυτή είν’ η αλήθεια μου σε μια πρόταση

Ο Ραψωδός Φιλόλογος  εμφανίστηκε δυναμικά στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η φιλολογική του παιδεία, όπως μαρτυρά και το ψευδώνυμο τον διαφοροποίησε εξαρχής: οι στίχοι του έφεραν μια λογοτεχνική διάσταση, γεμάτη αναφορές σε κλασικά κείμενα, φιλοσοφία, ψυχανάλυση. Σε μια εποχή όπου το ελληνικό χιπ χοπ συχνά κινούνταν ανάμεσα στην επιθετικότητα και τη στιχουργική ωμότητα, εκείνος επέλεξε τη διανοητική υπερέκθεση και την εσωστρέφεια.

Το έργο του, που απλώνεται σε έξι άλμπουμ μέχρι σήμερα, είναι στην ουσία ένα πολύτομο ημερολόγιο. Το ντεμπούτο του κατέγραψε την αμηχανία της πρώτης έκθεσης. Οι επόμενοι δίσκοι τον βρήκαν να διαμορφώνει ταυτότητα, να φλερτάρει με την αφηγηματική φόρμα, να συνδυάζει το χιπ χοπ με την προφορική παράδοση και τις φιλολογικές του σπουδές. Το Εγκεφαλικό Τετ Α Τετ (2009) (ο πρώτος δίσκος της σειράς) έθεσε τον τόνο: ένας διάλογος με τον εαυτό, μια προσπάθεια αυτογνωσίας μέσα από τις ρίμες.

Από το σημείο που βρισκόμουν περισσότερο τον κόσμο μπορούσα να δω παρά τον καλλιτέχνη. Το πλήθος παρασυρόταν από τον ρυθμό των ήχων και των φώτων. Από κάθε πλευρά, άνθρωποι με υψωμένα χέρια, πρόσωπα που φωτίζονταν από φευγαλέες λάμψεις, σώματα που κινούνταν ρυθμικά, σαν να αποτελούσαν όλοι μέρος μιας μεγάλης χορογραφίας. Ο χώρος, που την ημέρα θυμίζει μουσείο και υπενθυμίζει την ιστορία της πόλης, τη νύχτα έγινε ζωντανός οργανισμός, με φωνή, παλμό και ανάσα.

Ρώτησα τον Άλμπερτ, τον Στήβεν, και μου ‘παν

Ο χρόνος πως είναι μονάχα μια λούπα

Το ίδιο κι ο Κάφκα, ο Φον Γκαίτε κι ο Jung, μαν

Αυρήλιο ως Ηράκλειτο, Ιησού μέχρι Βούδα

Αυτό δείχνουν όλοι όσοι ξέρουν

Κι όλοι οι υπόλοιποι καν δε το βλέπουν

Μα εγώ έχω ανοίξει τα μάτια δικέ μου

Κι όταν τα μισοκλείνω όλα φέγγουν

Όσοι τον γνωρίζουν μιλούν για έναν καλλιτέχνη που δεν επιδιώκει το star system αλλά τη συνομιλία. Η καριέρα του υπήρξε ακανόνιστη, με περιόδους σιωπής, αλλά κάθε επιστροφή έμοιαζε πιο μεστή, πιο στιβαρή. Σε αυτό μοιάζει με συγγραφείς που εκδίδουν σπάνια αλλά καθοριστικά έργα.

Ο Ραψωδός, στο κέντρο της συναυλίας – τελετής, έμοιαζε να αντλεί κατευθείαν από την ενέργεια του χώρου. Η φωνή του, πότε καθαρή και αιχμηρή, πότε τυλιγμένη σε ηχώ και εφέ, διαπερνούσε το τοπίο. Το φως έπεφτε πότε πάνω του, τον μεταμόρφωνε σε φιγούρα σχεδόν μυθική, πότε τον έκρυβε αφήνοντας μόνο τη φωνή να στέκεται στο σκοτάδι.

Κατέβηκε απ’ τα βουνά

Λέει πεθαίνουν οι θεοί και τα άστρα

Μιλάει αλληγορικά

Λέει για εμμονές, το εκκρεμές και τα άκρα

Κρύβει μέσα του πολλά

Η κοιλιά του κήτους είναι σπίτι του, μάγκα

Γύρισε και φέυγει ξανά

Πριν ανατινάξει τα πάντα

Στο Γκάζι, όλα αυτά ενώθηκαν σε μια αφήγηση. Από τις δυνατές ερμηνείες των νέων κομματιών μέχρι την αναβίωση αγαπημένων στιγμών από την παλιά του δισκογραφία, ο Ρ.Φ. σκηνοθέτησε μια παράσταση που δεν ήταν μόνο μουσική. Ήταν, θα έλεγε κανείς, ένα είδος θεατρικού μανιφέστου με beats, ένα αναλόγιο φιλολογικό που συναντά το club. Η σκηνή φωτιζόταν σαν θόλος, οι προβολές δημιουργούσαν ψευδαίσθηση πτήσης, και το κοινό έμοιαζε συνεπιβάτης σε μια τροχιά που δεν υπάκουε στη βαρύτητα. Κάπου εκεί ήταν και ο Αλέξανδρός μου με την παρέα του.

Το πλήθος τραγουδούσε μαζί του, άλλες φορές με ορμή, άλλες με τη συγκίνηση που μόνο οι στίχοι του μπορούν να προκαλέσουν. Γιατί το μυστικό του Ρ.Φ. είναι ακριβώς αυτό: μπορεί να μιλά για το προσωπικό πάθος, για την εμμονή, για την παράνοια, και ταυτόχρονα να τα μεταμορφώνει σε συλλογικό βίωμα.

Εγκεφαλικό τετ α τετ είναι η σύγκρουση

Σκέψεις με σκέψεις στο τερέν και δεν είναι σύμπτωση

Εγκεφαλικό τετ α τετ δίχως προσχήματα

Με όπλο εμένα και σφαίρες εσάς που είστε βλήματα

Στη συναυλία αυτή, όσοι συμμετείχαν αντιλήφθηκαν ότι η ελληνική ραπ σκηνή έχει πια έναν ώριμο «φιλόλογο» που δεν αναπαράγει στερεότυπα, αλλά θέτει ερωτήματα. Τι σημαίνει να ζεις με εμμονές; Πώς η τέχνη μετατρέπει την πληγή σε μουσική; Πώς ο καλλιτέχνης ισορροπεί ανάμεσα στην αλήθεια και την αυταπάτη; Η απάντηση που έδωσε ο Ρ.Φ δεν ήταν ρητορική, αλλά εμπειρική: μέσα από τον ήχο, μέσα από τις εικόνες, μέσα από την ίδια τη σκηνική του παρουσία.

Η 9η Σεπτεμβρίου 2025 στο Γκάζι δεν ήταν απλώς μια συναυλία. Ήταν η σφραγίδα μιας εικοσαετούς πορείας, το σημείο μηδέν για μια νέα εποχή και η απόδειξη ότι το ελληνικό χιπ χοπ μπορεί να χωρέσει τόσο το σώμα όσο και το πνεύμα. Ο Ρ.Φ με το Σε Μια Τόση Δα Στιγμή… , το Εγκεφαλικό Τετ Α Τετ, τον Ακρωτηριασμένο Αχιλλέα, Κελί 218, Αλεξάνδρεια, ΕΤΑΤ 2: Ελεγεία Μιας Εμμονής και την πολυσχιδή του εργογραφία, υπενθύμισε ότι η μουσική δεν είναι μόνο διασκέδαση, αλλά και ένας τρόπος να σκεφτούμε, να νιώσουμε, να χαθούμε και να βρούμε ξανά τον εαυτό μας.

Εμμονές και μνήμη: Τα τραύματα του παρελθόντος, οι προσωπικές αποτυχίες, οι διακοπές των σχέσεων και η απώλεια λειτουργούν ως συνεχής παραφορά. Σε κάθε νέο άλμπουμ, του Ραψωδού Φιλόλογου, η εμμονή είτε διαμορφώνεται είτε επανακαθορίζεται. Αυτή του η στάση δίνει βάθος, αλλά ταυτόχρονα προϋποθέτει ακροατή που θέλει να βυθιστεί. Γλώσσα και εικονογραφία: Χρήση μυθολογικών, λογοτεχνικών εικόνων. Επιρροές από την ελληνική παράδοση αλλά και από την παγκόσμια κουλτούρα του hip hop. Δομική μεταβλητότητα: Από μακροσκελείς στίχους με εσωτερικά περάσματα (verses) προς πιο συμπυκνωμένα hooks, πιο προσβάσιμες φόρμες. Μαζί με αυτή τη μεταβλητότητα, διατηρείται η ποιότητα των στίχων, η προσοχή στην επιλογή λέξεων, στη ροή.

Ο Ραψωδός πάνω στη σκηνή μοιάζει διχασμένος ανάμεσα σε δύο τελετουργίες: τη μουσική και το σώμα του. Ενώ οι μουσικές σκίζουν τον αέρα, ένας καλλιτέχνης τατουάζ στο πλάι ξεκινά να χαράζει το δέρμα του. Οι επαναλαμβανόμενοι ήχοι στο ένα χέρι, το άλλο ακίνητο για να δεχτεί τη βελόνα. Οι λέξεις από το προηγούμενο ραπάρισμα, μπλέκονται με τον ήχο του μηχανήματος, σαν να γίνονται οι ίδιες μελάνι. Το κοινό παρακολουθεί: ο καλλιτέχνης γίνεται ταυτόχρονα δημιουργός και καμβάς, οι στίχοι του γράφουν στον αέρα, το τατουάζ γράφει στη σάρκα. Ένα σκηνικό ξόρκι όπου η τέχνη δεν περιορίζεται στη μουσική, αλλά εισχωρεί στο ίδιο του το κορμί, για να μείνει ανεξίτηλη όπως και τα λόγια του.

Λίγες μέρες μετά από τους στίχους

Δεν είχε μείνει κενό σημείο πάνω στους τοίχους

Είχε γράψει στο πάτωμα, το ταβάνι, τα κάγκελα

Με λόγια ψυχασθενικά, επιθετικά, παράλογα

Η κιμωλία του είχε σχεδόν τελειώσει

Από την αϋπνία τα μάτια του είχαν θολώσει

Ήθελε μόνο το μυαλό του να κρατήσει ανόθευτο

Μέχρι τη μέρα που θα ερχόταν το πολυπόθητο

Το ETAT2: Ελεγεία μιας Εμμονής είναι άλμπουμ σημαντικό για τον Ρ.Φ. Δεν είναι μόνο sequel του Εγκεφαλικό Τετ α Τετ από το 2009, αλλά και αναθεώρηση της σχέσης του με το παρελθόν. Ο χρόνος που μεσολάβησε —η αποχή, η καραντίνα, οι αλλαγές στις μουσικές τάσεις— έχουν αφήσει σημάδια. Το νέο έργο διαθέτει συνθέσεις πιο περιεκτικές, πιο συμπυκνωμένες, με έμφαση στα ρεφρέν, στη δομή και στη μελωδία χωρίς να ρίχνει πέπλο στην πολυπλοκότητα των θεμάτων.

Η live παρουσίαση του ETAT2 έδειξε ότι αυτά τα κομμάτια μπορούν να αντέξουν το βάρος της σκηνής: τα hooks γίνονται κοινός τόπος, οι μεταφορές και οι εικόνες δεν χάνονται εντελώς. Το ζητούμενο από εδώ και πέρα είναι πώς θα καταφέρει να διατηρεί την ισορροπία μεταξύ αφηγήματος και συμμετοχής, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της σκηνής και το κοινό που μεγαλώνει.

Ο Ραψωδός Φιλόλογος δεν είναι απλώς ράπερ, είναι ποιητής, αφηγητής, ψυχαναλυτής της ίδιας του της ψυχής. Η συναυλία της 9ης Σεπτεμβρίου ήταν η στιγμή που όλα αυτά τα πρόσωπα ενώθηκαν μπροστά σε ένα κοινό που ήξερε γιατί βρέθηκε εκεί. Η επιστροφή του δείχνει ότι η ελληνική ραπ σκηνή έχει ακόμη χώρο για λόγο λογοτεχνικό, για τραγούδια που θυμίζουν ημερολόγια, για συναυλίες που μοιάζουν με τελετές μνήμης.

Σε μια εποχή όπου η μουσική καταναλώνεται γρήγορα και ξεχνιέται ακόμη πιο γρήγορα, ο Ραψωδός Φιλόλογος επιμένει να μιλά για το αργό, το βαθύ, το εμμονικό. Και αυτή η επιμονή είναι που τον καθιστά μία από τις πιο ιδιότυπες και σημαντικές φωνές του ελληνικού χιπ χοπ σήμερα.

Το Γκάζι όταν φιλοξενεί τέτοια γεγονότα δεν είναι απλώς τόπος αλλά εμπειρία. Ένας παλιός βιομηχανικός καμβάς που γέμισε με νέες ζωγραφιές από ήχο και φως. Εκείνη τη βραδιά, οι καμινάδες έγιναν φάροι, οι τοίχοι οθόνες, οι σκιές μάρτυρες. Και η συναυλία δεν ήταν απλά μουσική, αλλά μια συνομιλία ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, στο τσιμέντο και στο πάθος, στη σιωπή του εργοστασίου και στη φωνή που την έσπασε. Ο Ραψωδός στέκεται στο κέντρο της σκηνής σαν ασκητής. Το μικρόφωνο γίνεται σκήπτρο, τα φώτα τον ντύνουν με φωτοστέφανο. Κάθε λέξη του πέφτει βαριά στο πλήθος, που απαντά με κραυγές και χέρια υψωμένα. Η φωνή του δεν είναι απλή απαγγελία, είναι επίθεση, κάλεσμα και υπόσχεση. Η σκηνή δεν τον φιλοξενεί, τον ακολουθεί.

Κι’ αυτή η μέρα ξημέρωσε εν τέλει

Για τελευταίο γεύμα τον ρωτήσανε τι θέλει

Τους κοίταξε ατάραχος κι είπε τα παρακάτω

«Δεν θέλω γεύμα μόνο να τελειώσω αυτό που γράφω»

Το έκανε και στάθηκ’ όρθιος στη γωνία

Εκεί που είχε πρωτογνωρίσει την κιμωλία

Και μες την έκστασή του τραγούδαγε συλλαβές

«Δεν θα σ’ αφήσω μόνη σου, αγάπη μου, μην κλαις»

Την έκλεισε προσεκτικά μέσα στο χέρι του

Κι αφού σκούπισε όλα τα δάκρυά του

Κοίταξε για τελευταία φορά το κελί-τεφτέρι του

Κι έπειτα έφυγε για πάντα μακριά του

 

Η συναυλία της Τεχνόπολης μάς έδειξε ότι ο Ραψωδός συνεχίζοντας με προσοχή στην ισορροπία μεταξύ του ποιητικού και του κοινού, του προσωπικού και του ακροατή, μετατρέπει την εμμονή του, σιγά, σιγά, όχι σε βάρος αλλά σε γέφυρα, όχι σε απομόνωση αλλά σε κοινή εμπειρία.

Και αν κάτι έμεινε στο τέλος εκείνης της βραδιάς, ήταν η αίσθηση πως η φωνή του Ραψωδού Φιλόλογου  δεν ανήκει μόνο στη σκηνή, αλλά αντηχεί στο εσωτερικό σύμπαν κάθε ακροατή. Ένα σύμπαν που, όπως αποδείχτηκε, μπορεί να χωρέσει όλο τον πόνο, την εμμονή και την ποίηση του κόσμου.

Αυτοαναφορά στο rap, ποιος ξέρει; Ίσως, ειλικρινά

Δεν την έχω δει ούτε Καβάφης, μα ούτε και Ρίτσος, απλά να

Βρίσκομαι σε μια μόνιμη μάχη με τον εσωτερικό μου κόσμο

Προσπαθώντας επίμονα να διώξω το μίσος από μέσα μου

Ε; Δεν ακούγεται τραγικό;

Πού να το ζούσες όπως το ζω

Και να το βίωνες όπως εγώ

Πώς να σου το πω;

Κουράστηκα τόσο να τρώω πακέτα που είχα φτάσει στο σημείο να ξυπνάω και να λέω «γάμησέ τα»

Καθώς τα φώτα χαμηλώνουν και οι τελευταίοι ήχοι σβήνουν, η Τεχνόπολη μένει μετέωρη, κι εγώ το ίδιο, σαν να κρατώ ακόμη τον παλμό της νύχτας. Το πλήθος έχει αρχίζει να σκορπίζει αργά, κουβαλώντας στα πρόσωπα και στα αυτιά τη δόνηση των στίχων. Οι καμινάδες στέκουν ξανά σιωπηλές, φωτισμένες αχνά, μάρτυρες μιας βραδιάς που τις ζωντάνεψε. Στον αέρα αιωρείται ακόμα η φωνή του Ραψωδού, σαν απόηχος που δεν θέλει να σβήσει. Κι εγώ αναζητώ στο σπασμένο πλήθος τον διονυσιασμένο Άλεξ μου.