Σταύρος Ιντζεγιάννης: «Ο αυτοσαρκασμός είναι κομμάτι της ζωής μου»
Μπορεί να αντλήσει ερεθίσματα, ανά πάσα, στιγμή, περπατώντας στον δρόμο, ή ακόμα κι από μια κουβέντα που θα ειπωθεί σε κάποια παρέα. Επειτα προσθέτει τη μαγική «λογοτεχνική σάλτσα» του και μας χαρίζει ιστορίες με αξέχαστη «γεύση». Οπως αυτές της νέας συλλογής διηγημάτων του.
Αφορμή για τη συζήτησή μας στάθηκε το νέο του βιβλίο «Γκαρσόν… δύο ουίσκι-Ιστορίες της Δεκάρας», όπου ξετυλίγει όλη του την αφηγηματική μαεστρία, αφού κάθε μία από τις ιστορίες του είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, με ήρωες καθημερινούς -απ’ όπου προβάλλουν άλλοτε μνήμες, άλλοτε κοινωνικά σχόλια, άλλοτε συνομιλίες με τον… Χάρο και άλλα ωραία. Ο αυτοσαρκασμός άλλωστε του συμπολίτη συγγραφέα-δημοσιογράφου Σταύρου Ιντζεγιάννη είναι το δυνατό του σημείο. Σήμερα μιλάει στην «Π», χειμαρρώδης, όπως πάντα.
Πότε γράφτηκαν οι ιστορίες του νέου σας βιβλίου;
Είναι «φρέσκες», αλλά υπήρχαν μέσα στο μυαλό μου και πολλές από αυτές τις έχω ζήσει. Εκτός από την ομότιτλη της συλλογής, την οποία τη χρωστάω σε ένα φίλο με τον οποίο ήμασταν μαζί στρατιώτες -σκεφτείτε, εδώ και 70 χρόνια… Διατηρούσαμε αλληλογραφία και πέθανε προ λίγων ημερών. Αυτός ήταν το άλτερ έγκο μου. Πάντα στις ιστορίες μου, για να μην είναι μονότονες, χρησιμοποιώ ένα φίλο, παρουσιάζω δηλαδή έναν φανταστικό συνομιλητή, που στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος μου ο εαυτός που έχει τις ιδιαιτερότητές του, προβάλλει τις αντιρρήσεις του, μου βγάζει την «κόντρα. Κι αυτή την τελευταία ιστορία τη θεωρώ ως την καλύτερη της συλλογής. Ο τίτλος είναι κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας εν μέρει, γιατί μετά την κατοχή, ο Τερζάκης είχε γράψει το «Γκαρσόν ένα ουίσκι», όταν βρέθηκε στην Αμερική, κι είχε κάνει αυτή την παραγγελία.
Τι είναι αυτό που δίνει ώθηση στο χέρι σας να γράψει κάθε φορά;
Κυρίως αυτό που ζω. Δεν είμαι ο άνθρωπος του γραφείου. Δεν κάθομαι στο γραφείο για να γράψω. Αν δω στον δρόμο κάτι που μου δώσει το ερέθισμα, προκύπτει αμέσως ένα διήγημα. Το αντίστοιχο, μπορεί να συμβεί και σε μια παρέα. Να πει κάποιος μια λέξη, για παράδειγμα, να πιαστώ απ’ αυτή κι έπειτα να βάλω την απαραίτητη «λογοτεχνική σάλτσα».
Είπατε λέξη. Τι σημαίνουν οι λέξεις για εσάς;
Εχω μια τρομερή αγάπη στη λέξη. Πιστεύω ότι όλο το αφήγημα είναι μία λέξη. Αν διαβάζεις, για παράδειγμα, ένα πολύ ωραίο ποίημα κι έχει μια άκομψη λέξη, καταστρέφεται όλο. Η λέξη πρέπει να είναι κομψή, ωραία, εύηχη και, όπως οι νότες στο πεντάγραμμο, να ταιριάζει η προηγούμενη με την επόμενη λέξη. Τις παιδεύω πολύ τις λέξεις. Αγωνίζομαι, κάθε φορά, να βρω την κατάλληλη λέξη, εκείνη που θα αναδείξει όλο το κείμενό μου.
Μιας και αναφερθήκατε στην ποίηση, στο βιβλίο σας διανθίζετε τα πεζά με ποιήματα…
Είχα αρχίσει να γράφω από πολύ νέος, και το πρώτο ποίημα που έγραψα -δημοσίευα τότε γραπτά μου στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» της γενέτειράς μου της Αρτας. Το πρώτο μου ποίημα, λοιπόν, το είχα γράψει σε μια συμμαθήτριά μου της τετάρτης του 8ταξίου. Είναι αλήθεια ότι η ποίηση με εκφράζει περισσότερο.
Η εμφάνισή σας στα γράμματα έγινε πριν από πολλά χρόνια…
Βέβαια. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση –το ’75. Ξεκίνησα με χρονογράφημα στον «Ημερήσιο Κήρυκα»…
Πώς έχει συμβάλει στη ζωή σας αυτή η μακροχρόνια -και με ακλόνητες βάσεις- σχέση σας με το γράψιμο;
Την ομόρφυνε πραγματικά. Σε κάποιες δυσκολίες, ξέρετε, κλείνω τα μάτια και ζω την ιστορία. Νομίζω πως αν σταματούσα να γράφω κάτι θα πάθαινα. Το γράψιμο μου έγινε δεύτερη φύση.
Ο χρόνος έχει έντονη παρουσία στις ιστορίες σας Πώς τα πάτε μαζί του;
Ο χρόνος τελειώνει… Είμαι 93 ετών. Τα χαίρομαι τα χρόνια μου, αλλά η ζωή, πώς να το κάνουμε, είναι γλυκιά, λήγει και είναι λίγη. Τον θάνατο δεν τον φοβάμαι, γιατί δεν έχω μεταφυσικές αγωνίες, μόνο τον πνευματικό θάνατο τρέμω. Σκέφτομαι ότι δε θα ξαναδώ τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τον όμορφο ιβίσκο που έχω στη βεράντα μου… Αυτά με πειράζουν, όχι ο θάνατος. Ολοι θα πεθάνουμε κάποια στιγμή…
Μα συμπεριλαμβάνετε και στη συλλογή σας, τη «Βραδυά αϋπνίας», όπου συνομιλείτε με τον Χάρο. Η αλήθεια είναι ότι χιούμορ και αυτοσαρκασμός είναι διάχυτα στο βιβλίο σας.
Ναι, όταν δεν έχω ύπνο, τον σκέφτομαι τον Χάρο, τι θα του έλεγα και τι θα μου έλεγε αν συναντιόμασταν. Οσο για τον αυτοσαρκασμό, είναι κομμάτι της ζωής μου. Κυκλοφορεί μέσα μου. Και στις παρέες τον χρησιμοποιώ. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να πεις αυτά που θέλεις στον άλλο, προβάλλοντας τον εαυτό σου. Και δεν θίγεις τον άλλον και του λες την αλήθεια.
Το χιούμορ, πάλι, έχει μια ιδιαιτερότητα. Εξαρτάται από το πώς θα το εκλάβει ο άλλος. Είναι πετυχημένο μόνο αν πομπός και δέκτης συντονίζονται στο ίδιο μήκος κύματος.
Ζούμε πια σε μια κόλαση όπου η ζωή του ανθρώπου δεν έχει καμία αξία […] Ξυπνάς τρομαγμένος για το τι θα φέρει το σήμερα» γράφετε. Το μέλλον, πώς το βλέπετε;
Δεν ξέρω, είμαι πάρα πολύ μπερδεμένος. Από τη μια πλευρά η επιστήμη και η τεχνολογία προχωρούν με άλματα και από την άλλη, κάτι προσπαθεί να φρενάρει τα πράγματα. Δεν είμαστε απόλυτα συγχρονισμένοι με τη νέα τεχνολογία -αντί για υπηρέτης, μας έγινε δυνάστης.
Την πανδημία πώς την αντιμετωπίσατε και αντιμετωπίζετε; Σάς φόβισε;
Ναι, αλλά όταν σκεφτόμουν το ενδεχόμενο της νόσησης και της διασωλήνωσης. Εχουμε εμβολιαστεί, κι εγώ και η γυναίκα μου και είμαι υπέρ του εμβολιασμού. Γράφω συνεχώς, προτρέποντας: «Εμβολιστείτε, εμβολιαστείτε!». Μου κάνει εντύπωση ότι υπάρχουν νοσηλευτές και νοσηλεύτριες που ενώ ζουν αυτή την κατάσταση είναι κατά του εμβολίου και παροτρύνουν τον κόσμο να μην εμβολιάζεται. Δεν γίνεται να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας. Γι’ αυτό και λέω ότι στην εποχή μας το Εγώ καταργήθηκε από τα λεξικά. Υπάρχει μόνο το Εμείς. Το κοινωνικό σύνολο. Αυτό πρέπει να μας απασχολεί.
Είχατε πει σε παλιότερη συνέντευξή μας: «Η Πάτρα είναι παγιδευμένη στα κομματικά συμφέροντα των πολιτικών της»…
Ετσι είναι. Για το τι θα γίνει μ’ εκείνο το αραγμένο κρουαζιερόπλοιο μπροστά στον σταθμό «Παναγιώτης Κανελλόπουλος», που χαλάει τη θέα στη θάλασσα, δεν απαντάει κανείς. Εφτιαξαν την Κωνσταντινουπόλεως, την άφησαν στη μέση κι αν βρέξει θα πλημμυρίσει. Εγραψα γι’ αυτά και είπαν ότι κάνω αντιπολίτευση στον δήμαρχο. Τι να πω… Δεν έχω κανένα λόγο να το κάνω. Δεν έχω κομματική προέλευση, ούτε καν πολιτική…
Η κατάσταση είναι απελπιστική στην πόλη. Γέμισαν την πλατεία Ολγας σιδερικά για να φτιάξουν παιδική χαρά. Μα η παιδική χαρά στην εποχή μας είναι ξεπερασμένη. Παλιά, τα παιδιά στις κούνιες τα πήγαιναν οι μαμάδες ή οι νταντάδες -στις εύπορες οικογένειες. Τώρα, η μάνα εργάζεται. Τώρα δε χρειαζόμαστε παιδικές χαρές, βρεφονηπιακούς σταθμούς χρειαζόμαστε.
Κι εδώ θέλω να ευχαριστήσω την «Πελοπόννησο» που προβάλλει αυτά που γράφω. Βουρλίζομαι και φωνάζω, αλλά αγαπάω την Πάτρα, είναι η ωραιότερη πόλη. Είμαι ερωτευμένος με την Πάτρα.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News